ΣΥΝΘΗΜΑ 2022-23: «Γίνου πιστός ἄχρι θανάτου»

Μεταφορτώσεις

Θέμα για τους κυκλάρχες

 

Τό φετινό γενικό Σύνθημα τῶν Κύκλων μελέτης Ἁγίας Γραφῆς ἀντλεῖται ἀπό τήν Ἀποκάλυψη, καί συγκεκριμένα ἀπό τήν ἐπιστολή πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Σμύρνης. Ἐπελέγη, ἐπειδή τό ἔτος 2022 εἶναι ἀφιερωμένο στήν ἐπέτειο τῶν 100 χρόνων ἀπό τό δράμα τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς. Συνάμα εἶναι καί ἀφυπνιστικό, ἀποσκοπώντας στήν πνευματική ἐγρήγορση τῶν πιστῶν καί ἑτοιμασία τους γιά δεινά καί θλίψεις πού ἐνδέχεται νά περάσουν ὄντας ἀφοσιωμένοι καί ἐμμένοντας σταθεροί στήν πίστη τους στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.

Μελέτη περικοπῆς: Ἀποκ. β΄ 8-11.

(Σημείωση: Τό Σύνθημα εἶναι ἡ φράση τοῦ στίχ. 10: «Γίνου πιστός ἄχρι θανάτου». Θά διαβάσουμε ὅμως ὅλους τούς στίχους καί θά τούς ἐξετάσουμε συνοπτικά).

1. Ὅταν τό Ἅγιον Πνεῦμα μέ τή γραφίδα τοῦ Μαθητοῦ τῆς ἀγάπης ἀποστόλου καί εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου ἔστελνε τήν ἐπιστολή αὐτή στήν Ἐκκλησία τῆς Σμύρνης, Ἐπίσκοπός της ἦταν ὁ μετέπειτα ἱερομάρτυς ἅγιος Πολύκαρπος, μαθητής τοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι στήν ἐπιστολή αὐτή μόνο ἐπαινετικά λόγια ἔχει νά ἐκφράσει ὁ ἅγιος Θεός πρός τόν ἐν λόγῳ ἐπίσκοπο. Δέν τοῦ παρατηρεῖ καμία ἔλλειψη.

«Οἶδά σου τά ἔργα καί τήν θλῖψιν καί τήν πτωχείαν» (στίχ. 9). Πρό­κει­ται γιά τά δεινά πού ἐπισώρευσε στόν Ἐπίσκοπο καί τούς Χριστιανούς τῆς Σμύρνης ὁ πρῶτος διωγμός κατά τῶν Χριστιανῶν τῆς Μ. Ἀσίας, πού ξέ­σπα­σε ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου. Ζώντας οἱ Χριστιανοί αὐτοί μέσα σέ μία πάμπλουτη ρωμαϊκή πόλη, μέ ἀνθηρό τό ἐμπόριο λόγῳ τοῦ μεγάλου λιμανιοῦ της, μέ ζωή τρυφηλή λόγῳ τῆς οἰκονομικῆς εὐμάρειας πού ἐπικρατοῦσε, ζώντας οἱ ἴδιοι φτωχοί καί καταδιωγμένοι, καθώς ὁ διωγμός ἐναντίον τους σήμαινε καί δήμευση τῆς περιουσίας τους, ὁπωσδήποτε περνοῦσαν θλίψη καί δοκιμασία ὄχι μικρή, καί ὅλο αὐτό τό βάρος τό σήκωνε ἐπάνω του πολύ περισσότερο ὁ ἐπίσκοπός τους. «Ἀλλά πλούσιος εἶ», παρατηρεῖ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Διότι ὁ ἀληθινός πλοῦτος δέν εἶναι αὐτός τῆς γῆς, τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν καί τῶν σαρκικῶν καί ἐφήμερων ἀπολαύσεων, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, τόν Ὁποῖο ὁ ἅγιος Πολύκαρπος εἶχε ὡς «θησαυρό κρυμμένο στόν ἀγρό τῆς καρδιᾶς» του (Ἀνδρέας Καισαρείας). Οἱ ἀληθινοί Χριστιανοί δέν φροντίζουν νά συλλέγουν ὑλικά ἀγαθά στή ζωή τους, ἀλλά πῶς θά πλουτίσουν ἀπό ἔργα πνευματικά: πίστη, ἔργα ἀγάπης πρός τόν πλησίον, ἀγάπη καί ἐλπίδα πρός τόν Θεό, προσευχή καί μετάνοια. Αὐτός εἶναι ὁ πραγματικός πλοῦτος, πού μένει αἰώνια.

