3. «Ἐπιστρέψατε πρός τόν Θεόν… δουλεύειν Θεῷ ζῶντι καί ἀληθινῷ καί ἀναμένειν τόν υἱόν αὐτοῦ ἐκ τῶν οὐρανῶν»

Μεταφορτώσεις

Θέμα για τους κυκλάρχες

 

Στήν προηγούμενη συνάντησή μας μελετήσαμε τό τμῆμα τῆς Ἐπιστολῆς πού ἀναφέρεται στό ἀξιέπαινο παράδειγμα τῶν πιστῶν τῆς Θεσσαλονίκης, οἱ ὁποῖοι μιμήθηκαν τόν ἀπόστολο Παῦλο καί κατεξοχήν τόν Κύριο Ἰησοῦ. Σήμερα θά προσέξουμε τόν ἀντίλαλο αὐτοῦ τοῦ ἐγκωμίου· τό τί ἔλεγαν γιά τούς Θεσσαλονικεῖς ὅσοι ἄκου­σαν καί γνώρισαν τά σχετικά μέ τό θαυμαστό παράδειγμά τους. Τό ἀναφέρουν ὑπέροχα οἱ τρεῖς τελευταῖοι στίχοι τοῦ πρώτου κεφαλαίου.

Μελέτη περικοπῆς: Α΄ Θεσ. α΄ 8-10.

1. Τί γράφει ὁ Ἀπόστολος στόν 8ο στίχο; Ὅτι τό παράδειγμα τῶν Θεσσαλονικέων, ὡς ἄλλο ἐφαρμοσμένο Εὐαγγέλιο, διασαλπίσθηκε ὄχι μόνο στή Μακεδονία καί τήν Ἀχαΐα ἀλλά σέ κάθε τόπο. Ἡ λέξη «ἐξήχηται» «κυρίως λέγεται ἐπί τῶν σαλπίγγων, τῶν ὀποίων ὁ ἦχος διασκορπίζεται εἰς μακροτάτας ἀποστάσεις. Μεταφορικῶς δέ ἐνταῦθα σημαίνει διετυμπανίσθη, διεσαλπίσθη» (π. Εὐσέβιος). «Καθώς ἡ σάλπιγξ ἠχεῖ λαμπρῶς καί φθάνει εἰς πολύ διάστημα τόπου ὁ ἦχος της, ἔτσι καί ἀπό ἐσᾶς τούς Θεσσαλονικεῖς ἤχησε τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ὡσάν σάλπιγξ καί ἔφθασεν ὁ ἦχος του εἰς μακρινούς τόπους» (ἅγιος Νικόδημος).

Δέν χρειαζόταν πλέον νά μιλήσει σχετικά ὁ ἀπόστολος Παῦλος σέ κανέναν τόπο. Ὅπου καί ἄν πήγαινε καί ἔλεγε κάτι γιά τούς πιστούς Θεσσαλονικεῖς, ἦταν ἤδη γνωστό τό ἀξιοθαύμαστο παράδειγμά τους. Τί σπουδαῖο πράγμα, ἀλήθεια, νά δημιουργεῖται καλή φήμη ἀπό τό παράδειγμά μας καί νά ὠφελοῦνται ἀπό αὐτό ὅσοι ἀκοῦν γιά τή ζωή μας! Μήπως ὅμως αὐτό εἶναι ἀντίθετο μέ τήν ἀρετή τῆς τα­πεινοφροσύνης; Πῶς μπορεῖ νά συνδυασθεῖ ἡ ταπείνωση μέ τήν καλή φήμη; Δέν ἐπιδιώκει βέβαια ὁ πιστός νά διαφημίζεται, οὔτε θέλει νά προβάλλεται. Ζεῖ μέ ταπεινοφροσύνη καί ἁπλότητα στό περιβάλλον, ὅπου βρίσκεται καί ἐργάζεται. Ἀποφεύγει νά ἐπιδεικνύ­εται. Δέν ἐπιζητεῖ οὔτε εὐχαριστεῖται μέ τούς ἐπαίνους. Οἱ ἄνθρωποι ὅμως, μέ τούς ὁποίους συζεῖ καί συνεργάζεται, ἔχουν μάτια καί βλέπουν, καί νοῦ καί ἀντιλαμβάνονται. Διαισθάνονται ἐάν καί κατά πόσο εἶναι πράγματι πιστός αὐτός πού παρουσιάζεται ὡς πιστός. Ὅ­πως βλέπουν καί γνωρίζουν τό κακό παράδειγμα, παρόμοια γνωρίζουν καί τό καλό. Ὅπως ἐπίσης σκανδαλίζονται ἀπό τό κακό παράδειγμα ἑνός ἐκπροσώπου τῆς Πίστεως καί στρέφονται γενικά κατά τῆς Θρησκείας μας, ἔτσι ὅσοι εἶναι καλοδιάθετοι ὠφελοῦνται ἀπό τό καλό παράδειγμα τῶν πιστῶν καί στρέφονται μέ σεβασμό πρός τήν Ἐκκλησία. Θυμάστε κάποιο σχετικό λόγο τοῦ Κυρίου; «Οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη» (Ματθ. ε΄ 14). Μᾶς βλέπουν καί πληροφοροῦνται γιά τή ζωή μας, εἴτε τό θέλουμε εἴτε ὄχι, καί ἔχει σπουδαία σημασία ἡ λεγόμενη «ἔξωθεν καλή μαρτυρία». Γίνεται ἀφορμή δοξολογίας ἤ βλασφημίας τοῦ ἁγίου Ὀνόματος τοῦ Θεοῦ (βλ. Ρωμ. β΄ 24, Γαλ. α΄ 18-24, Α΄ Πέτρ. β΄ 12).

