Ἀποστολικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 29 Μαΐου 2022, Κυριακή τοῦ Τυφλοῦ (Πράξ. ις΄ 16-34)
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐγένετο πορευομένων ἡμῶν τῶν ἀποστόλων εἰς προσευχὴν παιδίσκην τινὰ ἔχουσαν πνεῦμα πύθωνος ἀπαντῆσαι ἡμῖν, ἥτις ἐργασίαν πολλὴν παρεῖχε τοῖς κυρίοις αὐτῆς μαντευομένη. αὕτη κατακολουθήσασα τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ ἔκραζε λέγουσα· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν σωτηρίας. τοῦτο δὲ ἐποίει ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας. διαπονηθεὶς δὲ ὁ Παῦλος καὶ ἐπιστρέψας τῷ πνεύματι εἶπε· παραγγέλλω σοι ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐξελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῆς. καὶ ἐξῆλθεν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ. Ἰδόντες δὲ οἱ κύριοι αὐτῆς ὅτι ἐξῆλθεν ἡ ἐλπὶς τῆς ἐργασίας αὐτῶν, ἐπιλαβόμενοι τὸν Παῦλον καὶ τὸν Σίλαν εἵλκυσαν εἰς τὴν ἀγορὰν ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας, καὶ προσαγαγόντες αὐτοὺς τοῖς στρατηγοῖς εἶπον· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι ἐκταράσσουσιν ἡμῶν τὴν πόλιν ᾿Ιουδαῖοι ὑπάρχοντες, καὶ καταγγέλλουσιν ἔθη ἃ οὐκ ἔξεστιν ἡμῖν παραδέχεσθαι οὐδὲ ποιεῖν Ρωμαίοις οὖσι. καὶ συνεπέστη ὁ ὄχλος κατ᾿ αὐτῶν. καὶ οἱ στρατηγοὶ περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια ἐκέλευον ραβδίζειν, πολλάς τε ἐπιθέντες αὐτοῖς πληγὰς ἔβαλον εἰς φυλακήν, παραγγείλαντες τῷ δεσμοφύλακι ἀσφαλῶς τηρεῖν αὐτούς· ὃς παραγγελίαν τοιαύτην εἰληφὼς ἔβαλεν αὐτοὺς εἰς τὴν ἐσωτέραν φυλακὴν καὶ τοὺς πόδας αὐτῶν ἠσφαλίσατο εἰς τὸ ξύλον. Κατὰ δὲ τὸ μεσονύκτιον Παῦλος καὶ Σίλας προσευχόμενοι ὕμνουν τὸν Θεόν· ἐπηκροῶντο δὲ αὐτῶν οἱ δέσμιοι. ἄφνω δὲ σεισμὸς ἐγένετο μέγας, ὥστε σαλευθῆναι τὰ θεμέλια τοῦ δεσμωτηρίου, ἀνεῴχθησάν τε παραχρῆμα αἱ θύραι πᾶσαι καὶ πάντων τὰ δεσμὰ ἀνέθη. ἔξυπνος δὲ γενόμενος ὁ δεσμοφύλαξ καὶ ἰδὼν ἀνεῳγμένας τὰς θύρας τῆς φυλακῆς, σπασάμενος μάχαιραν ἔμελλεν ἑαυτὸν ἀναιρεῖν, νομίζων ἐκπεφευγέναι τοὺς δεσμίους. ἐφώνησε δὲ φωνῇ μεγάλῃ ὁ Παῦλος λέγων· μηδὲν πράξῃς σεαυτῷ κακόν· ἅπαντες γάρ ἐσμεν ἐνθάδε. αἰτήσας δὲ φῶτα εἰσεπήδησε, καὶ ἔντρομος γενόμενος προσέπεσε τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ, καὶ προαγαγὼν αὐτοὺς ἔξω ἔφη· κύριοι, τί με δεῖ ποιεῖν ἵνα σωθῶ; οἱ δὲ εἶπον· πίστευσον ἐπὶ τὸν Κύριον ᾿Ιησοῦν Χριστόν, καὶ σωθήσῃ σὺ καὶ ὁ οἶκός σου. καὶ ἐλάλησαν αὐτῷ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου καὶ πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ. καὶ παραλαβὼν αὐτοὺς ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τῆς νυκτὸς ἔλουσεν ἀπὸ τῶν πληγῶν, καὶ ἐβαπτίσθη αὐτὸς καὶ οἱ αὐτοῦ πάντες παραχρῆμα, ἀναγαγών τε αὐτοὺς εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ παρέθηκε τράπεζαν, καὶ ἠγαλλιάσατο πανοικὶ πεπιστευκὼς τῷ Θεῷ.
