Ἐπὶ 55 χρόνια ἡ Ἐκκλησία τοῦ γειτονικοῦ μας κρατιδίου τῶν Σκοπίων ζοῦσε στὸ σκοτάδι. Ὑπῆρχε, ἀλλὰ ἦταν σὰν νεκρή. Κλεισμένη στὸ ἀσφυκτικὸ καβούκι τοῦ ἑαυτοῦ της ἦταν ἀγνοημένη ἀπὸ τὸν ὑπόλοιπο Ὀρθόδοξο κόσμο. Ζοῦσε σὲ θεληματικὴ ἀφάνεια, παρασυρμένη ἀπὸ τὴν ἐθνικιστικὴ μέθη τῆς πολιτικῆς ἡγεσίας τῆς χώρας.
Ἐπιτέλους ἡ Ἐκκλησιαστική της ἡγεσία ἀφυπνίσθηκε. Κατέφυγε στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ ἐκεῖνο μὲ συνετὲς κινήσεις τὴ δέχθηκε στὴν εὐχαριστιακὴ κοινωνία τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Στὶς 9 Μαΐου 2022 τὴν ἀναγνώρισε ὡς κανονικὴ Ἐκκλησία μὲ «ὄνομα τῆς Ἐκκλησίας ταύτης τὸ ‘‘Ἀχρίδος’’ (νοουμένης τῆς περιοχῆς τῆς δικαιοδοσίας αὐτῆς μόνον ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς ἐπικρατείας τοῦ κράτους τῆς Βορείου Μακεδονίας)» καὶ ὑπὸ τὸν ἀπαράβατο ὅρο ὅτι δὲν θὰ δεχθεῖ ποτὲ στὸν τίτλο της τὸ ὄνομα «“Μακεδονικὴ” καὶ οἱοδήτι ἄλλο παράγωγον τῆς λέξεως “Μακεδονία”». Ἄφηνε δὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο στὴν Ἐκκλησία τῆς Σερβίας τὴν εὐθύνη γιὰ τὴ ρύθμιση τῶν μεταξύ τους διοικητικῶν θεμάτων.
Ἐντούτοις δημιούργησε ἀλγεινὴ ἐντύπωση ἡ πλάγια κίνηση τοῦ Πατριαρχείου τῆς Σερβίας νὰ παραδώσει ἀντικανονικῶς «Τόμο» αὐτοκεφαλίας στὴν Ἐκκλησία αὐτή.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μαζὶ μὲ τὴ χαρά της γιὰ τὴν τακτοποίηση τοῦ θέματος ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, μὲ ἀφορμὴ τὶς ἐνέργειες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας «ἐκφράζει τὶς σοβαρὲς ἐνστάσεις καὶ ἐπιφυλάξεις Αὐτῆς: α) γιὰ τὴ χρήση τοῦ ὅρου “Μακεδονικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία”, ἀποδιδομένου ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀχρίδος, β) γιὰ τὴ μνημόνευση “Διασπορᾶς” τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀχρίδος καὶ γ) γιὰ τυχὸν χορήγηση Αὐτοκεφαλίας ὑπὸ τοῦ Πατριαρχείου Σερβίας, ἐφ’ ὅσον τὸ μόνο ἁρμόδιο γιὰ τὴ χορήγηση Αὐτοκεφαλίας τυγχάνει τὸ Πάνσεπτο Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο».
Τὸ ἰδιαίτερα εὐχάριστο στὸ θέμα αὐτὸ εἶναι ὅτι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀχρίδος κ. Στέφανος δὲν ἔπεσε στὴν παγίδα τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας καὶ δήλωσε ξεκάθαρα ὅτι «Τόμο» Αὐτοκεφαλίας ἐκδίδει, κατὰ τὴν παράδοση, μόνο τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Γι᾿ αὐτὸ κατὰ τὴ θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς τῆς Πεντηκοστῆς, κατὰ τὴν ὁποία συλλειτούργησε μὲ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, μίλησε μὲ λόγια μετάνοιας, ζητώντας ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο νὰ θεραπεύσει τὴν ἐκτροπή τους τόσων ἐτῶν. Εἶπε μεταξὺ τῶν ἄλλων: «Ἤρθαμε στὴ μητρικὴ ἀγκαλιά, Παναγιώτατε, μετὰ ἀπὸ μία περίοδο περιπλανήσεως στὴν πνευματικὴ ἔρημο τῶν παθῶν καὶ τῆς ἀπομονώσεως. Ὅπως ὅλοι μποροῦν νὰ πράξουν λάθη, κι ἐμεῖς κάναμε καὶ τὰ ἀναγνωρίζουμε».
Ἐμεῖς δὲν ἔχουμε παρὰ νὰ εὐχηθοῦμε ὁλόψυχα νὰ εὐοδωθεῖ τὸ ἔργο τῆς ἀναστάσεως τῆς γειτονικῆς μας Ἐκκλησίας πρὸς δόξαν τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ μας.