Μήπως δέν διαδιδόταν σέ ὅλη τή Χριστιανοσύνη τόν τελευταῖο καιρό καί ἡ φήμη χαρισματικῶν Γερόντων, ὅπως τοῦ π. Φιλοθέου Ζερβάκου, τοῦ π. Εύσεβίου Ματθοπούλου, τοῦ ἁγίου Ἀμφιλοχίου Πάτμου, τοῦ ἁγ. Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, τοῦ ἁγ. Ἐφραίμ Κατουνακιώτου, τοῦ ἁγ. Ἰακώβου Τσαλίκη, τοῦ ἁγ. Πορφυρίου καί ἄλλων, χωρίς νά τό ἐπι­διώκουν οἱ ἴδιοι; Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητας διαδίδεται, ὅπως διαδίδεται καί ἡ φήμη ἑνός καλοῦ γιατροῦ, μηχανικοῦ κ.λπ. Τό ζητούμενο εἶναι ἡ φήμη τῆς ζωῆς μας νά εἶναι ἁγία καί θεάρεστη, ὥστε νά γίνεται ἀφορμή νά ὠφελοῦνται οἱ ἄνθρωποι καί νά δοξάζεται ὁ Θεός. Χρειάζεται γι᾿ αὐτό μεγάλη προσοχή στή ζωή μας.

2. Ἄς ἔλθουμε καί στόν ἑπόμενο στίχο. Τί λέει ἡ Ἑρμηνεία; Οἱ κάτοικοι ἄλλων περιοχῶν «διηγοῦνται γιά μᾶς μέσα ἀπό ποιές ἐπικίνδυνες περιστάσεις ἤλθαμε σέ σᾶς, καί πῶς ἐσεῖς, παρά τούς κινδύνους καί τίς ἀπειλές ἐκεῖνες, μέ ὅλη σας τήν καρδιά φύγατε ἀπό τά εἴδωλα καί ἐπιστρέψατε στόν ἀληθινό Θεό, γιά νά δουλεύετε ὄχι σέ ἄψυχα εἴδωλα, ἀλλά σέ Θεό ζωντανό καί ἀληθινό.

Ἄς προσέξουμε περισσότερο αὐτό πού λέει γιά τούς Θεσσα­λο­νικεῖς, ὅτι, ὅταν πίστεψαν στό Εὐαγγέλιο, ἐγκατέλειψαν τά εἴδωλα καί στράφηκαν καί ἔγιναν δοῦλοι τοῦ ἀληθινοῦ καί ζωντανοῦ Θεοῦ. «Τούς ἐνθυμίζει μέ εὔμορφον μέθοδον, ἀπό ποίαν πλάνην καί ἀσέβειαν τῶν ψευδῶν καί νεκρῶν εἰδώλων ἦλθον εἰς τήν εὐσέ­βειαν, καί τήν ὀρθήν γνῶσιν τοῦ ἀληθινοῦ καί ζῶντος Θεοῦ, καί ἀκολούθως τούς συμβουλεύει νά ζῶσι κατά τήν εὐσέβειαν ταύτην καί γνῶσιν Θεοῦ» (ἅγιος Νικόδημος). Γιατί ἄραγε χρησιμοποιεῖ τίς λέξεις «ζῶντι καί ἀληθινῷ» γιά τόν Θεό; Ὡραῖα ἀπαντᾶ ὁ ἀρχαῖος Ἑρμηνευτής Θεοδώρητος: «Ζῶντα μέν αὐτόν ὠνόμασεν ὡς ἐκείνων (τῶν εἰδώλων) οὐ ζώντων, ἀληθινόν δέ ὡς ἐκείνων ψευδῶς θεῶν καλουμένων» (Ὑπόμν. Π. Ν. Τρεμπέλα). Σάν νά τούς ἔλεγε: Πιστεύετε πλέον «εἰς Θεόν ἀληθινόν, εἰς Θεόν ὅστις ζῇ καί ὑπάρχει καί ὅστις εἶνε τό ὄντως Ὄν, διότι ἀπό Αὐτόν ἔχουσι τήν ὕπαρξιν καί ὅλα τά ἄλλα ὄντα» (π. Εὐσέβιος).

