2. «Μιμηταί ἡμῶν ἐγενήθητε καί τοῦ Κυρίου»

Μεταφορτώσεις

Θέμα για τους κυκλάρχες

 

Ἡ Α΄ πρός Θεσσαλονικεῖς Ἐπιστολή, τήν ὁποία συμμελετοῦμε φέτος, περιέχει πολλά μηνύματα, τά ὁποῖα μᾶς εἶναι ἀπαραίτητα γιά τήν ἀνάπτυξη καί καλλιέργεια τῆς γνώσεως τῆς πίστεώς μας, ἀλλά καί γιά τήν πρόοδο στήν κατά Χριστόν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ζωή μας. Κάναμε ἤδη τήν ἀρχή στήν προηγούμενη συνάντησή μας. Σήμερα θά συμμελετήσουμε δύο ἀκόμη στίχους τοῦ ἴδιου κεφαλαίου.

Μελέτη περικοπῆς: Α΄ Θεσ. α΄6-7.

1. Ἀρχίζει ὁ Ἀπόστολος, ὡς ἄριστος παιδαγωγός, μέ ἕνα ἐγ­κώμιο τῶν πιστῶν Θεσσαλονικέων, γιά νά τούς ἐνισχύσει, ὥστε νά συνεχίσουν τόν ἀγώνα τους μέσα στίς θλίψεις, τίς ὁποῖες ἀντι­­με­τώπιζαν γιά τήν πίστη τους στόν Ἰησοῦ Χριστό. Ποιό τό ἐγκώμιο; «μιμηταί ἡμῶν ἐγενήθητε καί τοῦ Κυρίου, δεξάμενοι τόν λόγον ἐν θλίψει πολλῇ μετά χαρᾶς Πνεύματος Ἁγίου». «Ἐγίνατε μιμηταί ἡμῶν καί τοῦ Κυρίου δεχθέντες τόν λόγον τοῦ Εὐαγγελίου καί πιστεύσαντες εἰς αὐτόν ἐν μέσῳ πολλῆς θλίψεως ἕνεκα τῶν πολεμούντων ὑμᾶς διά τήν ἀλήθειαν, ἀλλά συγχρόνως καί μετά χαρᾶς πνευματικῆς, τήν ὁποίαν τό Πνεῦμα τό Ἅγιον φέρει εἰς τούς διά τήν ἀλήθειαν θλιβομένους» (π. Εὐσέβιος).

Μιμήθηκαν δηλαδή ὄχι μόνο τόν Ἀπόστολο, ἀλλά καί τόν Κύ­ριο. Σέ τί τούς μιμήθηκαν; Στό νά δεχθοῦν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ μέ θλίψεις καί νά χαίρονται γι᾿ αὐτές. Ὁ Ἀπόστολος κήρυξε στή Θεσ­σαλονίκη μέ δυσκολίες καί κατέφυγε κρυφά στή Βέροια (βλ. Πράξ. ιζ΄ 1-10). Αὐτό βεβαίως δέν μείωσε τόν ἐνθουσιασμό του. Συνέχισε τό ἔργο του στή Βέροια μέ χαρά, ὅταν ἔπασχε γιά τόν Χριστό. «Χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου», ἔγραφε μέσα ἀπό τή φυλακή τῆς Ρώμης (Κολασ. α΄ 24). Τήν ἴδια χαρά αἰσθάνονταν καί οἱ ἄλλοι ἅγιοι Ἀπόστολοι. Τό θεωροῦσαν τιμή τους καί χαρά τους νά πάθουν κάτι χάριν τῆς πίστεως στόν Κύριο. Θυμάστε πῶς τό λέει αὐτό τό Βιβλίο τῶν «Πράξεων τῶν Ἀποστόλων»; Ὅταν οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων τούς ἔδειραν καί τούς ἀπαγόρευσαν νά μιλοῦν γιά τόν Χριστό, ἐκεῖνοι ὄχι μόνο δέν λυπήθηκαν καί δέν ἀπέκαναν, ἀλλά «ἐπορεύοντο χαίροντες ἀπό προσώπου τοῦ συνεδρίου, ὅτι ὑπέρ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ κατηξιώθησαν ἀτιμασθῆναι· πᾶσαν τε ἡμέραν ἐν τῷ ἱερῷ καί κατ᾿ οἶκον οὐκ ἐπαύοντο διδάσκοντες καί εὐαγγελιζόμενοι Ἰησοῦν τόν Χριστόν» (Πράξ. ε΄ 25-42).