Ἐπιπλέον ὁ ἅγιος Ἐπίσκοπος τῆς ἐν Σμύρνῃ Ἐκκλησίας εἶχε νά ἀντι­μετωπίσει καί τούς Ἰουδαίους τῆς πόλεως, οἱ ὁποῖοι χαρακτηρίζονται «συν­α­γωγή τοῦ σατανᾶ». Εἶναι γνωστό ἀπό τό ἀρχαῖο μαρτύριο τοῦ ἁγίου Πο­λυκάρπου τό φοβερό μίσος πού ἔδειχναν οἱ ντόπιοι Ἰουδαῖοι στούς Χριστιανούς τῆς Σμύρνης καί ἡ ἀπαίσια συνδρομή τους στό μαρτύριο τοῦ ἐπισκόπου (βλ. «Τά Μαρτύρια τῶν ἀρχαίων Χριστιανῶν», ΕΠΕ, σελ. 114-116). Ὅπως ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ἔχει τή δική Του συναγωγή, τήν Ἐκκλησία, ἔτσι καί ὁ σατανᾶς, μέ τή δική του συναγωγή, πολεμᾶ μέ μανία ὅ,τι σχετίζεται μέ τή συναγωγή τοῦ Χριστοῦ: τά ἐντάλματα τοῦ Εὐαγγελίου, τή ζωή τῆς ἁγιότητος, τά ἁγιαστικά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας κ.ο.κ. Ἄς τό γνωρίζουμε καλά αὐτό, ὥστε νά μήν παραξενευόμαστε μέ τίς ἐπιθέσεις πού τυχόν θά μᾶς συμβοῦν στή ζωή μας. Εἶναι αὐτό πάγια τακτική τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως, τοῦ ἐχθροῦ τῆς Ἐκκλησίας, καί ὅσο ἡ ἱστορία βαίνει πρός τά ἔσχατα, ἡ πολεμική του θά αὐξάνεται καί ὁ θυμός του θά κρατύνεται (βλ. Ἀποκ. ιβ΄ 12).

Ἀλλά τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ γεμίζει μέ θάρρος καί ἐνίσχυση τήν ψυχή τοῦ ἁγίου Ἐπισκόπου τῆς Σμύρνης, ὥστε νά μή φοβηθεῖ τίποτε. «Μηδέν φοβοῦ ἅ μέλλεις παθεῖν» (στίχ. 10). «Μηδέν»! Καθόλου. Ὅταν ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ταυτισμένη μέ τόν Χριστό, ὅταν ὁ Χριστός εἶναι ἔνοικος τῆς καρδιᾶς, τότε καμία ἀπειλή, κανένας φόβος δέν εἶναι δυνατόν νά ταράξει τόν ἄνθρωπο. Θυμόμαστε τούς λόγους τοῦ Κυρίου πρός τούς μαθητές Του: «Μή φοβηθῆτε ἀπό τῶν ἀποκτεννόντων τό σῶμα, τήν δέ ψυχήν μή δυναμένων ἀποκτεῖναι» (Ματθ. ι΄ 28· βλ. καί 29-31). Ἐξάλλου ὅλα εἶναι ἐλεγχόμενα ἀπό τόν Θεό μέχρι τριχός, πρός τό αἰώνιο συμφέρον τοῦ ἀνθρώπου, καί τίποτε δέν μπορεῖ νά κάνει ὁ διάβολος καί τά ὄργανά του, οἱ διῶκτες, χωρίς τήν ἄδειά Του. Αὐτή τήν ἔννοια ἔχουν καί τά παρακάτω λόγια: «καί ἕξετε θλῖψιν ἡμέρας δέκα». Ἡ δοκιμασία δηλαδή, ἡ θλίψη καί ὁ διωγμός τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπολύτως ἐλεγχόμενα ἀπό Ἐκεῖνον καί ὡς πρός τή χρονική διάρκειά τους, ἡ ὁποία μάλιστα δέν θά εἶναι καί μεγάλη, ὥστε νά μποροῦν νά ἀντέξουν. Σύντομα θά ἐπέλθει ἡ ἀπολύτρωσή τους (βλ. καί Ματθ. κδ΄ 22). Τέλεια ἐμπιστοσύνη λοιπόν στήν πανάγαθη Πρόνοια τοῦ ἁγίου Θεοῦ.