Στοὺς Φιλίππους τῆς Μακεδονίας
1. Μακριὰ ἀπὸ τὰ ὄργανα τοῦ διαβόλου
Στὴν ἔνδοξη πόλη τῶν Φιλίππων μᾶς μεταφέρει τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ ἀκούσαμε σήμερα, ὅπου εἶχε μεταβεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος μὲ τοὺς μαθητές του Σίλα, Τιμόθεο καὶ Λουκᾶ, γιὰ νὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Κάποια μέρα, καθὼς πήγαιναν νὰ προσευχηθοῦν, συνάντησαν μιὰ νεαρὴ δούλη ποὺ εἶχε «πνεῦμα πύθωνος, ἥτις ἐργασίαν πολλὴν παρεῖχε τοῖς κυρίοις αὐτῆς μαντευομένη». Δηλαδὴ ἦταν κυριευμένη ἀπὸ δαιμόνιο, ἀπὸ μαντικὸ πνεῦμα, καὶ μὲ τὶς μαντεῖες ποὺ ἔλεγε, ἀπέφερε πολλὰ κέρδη στοὺς κυρίους της. Αὐτὴ ἀκολούθησε τοὺς Ἀποστόλους καὶ φώναζε: Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ εἶναι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου καὶ μᾶς δείχνουν τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας.
Τὸ ἐπαναλάμβανε αὐτὸ γιὰ πολλὲς ἡμέρες προκαλώντας τὴν ἀντίδραση τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὁ ὁποῖος ἐπικαλούμενος τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πρόσταξε τὸ πονηρὸ πνεῦμα νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴ δούλη. Καὶ πραγματικά, τὴν ἴδια στιγμὴ τὸ πονηρὸ πνεῦμα ἐξῆλθε.
Εἴκοσι αἰῶνες ἔχουν περάσει ἀπὸ τότε καὶ πολλοὶ ἄνθρωποι ἐξακολουθοῦν νὰ τρέχουν σὲ ἀνθρώπους κυριευμένους ἀπὸ πονηρὰ πνεύματα, δηλαδὴ ἀπὸ δαιμόνια, γιὰ νὰ μάθουν τὴν τύχη τους. Ρωτοῦν τὶς χαρτορίχτρες, τρέχουν στοὺς μάγους καὶ στὶς μάγισσες, παρακολουθοῦν τὰ «μέντιουμ», διαβάζουν τὰ ζώδια, ἀκοῦν τοὺς ἀστρολόγους, τὰ τελευταῖα δὲ χρόνια ἀναζητοῦν τὸν Θεὸ καὶ μέσα ἀπὸ τὶς ἀνατολικὲς θρησκεῖες καὶ τὶς δαιμονικὲς μεθόδους τους: τὴ «γιόγκα», τὸν διαλογισμὸ καὶ τὸν ἀποκρυφισμό.
Προσοχή! Μακριὰ ἀπὸ ὅλα αὐτά! Αἰχμαλωτίζουν τὸν ἄνθρωπο στὸν διάβολο, τὸν πατέρα τοῦ ψεύδους. Καθιστοῦν τὴ ζωή του ἕνα μαρτύριο καὶ ἀμφίβολη τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Μακριὰ ἀπὸ τὰ ὄργανα τοῦ διαβόλου!
2. Ἡ παναρμόνια δοξολογία
Ὅταν τὰ ἀφεντικὰ τῆς νεαρῆς δούλης διαπίστωσαν ὅτι ἔχασαν πλέον τὴν πηγὴ τοῦ κέρδους τους, συνέλαβαν τὸν Παῦλο καὶ τὸν Σίλα καὶ τοὺς ἔσυραν στοὺς ἄρχοντες μὲ τὴν κατηγορία ὅτι προκαλοῦν ταραχὲς στὴν πόλη καὶ διδάσκουν νέα θρησκευτικὰ ἔθιμα. Ὁ συγκεντρωμένος ὄχλος τότε ξεσηκώθηκε ἐναντίον τους, οἱ δὲ στρατηγοὶ ξέσχισαν τὰ ροῦχα τῶν Ἀποστόλων, τοὺς ράβδισαν καὶ τοὺς φυλάκισαν, δίνοντας στὸν δεσμοφύλακα ἐντολὴ νὰ τοὺς ἀσφαλίσει καλά. Ἐκεῖνος τοὺς ἔβαλε στὸ πιὸ σκοτεινὸ κελλὶ τῆς φυλακῆς κι ἔδεσε σφιχτὰ τὰ πόδια τους στὸ βασανιστικὸ ὄργανο ποὺ λεγόταν ξύλο, γιὰ νὰ μὴν μποροῦν οὔτε στὸ ἐλάχιστο νά μετακινηθοῦν.
