Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 23 Ὀκτωβρίου 2022, Τοῦ ἁγίου Ἰακώβου Ἀδελφοθέου (Γαλ. α΄ 11-19)
Ἀδελφοί, γνωρίζω ὑμῖν τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ᾿ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι᾿ ἀποκαλύψεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Ἠκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ, ὅτι καθ᾿ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, καὶ προέκοπτον ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων. Ὅτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς Ἀραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν. ῎Επειτα μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε· ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ ᾿Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.
ΕΝΑΣ ΟΥΡΑΝΙΟΣ ΘΗΣΑΥΡΟΣ
1. Ἀποκάλυψη Θεοῦ
Στὴν ἀποστολικὴ περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα ἀπὸ τὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολή, ἡ ὁποία ἀναγινώσκεται πρὸς τιμὴν τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, ὁ ἀπόστολος Παῦλος τονίζει μιὰ μεγάλη καὶ σωτηριώδη ἀλήθεια στοὺς πιστούς· ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος κήρυττε στὶς κατὰ τόπους Ἐκκλησίες, δὲν ἀποτελεῖ ἀνθρώπινη ἐπινόηση, ἀλλὰ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ.
Δὲν εἶναι κατασκεύασμα ἀνθρώπινο τὸ Εὐαγγέλιο, σημειώνει. «Οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι᾿ ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ». Δὲν τὸ παρέλαβα οὔτε τὸ διδάχθηκα ἀπὸ κάποιον ἄνθρωπο, ἀλλὰ μοῦ τὸ ἀποκάλυψε μὲ ὑπερφυσικὸ τρόπο ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος μοῦ φανέρωσε τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ἀποδεικνύεται αὐτὸ ἀπὸ τὴ μεταστροφὴ τῆς ζωῆς μου. Θὰ ἔχετε ἀκούσει ὅτι στὸ παρελθὸν ἀκολουθοῦσα τυφλὰ τὸν Νόμο καὶ τὰ ἔθιμα τῶν Ἰουδαίων καὶ καταδίωκα τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ τὴν ἐξαφανίσω. Ἔδειχνα μάλιστα ἰδιαίτερο ζῆλο γιὰ τὶς ἰουδαϊκὲς παραδόσεις, περισσότερο ἀπὸ πολλοὺς συνομηλίκους μου.
Ἦλθε ὅμως κάποτε ἡ στιγμὴ ποὺ ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος μὲ εἶχε διαλέξει προτοῦ ἀκόμη γεννηθῶ, μὲ κάλεσε μὲ τὴ Χάρι του στὴν ἀληθινὴ πίστη, χωρὶς ἐγὼ νὰ τὸ ἀξίζω, καὶ ἀποκάλυψε στὸ βάθος τῆς ψυχῆς μου τὸν Υἱό του, γιὰ νὰ Τὸν κηρύττω στοὺς εἰδωλολάτρες.
Γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος δὲν ἀνῆκε στοὺς δώδεκα μαθητὲς τοῦ Κυρίου, οὔτε στὸν εὐρύτερο κύκλο τῶν μαθητῶν. Δὲν εἶχε διδαχθεῖ τὶς θεῖες ἀλήθειες, ὅπως οἱ ὑπόλοιποι Ἀπόστολοι. Τὸ ἀντίθετο μάλιστα, ὑπῆρξε διώκτης τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς πρώτης Ἐκκλησίας του. Καὶ ὅμως, αὐτὸς ὁ σφοδρὸς διώκτης μετεστράφη μὲ θαυμαστὸ τρόπο ἔπειτα ἀπὸ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος καὶ τοῦ δίδαξε τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου του. Ὁ θεῖος Παῦλος κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο αὐτὸ στὰ ἔθνη. Ἔγινε πρωτοκορυφαῖος Ἀπόστολος, Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν, θυσιάζοντας ἀκόμη καὶ τὴ ζωή του γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο. Τὸ Εὐαγγέλιο λοιπόν, ποὺ κήρυττε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, δὲν ἦταν ἀνθρώπινο κατασκεύασμα, οὔτε ἕνα σύστημα φιλοσοφικῶν συλλογισμῶν, κάποιες ἰδέες καὶ ἐμπνεύσεις ὁρισμένων διδασκάλων μὲ ὑψηλὸ δείκτη νοημοσύνης, ἀλλὰ ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στὸν ἴδιο καὶ δι᾿ αὐτοῦ στοὺς ἀνθρώπους.
