4. «οὐχ ὡς ἀνθρώποις ἀρέσκοντες, ἀλλά τῷ Θεῷ τῷ δοκιμάζοντι τάς καρδίας ἡμῶν»

Μεταφορτώσεις

Θέμα για τους κυκλάρχες

 

Ἄς δοξάσουμε τόν Κύριο, διότι ὁδήγησε καί πάλι τά βήματά μας στόν Κύκλο μας, γιά νά ἐμβαθύνουμε στόν λόγο Του τόν ἅγιο. Θά μᾶς δοθοῦν, σύν Θεῷ, φέτος πολλές ἀφορμές, γιά νά θαυμάσουμε τόν μέγα Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν, ὁ ὁποῖος βάδιζε στά ἴχνη τοῦ Κυρίου ὡς μιμητής Ἐκείνου, καί νά λάβουμε παρακίνηση πρός μίμησή του. Αὐτό ἀκριβῶς προέχει στήν περικοπή τῆς σημερινῆς συμμελέτης μας, ὅπου γίνεται λόγος γιά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐργαζόταν τό μέγα καί ἱερό ἔργο του ὁ Ἀπόστολος.

Μελέτη περικοπῆς: Α΄ Θεσ. β΄1-6.

1. Εἶχε μιλήσει προηγουμένως, ὅπως εἴδαμε στό Α΄ κεφάλαιο, ὁ θεῖος Ἀπόστολος, γιά τήν ἀρετή τῶν Θεσσαλονικέων, τῶν ὁποίων τό παράδειγμα εἶχε γίνει γνωστό σέ ὅλη τήν Ἑλλάδα. Γνωρίζετε λοιπόν οἱ ἴδιοι, τούς λέει, ὅτι ἡ εἴσοδος, ἡ ἐπίσκεψή μας στήν πόλη σας «οὐ κενή γέγονεν».

Τί σημαίνει ὁ λόγος αὐτός; Ὅτι «ὁ ἐρχομός ἡμῶν ὁ πρός ὑμᾶς δέν ὑπῆρξε μάταιος καί ἀνωφελής· σεῖς οἱ ἴδιοι ἔχετε γνῶσιν τοῦ ἀποτελέσματος καί τῶν καρπῶν, τούς ὁποίους ἔφερεν ὁ πρός ὑμᾶς ἐρχομός μας» (π. Εὐσέβιος). Ἡ πίστη, ἡ ἀρετή καί ἡ σταθερότητα τῶν Θεσσαλονικέων στή ζωή τῆς εὐσέβειας, παρά τίς ἀντιδράσεις ἀπό τούς Ἰουδαίους καί εἰδωλολάτρες συμπολίτες τους, ἦταν οἱ καρποί τοῦ κηρύγματος τοῦ ἀποστόλου Παύλου στήν πόλη τους.

Ὑπῆρχε ἄραγε πιθανότητα νά ἦταν «κενή» ἡ ἔλευσή του στή Θεσ­σαλονίκη; Ναί, ἐάν δέν πίστευαν οἱ ἀκροατές του, ἐάν δέν ἔδειχναν τόν ζῆλο πού ἔδειξαν, ἐάν δέν ἔμεναν σταθεροί, ὅταν ἐπιτέθηκαν μέ κάθε τρόπο ἐναντίον τους οἱ ἐχθροί τῆς Πίστεως καταφερόμενοι ἐναντίον ἐκείνου πού τούς εὐαγγελίσθηκε τήν ἀλήθεια.

Εἶναι πιθανόν νά συμβεῖ κάτι ἀνάλογο καί μέ ἐμᾶς; Πότε ἀποδει­κνύεται «κενό» τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου σ᾿ ἐμᾶς, ἤ ἡ μελέτη πού κάνουμε αὐτή τήν ὥρα; Ὅταν δέν ὑπάρχουν στή ζωή μας οἱ ἀνάλογοι καρποί, ἡ ζωή δηλαδή τῆς ἀρετῆς. Ὅταν μᾶς παρα­σύρουν οἱ ἐπιθέσεις τοῦ Πονηροῦ καί δέν μένουμε σταθεροί σέ ὅσα ἀκοῦμε καί γνωρίζουμε μέ τήν προσωπική μελέτη τοῦ θείου λόγου. Χρει­άζεται ἄγρυπνη προσοχή καί θερμή προσευχή, ὥστε νά μήν ἀποβεῖ «εἰς κενόν ἡ χάρις», τήν ὁποία μᾶς παρέχει ὁ Θεός, μέ τό νά μᾶς ἀποκαλύπτει τό θέλημά Του (βλ. καί Α΄ Κορ. ιε΄ 10, Β΄ Κορ, ς΄ 1).