Εἶναι χαρακτηριστικό ὅμως ὅτι δέν χρησιμοποιεῖ τή λέξη «πι­στεύειν» ἀλλά «δουλεύειν», γιά νά χαρακτηρίσει τή στροφή καί ἀφο­σίωση τῶν Θεσσαλονικέων στόν ζῶντα καί ἀληθινό Θεό. Τί μᾶς λέει αὐτή ἡ λέξη; Πῶς κατανοεῖτε αὐτή τή δουλεία; Μοιάζει μέ τή δουλεία τῆς ἁμαρτίας; Ὄχι! Εἶναι «ζυγός χρηστός», «μαλακός δηλαδή καί ὠφέλιμος, εἰς αὐτόν πού τόν φέρει», ὅπως ἑρμηνεύει τόν σχετικό λόγο τοῦ Κυρίου ὁ ἀείμνηστος Π. Ν. Τρεμπέλας (Ματθ. ια΄ 29-30). Εἶναι δουλεία πού ἐλευθερώνει! Παράδοξος ὁ λόγος. Ὑπάρχει δουλεία πού χαρίζει ἐλευθερία; Βεβαίως. Ἡ ὑποταγή στίς ἐντολές τοῦ Κυρίου διά τῆς Ἐκκλησίας Του μᾶς λυτρώνει ἀπό τά πάθη. Ἀντίθετα ἡ δουλεία τῆς ἁμαρτίας εἶναι ταλαιπωρία, μοιάζει μέ ἀσφυκτικό κλοιό. Εἶναι ἔκδηλο αὐτό στή ζωή καί ὅσων συγχρόνων μας δουλεύουν στά σύγχρονα εἴδωλα; Ὑπάρχουν τέτοια; Βεβαίως. Τό χρῆμα (Χρηματιστήριο), τό κόμμα, ἡ σαρκικότητα κ.λπ.

Ἀξίζει νά σημειωθεῖ καί τό ἑξῆς: Ὅπως φαίνεται ἀπό τά Λεξικά, ἡ λέξη «δουλεύω» σχετίζεται μέ τήν λέξη «λατρεύω». «Λατρεύω» σημαίνει «εἶμαι δοῦλος μισθωτός, δουλεύω ἐπί μισθῷ». Ἀνάλογα λοιπόν μέ ἐκεῖνο τό ὁποῖο λατρεύει κανείς, ἀμείβεται. Ἐάν λατρεύει τόν Θεό τῆς ἀγάπης, ἀπό τόν Ὁποῖο πηγάζει «πᾶσα δόσις ἀγαθή καί πᾶν δώρημα τέλειον» (Ἰακ. α΄ 17), ἀμείβεται μέ τήν ἀνέκφραστη χαρά, μέ τήν ἀνώτερη ἀπό κάθε ἀγαθό εἰρήνη. Ἐάν λατρεύει τά εἴδωλα (καί τά σύγχρονα), ὡς ἄλλη ἀμοιβή τόν ἀναμένουν συνήθως «θλῖψις καί στενοχωρία» (Ρωμ. β΄ 9-10).

3. Καιρός ὅμως νά προσέξουμε καί τόν τελευταῖο στίχο. Ἐδῶ προβάλλει ὁ Ἀπόστολος δύο δόγματα τῆς Πίστεώς μας, δύο δογματι­κές διδασκαλίες, τίς ὁποῖες εἶχαν διαρκῶς ἐνώπιόν τους οἱ Θεσσαλονικεῖς. Ποιές εἶναι αὐτές; Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καί ἡ Δευτέρα ἔνδοξη Παρουσία Του. Πιστεύσατε στόν ἀληθινό καί ζῶντα Θεό, τούς λέει, καί «περιμένετε τόν Υἱό του ἀπό τούς οὐρανούς, τόν ὁποῖο ἀνέστησεν ἐκ τῶν νεκρῶν, δηλαδή τόν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος μᾶς γλυτώνει ἀπό τήν ὀργήν, πού πρόκειται νά ἔλθῃ κατά τήν ἐσχάτην Κρίσιν». Τό ἕνα δόγμα ἀναφέρεται σέ γεγονός πού συνέβη ἤδη («ἤγειρεν»)· τό ἄλλο ἀναφέρεται σέ γεγονός ἀναμενόμενο: «ἀναμένειν τόν υἱόν αὐτοῦ ἐκ τῶν νεκρῶν».