2. Ἐρχόμαστε τώρα νά δοῦμε τήν προτροπή τοῦ Κυρίου πρός τόν Ἐπίσκοπο τῆς Σμύρνης, πού ἀποτελεῖ καί τό ἁγιογραφικό μας Σύνθημα: «Γίνου πιστός ἄχρι θανάτου». Ὁ Κύριος ζητεῖ πιστότητα «ἄχρι θανάτου». Πῶς κατανοεῖτε τή φράση «ἄχρι θανάτου»; (Ἄς ποῦν τά μέλη τίς σκέψεις τους). Μποροῦμε νά τῆς δώσουμε δύο σημασίες: i) χρονική καί ii) ἀξιολογική. Ἄς τίς δοῦμε ἐπιμέρους:

i) Χρονική σημασία. Σύμφωνα μέ αὐτήν, ὁ πιστός καλεῖται νά κρατᾶ τήν πίστη του μέσα στίς διάφορες ἀντιξοότητες, θλίψεις καί δοκιμασίες, μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του. Ὁ Κύριος ἐπανειλημμένως τόνισε τήν ἀλήθεια αὐτή καί προέτρεψε τούς μαθητές Του νά ὑπομένουν τά διάφορα δεινά μέχρι τό τέλος. «Ὁ δέ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται» (Ματθ. ι΄ 22, κδ΄ 13, Μάρκ. ιγ΄ 13). Καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος σχολιάζει σχετικά: «Ἐπειδή συνηθίζουν οἱ περισσότεροι, ὅταν ἀναλαμβάνουν ἕνα ἔργο, στὴν ἀρχή νὰ εἶναι ἐνθουσιώδεις, μὲ τὴν πάροδο ὅμως τοῦ χρόνου νὰ μειώνουν τίς προσπάθειές τους, γι’ αὐτό λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅτι ῞τὸ τέλος ζητῶ ἀπὸ σᾶς῎. Διότι ποιά εἶναι ἡ ὠφέλεια ἀπό τά σπέρµατα ἐκεῖνα, πού ἀρχικά βλαστάνουν, ἀλλά μετά ἀπό λίγο χρόνο µαραίνονται; Γιά τόν λόγο αὐτό ζητᾶ ἀπ᾿ αὐτούς νά εἶναι διαρκής ἡ ὑπομονή τους» (ΕΠΕ 10, 442). Παρομοίως καί στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή τήν ἴδια ἀλήθεια ὑπογραμμίζει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ: «Ὑπομονῆς γάρ ἔχετε χρείαν, ἵνα τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ποιήσαντες κομίσησθε τήν ἐπαγγελίαν». Αὐτό ἀκολουθεῖ στή ζωή του ὁ ἀθλητής τοῦ Χριστοῦ, ὁ πιστός Χριστιανός. «Καί ἐάν ὑποστείληται, οὐκ εὐδοκεῖ ἡ ψυχή μου ἐν αὐτῷ» (Ἑβρ. ι΄ 36, 38). Ἐάν κάποια στιγμή σταματήσει τήν προσπάθεια, τόν ἀγώνα του, ὑποστείλει τή σημαία καί ὀπισθοχωρήσει, δέν εὐαρεστεῖται ἡ ψυχή μου σ᾿ αὐτόν. Πρέπει νά ἐννοήσουμε σαφῶς καί νά ἐνστερνισθοῦμε τήν ἀλήθεια ὅτι ὁ σταυρός πού θά κρατοῦμε ἀκολουθώντας τόν Κύριο στή ζωή μας θά εἶναι «καθ᾿ ἡμέραν» (Λουκ. θ΄ 23), μέχρι τέλους τῆς ζωῆς μας.