2. Βασικός λόγος τῆς καρποφορίας τοῦ Εὐαγγελίου, πού κήρυττε ὁ θεῖος Ἀπόστολος, ἦταν ἡ γνησιότητα τοῦ κηρύγματός του. Δέν ἦταν λόγος ἀνθρώπινος. Τί λένε γι᾿ αὐτό οἱ ἑπόμενοι στίχοι 2-4; Ὅτι ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου ἦταν «τό εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ». Εἶχε αὐτή τή βεβαιότητα ὁ ἴδιος καί γι᾿ αὐτό δέν ἐπηρεαζόταν ἀπό τίς ἀντιδράσεις καί τίς δυσκολίες. Κακοποιήθηκε, μαστιγώθηκε δημόσια καί ἐξευτελίσθηκε, φυλακίσθηκε στούς Φιλίππους γιά τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, καί ὅμως συνέχιζε ἀπτόητος τό κήρυγμά του.

Ἐάν δέν ἦταν βέβαιος ἀπόλυτα ὅτι ὁ λόγος πού κήρυττε ἦταν τό Εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ, θά εἶχε αὐτό τόν ἀμείωτο ἐνθουσιασμό καί θά μποροῦσε νά συνεχίζει νά κηρύττει ἀπτόητος; Ὄχι. Ἀλλά ἐπειδή ἦταν βέβαιος ὅτι τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός τό Εὐαγγέλιο, τόν λόγο Του, γιά νά τόν κηρύττει στούς ἀνθρώπους γιά τή σωτηρία τους καί τή δόξα Ἐκείνου, τόν κήρυττε παντοῦ καί πάντοτε μέ θέρμη ψυχῆς.

Λέει αὐτό κάτι γιά ἐμᾶς; Εἶναι ἀνάγκη νά ἀποκτήσουμε ἀπόλυτη βεβαιότητα ὅτι ὁ λόγος, τόν ὁποῖο ἔχουμε ἐμπρός μας ὅταν ἀνοί­γουμε νά μελετήσουμε τό ἱερό Εὐαγγέλιο, εἶναι λόγος τοῦ παναληθοῦς καί παναγίου Θεοῦ. Δέν εἶναι λόγος ἀνθρώπινος, ὁ ὁποῖος, ὅσο ὡραῖος καί ἐντυπωσιακός καί ἐάν εἶναι, δέν ἔχει τή δύναμη νά προκαλέσει σεισμό στήν ψυχή, νά τή συγκλονίσει καί νά τήν ὁδηγήσει σέ μετάνοια καί σωτηρία. Ἡ βεβαιότητα αὐτή μᾶς βοηθεῖ στή ζωή μας; Μά­λιστα, διότι συμμορφωνόμαστε ἀνάλογα καί ἀντιμετωπίζουμε τίς μέν προτροπές τοῦ Εὐαγγελίου ὡς ἐντολές ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, στίς ὁποῖες ὀφείλουμε ὑπακοή ἀπόλυτη· τίς δέ ὑποσχέσεις γιά τό μέλλον, ὡς προερχόμενες ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό, ὡς διαβεβαιώσεις δικές Του, γιά τίς ὁποῖες δέν χωρεῖ καμία ἀμφισβήτηση γιά τήν ἐπαλήθευσή τους, καί τίς ἐμπιστευόμαστε πλήρως.

3. Ἡ βεβαιότητα, στήν ὁποία ἀναφερθήκαμε προηγουμένως, ἔκα­νε τόν Ἀπόστολο νά μιλᾶ μέ «παρρησίαν», μέ θάρρος καί τόλμη, τήν ὁποία τοῦ χάριζε ἡ κοινωνία μέ τόν Θεό. Ὀνομάζει μάλιστα τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου πού δίδασκε «παράκλησιν». Γιατί; Ἡ λέξη «παράκλησις» ἔχει «εὐρεῖαν ἔννοιαν· ὅταν ἀφυπνίζῃ τόν νωθρόν, εἶναι προτροπή· ὅταν ἐπιχύνῃ βάλσαμον εἰς τήν θλῖψιν, εἶναι παρηγορία» (Π. Ν. Τρεμπέλας).