Μεσάνυχτα… Ἀπὸ τὸ βάθος τῆς φυλακῆς ἀκούγεται ἕνας ὑπέροχος ὕμνος. «Παῦλος καὶ Σίλας προσευχόμενοι ὕμνουν τὸν Θεόν». Ὁ Παῦλος καὶ ὁ Σίλας, παρὰ τοὺς πόνους καὶ τὴν ταλαιπωρία τους, ξεσποῦν σὲ δοξολογία πρὸς τὸν Θεό. Τοὺς ἀκοῦνε μὲ προσοχὴ καὶ οἱ ὑπόλοιποι φυλακισμένοι. Ξαφνικὰ ἕνας μεγάλος σεισμὸς σαλεύει τὰ θεμέλια τῆς φυλακῆς. Ἀνοίγουν αὐτόματα ὅλες οἱ θύρες, καὶ λύνονται τὰ δεσμὰ τῶν κρατουμένων. Ὁ δεσμοφύλακας ξυπνᾶ, ἀντιλαμβάνεται τί ἔχει συμβεῖ καὶ τραβᾶ τὸ μαχαίρι του γιὰ νὰ αὐτοκτονήσει, θεωρώντας ὅτι δραπέτευσαν οἱ φυλακισμένοι καὶ φοβούμενος τὴν ποινὴ τοῦ θανάτου. Ὁ Παῦλος ὅμως τὸν προλαβαίνει: Μὴν κάνεις κακὸ στὸν ἑαυτό σου. Εἴμαστε ὅλοι ἐδῶ.
Ὁ δεσμοφύλακας, ἀφοῦ διαπιστώνει τὸ γεγονός, συγκλονίζεται καὶ πέφτει στὰ πόδια τῶν δύο Ἀποστόλων, τοὺς ὁποίους εἶχε κακομεταχειρισθεῖ, καὶ τοὺς ρωτᾶ τί πρέπει νὰ κάνει γιὰ νὰ σωθεῖ. Αὐτοὶ τοῦ ἀποκρίνονται: Πίστεψε στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ θὰ σωθεῖς ἐσὺ καὶ ὅλη ἡ οἰκογένειά σου. Τοῦ ἀναπτύσσουν δὲ τὶς θεῖες διδασκαλίες τοῦ Κυρίου. Συγκινημένος ὁ δεσμοφύλακας ὁδηγεῖ στὸ σπίτι του τὸν Παῦλο καὶ τὸν Σίλα, περιποιεῖται τὰ τραύματά τους καὶ βαπτίζεται Χριστιανὸς ὁ ἴδιος καὶ ὅλη ἡ οἰκογένειά του. Ἔπειτα τοὺς παραθέτει δεῖπνο γεμάτος χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση, διότι εἶχε πιστέψει στὸν Θεό.
Ἀπὸ τὸ πιὸ βαθὺ καὶ σκοτεινὸ κελλὶ τῆς φυλακῆς, κάτω ἀπὸ τὶς πιὸ ἄθλιες συνθῆκες, μὲ σώματα καταματωμένα, ἀκινητοποιημένα καὶ νηστικὰ καὶ μὲ τὸ μαρτύριο νὰ μὴν ἀπέχει πολύ, οἱ δύο Ἀπόστολοι στρέφουν τὴν καρδιά τους στὸν Θεὸ καὶ προσεύχονται. Μάλιστα δὲν Τοῦ ζητοῦν νὰ τοὺς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴ δεινὴ κατάστασή τους καὶ νὰ καταπαύσει τοὺς πόνους τους, ἀλλὰ σὰν νὰ μὴν αἰσθάνονται τίποτε, σὰν νὰ βρίσκονται σὲ ἄλλη πραγματικότητα, δοξολογοῦν τὸν Θεό.
Παναρμόνιος πράγματι ὁ ὕμνος τους· μία ἀπὸ τὶς πιὸ ὑπέροχες δοξολογίες, ποὺ ἀκούσθηκαν ποτέ. Μὲ τὴ θεσπέσια αὐτὴ δοξολογία οἱ δύο Ἀπόστολοι μᾶς διδάσκουν ὄχι ἁπλῶς νὰ κάνουμε ὑπομονὴ στὶς δυσκολίες ποὺ ἀντιμετωπίζουμε καθημερινά, ὄχι μόνο νὰ σηκώνουμε ἀγόγγυστα τὸν σταυρό μας, ἀλλὰ ἐπιπλέον νὰ στρέφουμε τὸ βλέμμα μας στὸν οὐρανὸ καὶ νὰ δοξάζουμε τὸν Θεὸ γιὰ ὅ,τι ἐπιτρέπει γιὰ τὸ καλό μας. Τότε ὁ πανάγαθος Θεὸς θὰ μᾶς παρηγορεῖ στὸν πόνο μας καὶ θὰ ἐπεμβαίνει δυναμικὰ στὴ δοκιμασία μας, εἴτε γιὰ νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὰ δεσμά της εἴτε γιὰ νὰ μᾶς χαρίσει ὑπομονή, ὥστε νὰ συνεχίσουμε τὸν ἀγώνα μας.