Μιμοῦνταν σέ αὐτό οἱ Ἀπόστολοι καί τόν Κύριο, ὁ Ὁποῖος κήρυττε καί ζοῦσε διαρκῶς μέσα σέ δυσκολίες, ἀντιδράσεις, ὕβρεις καί συκοφαντίες ἐκ μέρους τῶν ἀρχόντων τῶν Ἰουδαίων, καί ὁδηγήθηκε τελικά καί στό μαρτύριο τοῦ Γολγοθᾶ σάν κακοῦργος, ὁ Ἀναμάρτητος καί ὁ Εὐεργέτης τους. Δέν ἐπηρεαζόταν ὅμως καθόλου ἀπό τήν ἐχθρική στάση τους.

Καί οἱ Θεσσαλονικεῖς λοιπόν, ἐνῶ ἔβλεπαν τόν Ἀπόστολο καί διδάσκαλό τους νά καταδιώκεται, ἐνῶ ἄκουσαν ὅτι καί ὁ Ἀρχηγός τῆς Πίστεως ὑπέμεινε σταυρικό θάνατο, ὄχι μόνο πίστεψαν μέ τήν ψυχή τους σέ μία διδασκαλία, ἡ ὁποία τούς δίδασκε ὅτι θά ἀντιμετώπιζαν καί αὐτοί θλίψεις γιά τήν πίστη τους, ἀλλά καί χαίρονταν μέσα στίς θλίψεις, πού δοκίμαζαν ἀμέσως μετά τή Βάπτισή τους στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Δέν φάνηκαν κατώτεροι, «δέν ἔμειναν κατόπιν ἀπό τόν Παῦλον κατά τούς κινδύνους, ἀλλ᾿ ἐμιμήθησαν αὐτόν… (καί ἔγιναν) μιμηταί… καί αὐτοῦ ἀκόμη τοῦ Κυρίου!» (ἅγιος Νικόδημος). Γι᾿ αὐτό τόν λόγο ἐγκωμιάζονται ἐδῶ.

2. Δοκίμαζαν λοιπόν χαρά μέσα στίς θλίψεις τους. Οἱ ἄνθρωποι συνήθως χαιρόμαστε, ὅταν ἔχουμε ἐπιτυχίες καί δοξαζόμαστε καί εὐημεροῦμε. Πῶς ἀντιλαμβάνεστε αὐτή τή χαρά; Τί εἴδους χα­ρά εἶναι αὐτή; Τί λέει ὁ 6ος στίχος; Εἶναι χαρά «Πνεύματος Ἁ­γίου». Εἶναι ἡ χαρά τήν «ὁποίαν παράγει τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖον, ὅταν οἱ θλίψεις μας πλεονάζωσι, πληθύνει καί τάς παρηγορίας μας, ὥστε καί αὗται ἐν πλεονασμῷ νά πλημμυροῦν τάς καρδίας μας» (Π. Ν. Τρεμπέλας). Εἶναι ἡ χαρά, τήν ὁποία δοκίμαζαν οἱ ἅγιοι Μάρτυρες μέσα στά φρικτά βασανιστήρια, τά ὁποῖα ὑπέμεναν γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό προγευόμενοι τή γλυκύτητα τοῦ Παραδείσου. Τά γεγονότα πού ζοῦσαν ἦταν βεβαίως λυπηρά καί θλιβερά. Τό σῶμα τους ὑπέφερε. Εἶχαν «θλῖψιν ἐν τοῖς σωματικοῖς», σημειώνει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ἀλλά «χαράν ἐν τοῖς πνευματικοῖς». Εἶναι δυνατόν, συνεχίζει ὁ ἱερός Πατήρ, νά πονᾶς σωματικά, καί ὅμως νά χαίρεσαι, νά εὐφραίνεσαι, ὅταν ὁ πόνος προέρχεται ἀπό τήν πίστη στόν Χριστό. «Ἔνεστι (=εἶναι δυνατόν)… καί μαστιζομένων ἥδεσθαι (=νά εὐφραίνεται κανείς ὅταν μαστιγώνεται), ὅταν διά τόν Χριστόν τις πάσχῃ. Τοιαύτη γάρ ἡ τοῦ Πνεύματος χαρά· ἀντί τῶν δοκούντων ἀνιαρῶν (=γιά ἐκεῖνα πού φαίνονται δυσάρεστα), ἐξάγει τήν ἡδονήν… Ὥσπερ ἐν πυρί ἐδροσίζοντο οἱ παῖδες οἱ τρεῖς, οὕτω καί ἡμεῖς ἐν ταῖς θλίψεσιν. Ἀλλ᾿ ὥσπερ ἐκεῖ οὐ τῆς τοῦ πυρός φύσεως τό δροσίζειν, ἀλλά τοῦ Πνεύματος τοῦ διασυρίζοντος, οὕτω καί ἐνταῦθα· οὐ γάρ τῆς φύσεως τῆς θλίψεως τό τήν χαράν τίκτειν, ἀλλά τοῦ Πνεύματος» (ΕΠΕ 22, 362).