Ἡ ἴδια βεβαιότητα τόν ἔκανε νά διαχωρίζει τόν ἑαυτό του ἀπό τούς ψευδοδιδασκάλους. Εἶχε τή συνείδηση ὅτι ἦταν ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ, θεοπρόβλητος καί ὄχι αὐτόκλητος, ὅπως οἱ διάφοροι ψευδοπροφῆτες καί ψευδοδιδάσκαλοι, καί κήρυττε ἄδολα τόν ἄδολο καί ἀνόθευτο λόγο Του. Τί λέει σχετικά ὁ τρίτος στίχος; Δίνει μία σκιαγραφία άπό τό ποιόν τῶν ψευδοδιδασκάλων, αἱρετικῶν κ.λπ. Πλάνη – ἀκαθαρσία – δόλος, τά κύρια χαρακτηριστικά τῶν αἱρετικῶν καί τῶν πολεμίων τῆς Πίστεως.

4. Ποιό τό χαρακτηριστικό τοῦ Ἀποστόλου ὡς γνήσιου κήρυκα τῆς ἀλήθειας τοῦ Εὐαγγελίου; Τί λένε σχετικά οἱ στίχοι 4-6; Ἤθελε νά εἶναι εὐάρεστος στόν Θεό καί ὄχι «ἀνθρωπάρεσκος». Μέλημά του διαρκές ἦταν τό νά εἶναι εὐχαριστημένος μαζί του Ἐκεῖνος πού τόν κάλεσε καί τόν ἔκανε ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου Του, Ἀπόστολό Του. Ἐκεῖνος ὁ Ὁποῖος «δοκιμάζει τάς καρδίας ἡμῶν», γνωρίζει δηλαδή καί τά βάθη τῆς καρδιᾶς μας. «Δόκιμοι ἐφάνημεν τῷ Θεῷ, οὕτω μένομεν» (ἱερός Χρυσόστομος, ΕΠΕ 22, 382). Φροντίζω συνεχῶς νά εἶμαι, ἔλεγε, εὐάρεστος σέ Ἐκεῖνον, ὁ Ὁποῖος μέ ἔκρινε ἄξιο νά γίνω Ἀπόστολός Του.

Ἐάν ἦταν ἀνθρωπάρεσκος ὁ Ἀπόστολος, θά εἶχε ἄραγε ἐπί­δραση σωστική τό κήρυγμά του; Ὄχι, διότι δέν θά ἦταν ὁ λόγος του προτροπή σέ μετάνοια, ἀλλά ἁπλῶς θά «ἔκνηθε», θά εὐχαριστοῦσε τήν ἀκοή τῶν ἀκροατῶν του. Τό Εὐαγγέλιο πρέπει νά κηρύσσεται ἀνόθευτο καί μέ ἁγνά ἐλατήρια, γιά νά ἔχει καρποφορία. «Τό εὐαγγέλιο τοῦ Χρι­στοῦ κατ᾿ οὐδένα λόγον πρέπει νά προσαρμόζεται πρός τάς ματαίας ἐπινοήσεις καί ἐπιθυμίας τῶν ἀνθρώπων ἐπί τῷ σκοπῷ τοῦ νά θερα­πεύσῃ τάς ὀρέξεις καί τά πάθη αὐτῶν. Τοὐναντίον τό εὐαγγέλιον ἐδόθη πρός τόν σκοπόν νά ἀπονεκρώσῃ τάς διεφθαρείσας των κλίσεις καί νά ἀπαλλάξῃ αὐτούς ἀπό τάς πλάνας τῆς φαντασία καί ἀπό τήν δουλείαν τῶν κατωτέρων ὀρέξεων» (Π. Ν. Τρεμπέλας) (βλ. καί Β΄ Τιμ. δ΄ 3-4).

Τί λέει γιά ἐμᾶς ἡ ἀποφυγή τῆς ἀνθρωπαρέσκειας, πού ἦταν διαρ­κής φροντίδα τοῦ Ἀποστόλου κατά τήν ἐπιτέλεση τοῦ ἔργου του; Πόθος ἀλλά καί προσπάθειά μας νά εἶναι τό πῶς θά ἀρέσουμε στόν Θεό, ὁ Ὁποῖος γνωρίζει ἀκόμη καί τά κρυφά ἐλατήρια τῆς κάθε ἐνέργειάς μας. Γιατί; Διότι αὐτή εἶναι ἡ γνήσια πνευματικότητα καί Αὐτός εἶναι πού θά μᾶς κρίνει τελικά.