ii) Ἀξιολογική σημασία. Εἶναι αὐτή πού κυρίως δέχονται οἱ ἑρμηνευτές στό συγκεκριμένο χωρίο. Σύμφωνα μέ αὐτήν, ὁ ἀκόλουθος τοῦ Χριστοῦ ὀφείλει νά τηρήσει τήν πίστη του καί τήν πιστότητά του πρός τόν Κύριο, ἀκόμα καί ὅταν τό τίμημα εἶναι αὐτός ὁ θάνατος. Ὁ πιστός Χριστιανός εἶναι ἀποφασισμένος καί θάνατο ἀκόμα νά ὑποστεῖ, προκειμένου νά μή χωρισθεῖ ἀπό τόν Χριστό. Τό ἔσχατο δηλαδή κριτήριο, ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης μας πρός τόν Σωτήρα καί Λυτρωτή μας Κύριο εἶναι ἡ πρόθυμη ἀναδοχή τοῦ θανάτου, ὅταν αὐτός καταστεῖ ἀναπόφευκτος. Αὐτή τήν ἔννοια ἔχουν καί οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου μέ τούς ὁποίους ζητᾶ ἀποκλειστική καί ἀπόλυτη ἀφοσίωση ἀπό τούς ἀκολούθους Του: «εἴ τις ἔρχεται πρός με καί οὐ μισεῖ τόν πατέρα ἑαυτοῦ καί τήν μητέρα… ἔτι δέ καί τήν ἑαυτοῦ ψυχήν (=ζωή), οὐ δύναταί μου μαθητής εἶναι» (Λουκ. ιδ΄ 26). Ἡ λέξη «μίσος» τίθεται μέ τήν ἔννοια τῆς τελείας καταφρονήσεως χάριν τοῦ Χριστοῦ. Τό ἴδιο μέ ἄλλα λόγια ἐξέφραζε καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος πρός τούς πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐφέσου, ὅταν τούς διαβεβαίωνε ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα τόν πληροφοροῦσε ὅτι δεσμά καί θλίψεις τόν περιμένουν, ἀλλά, παρόλα αὐτά, τούς ἔλεγε, «οὐδενός λόγον ποιοῦμαι (=δέν μέ ἐνδιαφέρει καθόλου, δέν δίνω καμιά σημασία) οὐδέ ἔχω τήν ψυχήν μου τιμίαν ἐμαυτῷ» (Πράξ. κ΄ 23-24), δέν ὑπολογίζω τή ζωή μου, δέν τή θεωρῶ κάτι σπουδαῖο καί ἀνεκτίμητο, ὥστε νά μήν μπορῶ νά τή θυσιάσω γιά τόν Χριστό.

Εἶναι ἀκριβῶς αὐτό πού ἔνιωθαν μέσα τους ὅλοι οἱ μάρτυρες, γι᾿ αὐτό καί μέ χαρά ἀνεκλάλητη παρέδιδαν τά σώματά τους σέ κάθε εἴδους μαρτύριο, προκειμένου μέ τόν τρόπο αὐτό νά κερδίσουν τόν Χριστό. Αὐτό τόν δρόμο ἀκολούθησε καί ὁ ἅγιος Πολύκαρπος, ὁ παραλήπτης τῆς παρούσας ἐπιστολῆς, ὅταν τό 166 μαρτύρησε μέ τόν διά πυρός καί ξίφους θάνατο στόν διωγμό πού εἶχε κινήσει κατά τῶν Χριστιανῶν ὁ Μάρκος Αὐρήλιος.

Τόν ἴδιο ἀκριβῶς δρόμο ἀκολούθησε καί ὁ ἅγιος νέος ἱερομάρτυς καί ἐθνομάρτυς Χρυσόστομος (Καλαφάτης), ὁ τελευταῖος καί μαρτυρικός ἱεράρχης τῆς Σμύρνης, ὅταν αὐτή παραδόθηκε στή φωτιά καί τόν ὁλοθρεμό ἀπό τούς Τούρκους τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1922. Ἐπανειλημμένως τοῦ ἔγιναν προτάσεις ἀπό τούς γενικούς προξένους ξένων χωρῶν νά φύγει ἀπό τήν πόλη μέ δική τους εὐθύνη καί νά διασωθεῖ μέ κάθε ἀσφάλεια. Ἡ σταθερή του ἀπάντηση ἦταν: «Παράδοση τοῦ ἑλληνικοῦ κλήρου, ἀλλά καί ὑποχρέωση τοῦ καλοῦ ποιμένος εἶναι νά παραμείνει μέ τό ποίμνιό του». Παρέμεινε καί τελικά κατακρεουργήθηκε ἀπό τόν μανιασμένο τουρκικό ὄχλο. Ἔμεινε «πιστός ἄχρι θανάτου», καί ὁ Κύριος τοῦ χάρισε «τόν στέφανον τῆς ζωῆς».