Τί σημαίνουν αὐτά; Ὅτι ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἀντιμετωπίζουμε τίς θλίψεις μας γιά τήν ἰδιότητά μας ὡς πιστῶν Χριστιανῶν, ἀλλά καί γενικότερα τίς θλίψεις μας στή ζωή, φανερώνει ἐάν καί κατά πόσο εἴμαστε ἀληθινοί πιστοί καί ὄντως πνευματικοί ἄνθρωποι, πού ἐμπνέονται καί καθοδηγοῦνται ἀπό τό Πανάγιο Πνεῦμα. Ἐάν γογγύζουμε, ἐάν δυσαρεστούμαστε, ἐάν δέν μᾶς εὐχαριστεῖ νά ὑβριζόμαστε ἤ καί νά διωκόμαστε γιά τόν Χριστό, αὐτό εἶναι δεῖγμα ὅτι δέν μᾶς ἔχει διαποτίσει καί δέν μᾶς ἔχει ἀναγεννήσει ἀκόμη ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ποιούς μακαρίζει ὁ Κύριος; Ἐκείνους πού τιμοῦνται ἀπό ὅλους, πού τά ἔχουν ὅλα εὔκολα καί ζοῦν ἄνετη ζωή ἤ τούς «δεδιωγμένους» καί «ὠνειδισμένους» γιά τό Ὄνομά Του καί γενικά ὅσους ἀντιμετωπίζουν μέ καρτερία τίς δυσκολίες τῆς ζωῆς; Ἄλλη εἶναι ἡ λογική τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσμου καί ἄλλη ἡ λογική τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀνθρώπων Του (βλ. Ματθ. ε΄ 10-11, Λουκ. ς΄ 20-23, Φιλιπ. α΄ 29).

3. Ἄς ἔλθουμε καί στόν ἑπόμενο στίχο. Τί λέει σ᾿ αὐτόν ὁ Ἅγιος; Ὅτι μέ τήν πίστη καί ζωή τους οἱ Θεσσαλονικεῖς ἔγιναν τύπος καί παράδειγμα γιά ὅλους τούς πιστούς τῆς Μακεδονίας ἀλλά καί τῆς Ἀχαΐας. Ἡ Μακεδονία, τήν ὁποία ὀρέγονται οἱ πλαστογράφοι τῆς Ἱστορίας Σκοπιανοί, τῶν ὁποίων οἱ πρόγονοι Βούλγαροι – Σλάβοι ἐμφανίσθηκαν στό προσκήνιο τῆς Ἱστορίας τόν 6ο μ.Χ. αἰώνα, εἶναι τό πρῶτο τμῆμα τῆς Εὐρώπης πού ἔγινε χριστιανικό. Ὁ δέ ἀπόστολος Παῦλος δέν μίλησε στούς Μακεδόνες τῶν Φιλίππων, τῆς Θεσσαλονίκης, τῆς Βέροιας κ.λπ. στή λεγόμενη «μακεδονική γλώσσα», τήν ὁποία ἐπινόησαν μόλις τό 1950 οἱ Σκοπιανοί, ἀλλά στήν Ἑλληνική. Στήν Ἑλληνική ἐπίσης γράφηκε πρωτοτύπως καί ἡ Ἐπιστολή πού μελετοῦμε.