Ὑπάρχει κίνδυνος νά ὑπεισέλθει στήν πνευματική ζωή μας ἡ ἀνθρωπαρέκεια καί πῶς ἐκδηλώνεται αὐτή ἡ κακία; Γιά νά μή μᾶς θεωρήσουν καθυστερημένους καί ὀπισθοδρομικούς· γιά νά εἴμαστε ἀποδεκτοί δῆθεν στό περιβάλλον, ὅπου ζοῦμε καί ἐργαζόμαστε, γιά νά μήν ἀντιδράσουν καί ἀρνηθοῦν τόν λόγο μας αὐτοί πρός τούς ὁποίους ἀπευθυνόμαστε, κάνουμε ὑποχωρήσεις. Συμβιβαζόμαστε, συ­σχηματιζόμστε· δέν παρουσιάζουμε τήν Πίστη μας ὅπως ἀκριβῶς τήν κήρυξε ὁ Θεάνθρωπος, ὡς ζωή σταυροῦ καί θυσίας. Καί ποιό τό ἀποτέλεσμα; Τά ἀποτελέσματα εἶναι μηδαμινά καί χάνουμε οἱ ἴδιοι τήν αὐθεντικότητά μας, ἐκκοσμικευόμαστε. Ἀδικοῦμε δέ καί ἐκείνους πού θά ἤθελαν νά ἀκούσουν ἀπό ἐμᾶς τόν γνήσιο λόγο τοῦ Θεοῦ καί νά δοῦν στή ζωή μας τήν ἁγιότητα πού παρουσιάζει ἡ Ὀρθοδοξία, ὅταν βιώνεται θεάρεστα. Ἡ ἀνθρωπαρέσκεια μπορεῖ νά ὁδηγήσει καί σέ αὐτή τήν ἀπιστία καί ἄρνηση τῶν ἀρχῶν τοῦ Εὐαγγελίου. Γιατί; Διότι εἶναι ἐγωισμός στό φρόνημα καί τή ζωή, πού γίνεται αἰτία νά φύγει ἀπό μέσα μας ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, πράγμα πού ὁδηγεῖ στόν ὄλεθρο (βλ. καί Ἰω. ε΄ 41-44, Ρωμ. ιβ΄ 2).

5. Ἡ ἀνθρωπαρέσκεια σχετίζεται καί μέ ἄλλες κακίες, γιά τίς ὁποῖες κάνει λόγο στούς δύο τελευταίους στίχους τῆς περικοπῆς μας ὁ Ἀπόστολος. Ποιές εἶναι αὐτές; Κολακεία, πλεονεξία καί φιλοχρηματία, κοσμική δόξα. Εἶναι δέ τρομερό νά ὑπάρχουν αὐτά στήν ἄσκηση τῆς διακονίας ἑνός ἱεροῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔργου. Γι᾿ αὐτό ἄλλωστε ὁμιλεῖ ἐδῶ ὁ Ἀπόστολος. Δέν ἤθελε νά ἐκμεταλλευθεῖ τό ἀποστολικό κύρος του γιά νά πλουτίσει ἤ δοξασθεῖ. Ἐπικαλεῖται μάλιστα τή μαρτυρία τοῦ καρδιογνώστη Θεοῦ. «Θεόν καλεῖ μάρ­τυρα» (ἱερός Χρυσόστομος, ΕΠΕ 22, 384) «Θεός μάρτυς». Τί φανε­ρώνει αὐτό; Ὅτι εἶχε τή συναίσθηση ὅτι ζοῦσε κατενώπιον Θεοῦ καί μποροῦσε νά βεβαιώσει ὁ ἀκριβοδίκαος Κύριος ὅτι ὅλα ὅσα ἔλεγε ὁ Ἀπόστολός Του, ἦταν ἀπολύτως ἀληθινά.

Τί λένε αὐτά καί γιά μᾶς πού εἴμαστε γνωστοί στό περιβάλλον μας ὡς ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας; Νά εἴμαστε ἄδο­λοι καί ἀνιδιοτελεῖς. Ποτέ κόλακες, φιλοχρήματοι καί κυνηγοί τῆς ἀν­θρω­πίνης καί μάταιης δόξας. Τά πάθη αὐτά, ἄν ὑπάρχουν, μᾶς καθι­στοῦν ἀνάξιους τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστιανοῦ καί ἀφορμή σκαν­δαλι­σμοῦ πολλῶν ἀνθρώπων μέ ἀπρόβλεπτες συνέπειες. Γι᾿ αὐτό «Πρόσχωμεν» καί «τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν» (βλ. καί Ρωμ. β΄ 24, Τίτ. β΄ 5).

ΣΥΝΘΗΜΑ: Ἄς ζοῦμε «οὐχ ὡς ἀνθρώποις ἀρέσκοντες, ἀλλά τῷ Θεῷ τῷ δοκιμάζοντι τάς καρδίας ἡμῶν» (Α΄ Θεσ. β΄ 4).