Στήν ἐποχή μας, ἐποχή κατεξοχήν ὑλιστικῶν ἀναζητήσεων καί αἰσθησιακῶν ἀπολαύσεων, τό σῶμα καί ἡ φροντίδα του, ἡ περιποίησή του, ἔχουν καταστεῖ οἱ βασικές προτεραιότητες τοῦ ἀνθρώπου. Μέ τήν ἀντίληψη ὅμως αὐτή εἶναι ἀδύνατον κανείς νά ἀπαρνηθεῖ τίς ἀνέσεις στή ζωή, πολύ δέ περισσότερο νά δεχθεῖ νά ὑποστεῖ μαρτύριο καί νά θυσιάσει καί αὐτή τή ζωή του, πράγμα πού ἐνδεχομένως θά χρειασθεῖ, καθώς ὅλο καί περισσότερο πλησιάζουμε στήν ἐποχή τοῦ ἀντιχρίστου, καί ὁ διωγμός κατά τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ἀρχίσει ἤδη ὑπογείως νά ὑφίσταται. Ἄς μή μᾶς διαφεύγουν ἀπό τόν νοῦ ποτέ τά λόγια τοῦ πατρο-Κοσμᾶ Αἰτωλοῦ: «Τό κορμί σας ἄς τό καύσουν, ἄς τό τηγανίσουν, τά πράγματά σας ἄς σᾶς τά πάρουν, μή σᾶς μέλει, δῶστε τα, δέν εἶναι ἐδικά σας. Ψυχή καί Χριστός σᾶς χρειάζεται. Ἐτοῦτα τά δύο, ὅλος ὁ κόσμος νά πέσῃ, δέν ἠμπορεῖ νά σᾶς τά πάρῃ, ἔξω ἄν τύχῃ καί τά δώσετε μέ τό θέλημά σας. Αὐτά τά δύο νά φυλάγετε, νά μήν τύχῃ καί τά χάσετε».

3. Ἡ ἀνταπόδοση τοῦ Κυρίου, τό ἔπαθλο μέ τό ὁποῖο βραβεύει ὅσους γίνουν «πιστοί ἄχρι θανάτου», εἶναι «ὁ στέφανος τῆς ζωῆς», τῆς αἰωνίου ζωῆς. Εἶναι ἀδύνατον νά περιγραφεῖ μέ ἀνθρώπινα λόγια ἡ δόξα αὐτοῦ τοῦ στεφάνου. Στήν Ἁγία Γραφή συνήθως ἡ ἔκφραση αὐτή συνοδεύεται ἀπό κάποιο ἐπίθετο πού ὑποδηλώνει τή θεϊκή δόξα: «ὁ ἀμαράντινος τῆς δόξης στέφανος» (Α΄ Πέτρ. ε΄ 4), ὁ «ἄφθαρτος στέφανος» (Α΄ Κορ. θ΄ 25), «ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος» (Β΄ Τιμ. δ΄ 8). Στήν Ἀποκάλυψη, ἀπ᾿ ὅπου καί οἱ στίχοι πού μελετοῦμε, φανερώνεται ὡς ὀπτασία στόν εὐαγγελιστή Ἰωάννη ὁ ὑπέρλαμπρος θρόνος τοῦ Θεοῦ (Ἀποκ. δ΄ 1-7). Γύρω ἀπό τόν θρόνο αὐτό ὑπάρχουν ἄλλοι εἴκοσι τέσσερις ἔνδοξοι θρόνοι, στούς ὁποίους κάθονται ἰσάριθμοι πρεσβύτεροι, οἱ ὁποῖοι ἀντιπροσωπεύουν τή θριαμβεύουσα Ἐκκλησία. Ὅλοι τους εἶναι «περιβεβλημένοι ἐν ἱματίοις λευκοῖς», σύμβολα τῆς ἁγνότητος καί ἁγιότητός τους, «καί ἐπί τάς κεφαλάς αὐτῶν στέφανοι χρυσοῖ» (στίχ. 4), σύμβολα τῆς νίκης τους καί τοῦ ἐνδόξου θριάμβου τους. Δόξα ἀπερίγραπτη περιμένει στούς οὐρανούς, ἔκπαγλη λαμπρότης καί ὡραιότης ὅσους σ᾿ αὐτή τή ζωή μείνουν «πιστοί ἄχρι θανάτου».

ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΝΘΗΜΑ: «Γίνου πιστός ἄχρι θανάτου» (Ἀποκ. β΄ 10).