Ἐκτός ἀπό τούς Μακεδόνες, εἶχαν τούς Θεσσαλονικεῖς ὡς πρότυπά τους καί οἱ Χριστιανοί τῆς Ἀχαΐας. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης σημειώνει ὅτι, ὅταν λέει «Ἀχαΐα», ἐννοεῖ «τόν Μορέαν» (τόν Μωριά). «Ἀχαΐα ἐν στενωτέρᾳ ἐννοίᾳ ἐλέγετο ἡ Πελοπόννησος ὁλόκληρος, μέ πρωτεύουσαν τήν Κόρινθον. Ἀπό τοῦ 146 πρό Χριστοῦ Ἀχαΐα ἐκαλεῖτο ἡ Ρωμαϊκή ἐπαρχία, ἥτις περιελάμβανε τήν Πελοπόννησον καί μέρος τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδος μετά τῶν νήσων» (π. Εὐσέβιος). Ὡς πρός τή σχέση Ἀχαΐας καί Μακεδονίας, ἡ ἱστορία ἀναφέρει ὅτι οἱ πρῶτοι βασιλεῖς τῆς Μακεδονίας ἦταν Πελοποννήσιοι, προέρχονταν ἀπό τό Ἄργος. Μέ τίς λέξεις ἑπομένως Μακεδονία – Ἀχαΐα ἐννοεῖ ὅλη περίπου τήν Ἑλλάδα. Σέ ὅλη λοιπόν τήν Ἑλλάδα ὑπόδειγμα οἱ πιστοί τῆς Θεσσαλονίκης! Ὑπόδειγμα πίστεως, καρτερίας, καί ἐνάρετης ζωῆς. Εἶχε διαδοθεῖ παντοῦ ἡ φήμη τῆς ζωῆς τους καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἀντιμετώπιζαν τούς διωγμούς γιά χάρη τῆς Πίστεως, ὅπως ἀναφέρει ὁ 8ος στίχος. Τόν στίχο αὐτό ὅμως θά τόν μελετήσουμε, σύν Θεῷ, στήν ἑπόμενη συνάντησή μας.

Σήμερα ἄς προσέξουμε κάπως περισσότερο τίς λέξεις τοῦ 7ου στίχου: «ὥστε γενέσθαι ὑμᾶς τύπους πᾶσι τοῖς πιστεύουσι». Ὁ λό­γος αὐτός ἄραγε ἀναφέρεται μόνο στούς κληρικούς, τούς ὑπεύθυνους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Θεσσαλονίκης; Ὄχι βέβαια! Γιά ὅλους ὁμιλεῖ ὁ Ἀπόστολος. Τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι ὅλοι μας, ἐφόσον εἴμαστε πιστοί Χριστιανοί, μποροῦμε ἀλλά καί πρέπει νά γίνουμε καί νά εἴμα­στε παράδειγμα στούς συνανθρώπους μας. Παράδειγμα πί­στε­ως, ἐλπίδας, ἀγάπης, ὑπομονῆς, χαρᾶς πνευματικῆς κ.λπ. Εἶναι εὔκολο αὐτό; Ὄχι! Ἀπαιτεῖ ἀγώνα, γι᾿ αὐτό καί ἔχει μεγάλη ἀξία.

Ποιά εἶναι ἡ σημασία τοῦ καλοῦ παραδείγματος; Φανερώνει ὅτι δέν εἶναι ἀνεφάρμοστος ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἐνισχύει ὅσους ἀγωνίζονται τόν καλό ἀγώνα καί παρακινεῖ καί ἄλλους ἀνθρώπους νά μιμηθοῦν τούς πιστούς, γιά νά γίνουν καί αὐτοί, ὅπως οἱ πιστοί, ἤρεμοι, εἰρηνικοί, χαρούμενοι, γενναῖοι στίς δυσκολίες καί θλίψεις κ.λπ. Ἡ κοινωνία μας χρειάζεται πρότυπα. Πιστούς, πού κάνουν πράξη καί ζωή τά θεῖα λόγια τοῦ Κυρίου μας γιά τή δόξα Του (βλ. Ματθ. ε΄ 16).

ΣΥΝΘΗΜΑ: «Μιμηταί ἡμῶν ἐγενήθητε καί τοῦ Κυρίου» (Α΄ Θεσ. α΄ 6).