Αὐτὸ τὸ Εὐαγγέλιο ἔχουμε παραλάβει κι ἐμεῖς μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας μας. Γι᾿ αὐτὸ κάθε φορὰ ποὺ κρατοῦμε στὰ χέρια μας τὴν Καινὴ Διαθήκη, ἂς ἔχουμε τὴ συναίσθηση ὅτι ἐπικοινωνοῦμε μὲ τὸν Θεό. Ὅποτε ἀκοῦμε τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα στὴ θεία Λειτουργία, τὸν Θεὸ ἀφουγκραζόμαστε· τὴ δική του φωνή, ποὺ ὁμιλεῖ προσωπικὰ στὸν καθένα μας. Ἄς μελετοῦμε δὲ καὶ μόνοι μας τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, μὲ τὴν ἀπαιτούμενη πάντοτε προσοχὴ καὶ εὐλάβεια.
2. Ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου
Στὴ συνέχεια τῆς περικοπῆς ὁ θεῖος Ἀπόστολος ἀναφέρει ὅτι τρία χρόνια μετὰ τὴ θαυμαστὴ ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ μεταστροφή του, ἀνέβηκε στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ γνωρίσει τὸν ἀπόστολο Πέτρο, κοντὰ στὸν ὁποῖο ἔμεινε δεκαπέντε ἡμέρες. «Ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου», σημειώνει ὁ Ἀπόστολος στὸ τέλος τῆς περικοπῆς. Δηλαδή, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Πέτρο δὲν συνάντησε ἐκεῖ ἄλλον Ἀπόστολο παρὰ μόνο τὸν Ἰάκωβο, ὁ ὁποῖος ἦταν γνωστὸς καὶ ὡς «ἀδελφὸς τοῦ Κυρίου», «Ἀδελφόθεος».
Τὴ σημερινὴ Κυριακὴ συμβαίνει νὰ ἑορτάζει ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος, ὁ στύλος αὐτὸς τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, στὸν ὁποῖο, ὅπως γνωρίζουμε, ἐμφανίσθηκε προσωπικὰ ὁ Κύριος Ἰησοῦς μετὰ τὴν Ἀνάστασή του καὶ τὸν κάλεσε στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα. Ἐξελέγη μάλιστα πρῶτος Ἐπίσκοπος τῶν Ἱεροσολύμων καὶ εἶναι ὁ συγγραφέας τῆς πρώτης ἀπὸ τὶς Καθολικὲς Ἐπιστολές, ποὺ περιλαμβάνονται στὴν Καινὴ Διαθήκη.
Ἂς σταθοῦμε ὅμως στὴν τελευταία φράση τῆς περικοπῆς, στὴν ὁποία φαίνεται ἡ ὀνομασία ποὺ ἔλαβε ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος ἀπὸ τοὺς πιστοὺς τῆς πρώτης Ἐκκλησίας: «Ἀδελφὸς τοῦ Κυρίου», «Ἀδελφόθεος». Δὲν εἶχε βέβαια κατὰ σάρκα συγγένεια μὲ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ὀνομάσθηκε ἔτσι, ἐπειδὴ ἦταν υἱὸς τοῦ μνήστορος Ἰωσὴφ ἀπὸ προηγούμενο γάμο. Ὁπωσδήποτε ὅμως θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος εἶχε συγγένεια μὲ τὸν Κύριο στὸ πνεῦμα, στὴν ἀρετή, στὴν ἁγιότητα.
Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ δική μας ἀποστολή, ὁ δικός μας προορισμὸς στὴ ζωή: Νὰ ὁμοιάσουμε στὸν Κύριό μας, κατὰ τὸ δυνατόν, τηρώντας τὸ θέλημά του, τὶς θεῖες ἐντολές του στὴ ζωή μας, εὐαρεστώντας σ᾿ Αὐτὸν καὶ ἀφιερώνοντας σ᾿ Αὐτὸν τὴ ζωή μας. Ἄλλωστε ὁ Κύριος εἶπε ὅτι, ὅποιος ἐφαρμόσει τὸ θέλημα τοῦ οὐράνιου Πατέρα του, αὐτὸς εἶναι ἀδελφός του καὶ ἀδελφή του καὶ μητέρα του. Ἔτσι λοιπὸν μποροῦμε κι ἐμεῖς νὰ ὁμοιάσουμε στὸν Χριστό, νὰ γίνουμε ἀδελφόθεοι, ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου μας!