Ἀνάσταση – Κρίση. Δύο βασικά δόγματα, πού περιλαμβάνονται καί στό «Σύμβολο τῆς Πίστεως»: «Καί ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ κατά τάς Γραφάς, καί πάλιν ἐρχόμενον μετά δόξης κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς». Τά συνδέει τά δύο δόγματα καί θέτει «ὁμοῦ πάντα, καί τήν ἀνάστασιν, καί τήν ἀνάληψιν καί τήν δευτέραν Παρουσίαν, τήν κρίσιν, τήν τῶν δικαίων ἀνταπόδοσιν, τήν τῶν πονηρῶν τιμωρίαν» (Ἰω. Χρυσόστομος, ΕΠΕ 22, 378). Γιατί; Διότι θέλει νά ἐνισχύσει καί παρηγορήσει τούς Θεσσαλονικεῖς, γιά νά μή λυγίζουν στίς θλίψεις καί τίς δυσκολίες πού ἀντιμετώπιζαν. «Τοῦτο καί παραμυθία, καί παράκλησις καί προτροπή» (Ἰω. Χρυσόστομος, ὅ.π.). «Παρηγορία δέ μεγαλοτάτη εἶναι αὕτη εἰς τούς θλιβομένους, ὅτι ἐκεῖνος ὁποῦ ἔπαθεν, ἀνέστη καί εὑρίσκεται τώρα εἰς τόν οὐρανόν, αὐτός θέλει ἔλθῃ εἰς τήν δευτέραν Παρουσίαν καί… θέλει ἐλευθερώσῃ ἀπό τήν μέλλουσαν κόλασιν» (ἅγιος Νικόδημος).

Εἶναι ἄραγε ἐνισχυτική γιά τόν ἀγώνα μας ἡ ἀλήθεια, πού σχετίζεται καί μέ τά δύο αὐτά δόγματα; Καί πολύ μάλιστα! Ὅταν πιστεύω ὅτι ὁ Κύριος, τόν Ὁποῖο λατρεύω, εἶναι ὁ Νικητής τοῦ θανάτου ἀλλά καί ὁ μελλοντικός Κριτής ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ζῶ ἀνάλογα. Αἰσθάνομαι ζῶντα πλησίον μου τόν Ἀναστάντα. Ἐνδυναμώνομαι ἀπό τή Χάρι Του, τήν ὁποία βρίσκω πλούσια στήν Ἐκκλησία Του, καί προχωρῶ «ἐπί τό βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως», ὅπως ἔλεγε πάλι ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Φιλιπ. γ΄ 14).

Ἡ προσδοκία τῆς Κρίσεως μᾶς βοηθάει πολύ στήν ἀποφυγή τῆς ἁμαρτίας. Γι᾿ αὐτό συχνά μᾶς τήν ὑπενθυμίζει ἡ Ἐκκλησία στή Λατρεία. Θυμάστε κάποιο παράδειγμα; «Χριστιανά τά τέλη τῆς ζωῆς ἡμῶν… καί καλήν ἀπολογίαν τήν ἐπί τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ… αἰτησώμεθα». Ὁ δέ Μέγας Βασίλειος ἔλεγε: «Ὁ ἐκείνην τήν ἡμέραν καί τήν ὥραν πρό ὀφθαλμῶν τιθέμενος, καί ἀεί μελετῶν τήν ἐπί τοῦ ἀπαραλογίστου κριτηρίου ἀπολογίαν, ὁ τοιοῦτος ἤ οὐδέν παντελῶς ἤ ἐλάχιστα ἁμαρτήσεται» (PG 32, 625).

ΣΥΝΘΗΜΑ: «Ἐπιστρέψατε πρός τόν Θεόν… δουλεύειν Θεῷ ζῶντι καί ἀληθινῷ καί ἀναμένειν τόν υἱόν αὐτοῦ ἐκ τῶν οὐρανῶν» (Α΄ Θεσ. α΄ 9-10).