Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 30 Ὀκτωβρίου 2022, ΙΘ΄ Κυριακῆς (Β΄Κορ. ια΄ 31 – ιβ΄ 9)
Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι. ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης Ἀρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν Δαμασκηνῶν πόλιν πιάσαι με θέλων, καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ. Καυχᾶσθαι δὴ οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι γὰρ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου. οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι. ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου. ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ· φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ. Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι. ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾿ ἐμοῦ· καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.
ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ
Μὲ τὴν ἀποστολικὴ περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα ἀπὸ τὴ Β΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή, θαυμάσαμε τὸ μεγαλεῖο τοῦ Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν. Τοὺς κινδύνους ποὺ ἀντιμετώπισε κατὰ τὴν ἐπιτέλεση τῆς ἱερῆς ἀποστολῆς του καὶ τὶς μεγάλες ἀποκαλύψεις ποὺ τοῦ χάρισε ὁ Κύριος, τὰ καταγράφει ὁ θεῖος Παῦλος ὄχι γιὰ νὰ καυχηθεῖ γιὰ ὅλες αὐτὲς τὶς μοναδικὲς ἐμπειρίες, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑπερασπισθεῖ τὴ γνησιότητα τοῦ ἀποστολικοῦ του ἀξιώματος ἀπέναντι σὲ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀμφισβητοῦσαν.
1. Ἡ ἀληθινὴ καύχηση
Ἀφοῦ περιγράφει στὴν ἀρχὴ τὴν περιπετειώδη διάσωσή του, τότε ποὺ κατέβηκε ἀπὸ κάποιο παράθυρο τοῦ τείχους τῆς Δαμασκοῦ μέσα σὲ δικτυωτὸ καλάθι, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ τὸν συλλάβει ὁ διοικητὴς τῆς πόλεως, στὴ συνέχεια ὁ Ἀπόστολος περιγράφει γιὰ πρώτη φορὰ μιὰ οὐράνια ὀπτασία ποὺ τοῦ συνέβη πρὸ δεκατεσσάρων ἐτῶν: Ἁρπάχθηκε καί μεταφέρθηκε στὸν Παράδεισο. Ἔφθασε «ἕως τρίτου οὐρανοῦ»· μέχρι τὸν τρίτο οὐρανό. Δὲν κατάλαβε ἂν ἦταν μὲ τὸ σῶμα του ἢ μόνο ἡ ψυχή του. Ἐκεῖ εἶδε καὶ ἄκουσε συγκλονιστικὲς ἀποκαλύψεις, «ἄρρητα ρήματα»· λόγια τέτοια ποὺ καμία ἀνθρώπινη γλώσσα δὲν μπορεῖ, οὔτε ἐπιτρέπεται νὰ περιγράψει.
Ὁ Ἀπόστολος τοῦ Θεοῦ ὡστόσο δὲν καυχιέται γιὰ τὶς ἀποκαλύψεις αὐτές. Γνωρίζει ἄλλωστε ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ. «Ὑπὲρ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου», σημειώνει. Καυχιέται μόνο γιὰ τὶς θλίψεις καὶ τοὺς πειρασμούς του, διότι μέσα ἀπὸ τὶς ἀσθένειές του φανερώνεται ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὸν ἐνισχύει νὰ τὶς ἀντιμετωπίζει. Σταματᾶ τὶς ἀποκαλύψεις στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γιὰ νὰ μὴ μεγαλοποιηθοῦν τὰ ὅσα περιγράφει.
Εἶναι ὄντως ἀσύλληπτο καὶ ἀνερμήνευτο τὸ ὕψος τῶν ἀποκαλύψεων ποὺ δέχθηκε ὁ μέγας Παῦλος ἀπὸ τὸν Κύριο. Εἶναι ὅμως ἀξιοθαύμαστη καὶ ἡ ταπείνωσή του. Κρατοῦσε μυστικὲς τὶς ἐμπειρίες του αὐτὲς ἐπὶ δεκατέσσερα χρόνια καὶ τὶς ἀποκάλυψε μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ὑπερασπισθεῖ τὸ ἀποστολικὸ ἔργο του, χωρὶς νὰ καυχιέται γι᾿ αὐτές, διότι ἦταν βέβαιος ὅτι δὲν ἀνῆκαν στὸν ἴδιο, ἀλλὰ στὸν Θεό. Δικές του ἦταν μόνο οἱ ἀσθένειές του.
Αὐτὸ τὸ ταπεινὸ φρόνημα τοῦ θείου Ἀποστόλου ὁπωσδήποτε παραδειγματίζει κι ἐμᾶς, ποὺ ζοῦμε στὴν ἐποχὴ τῆς προβολῆς καὶ τῆς αὐτοδιαφημίσεως καὶ ἐπηρεαζόμαστε κάποτε ἀπὸ τὸ ρεῦμα αὐτὸ τῆς κοινωνίας. Συχνὰ σπεύδουμε νὰ κοινοποιήσουμε κάποια ἐπιτυχία μας, νὰ προβάλουμε τὸν ἑαυτό μας, κάποιο πλεονέκτημά μας, τὴν ὑποτιθέμενη πρόοδό μας, προκειμένου νὰ ἑλκύσουμε τὸν θαυμασμὸ τῶν ἀνθρώπων. Ἂς μὴν καυχιόμαστε ὅμως γι᾿ αὐτά· διότι κάθε τι καλὸ ποὺ συμβαίνει στὴ ζωή μας, κάθε ἀγαθὸ ἔργο μας, κάθε ἐπιτυχία μας προπάντων στὸν πνευματικό μας ἀγώνα, δὲν ὀφείλεται σ᾿ ἐμᾶς, ἀλλὰ στὴν παντοδύναμη Χάρι τοῦ Κυρίου. Τίποτε καλὸ δὲν εἶναι δικό μας. Ὅλα μᾶς τὰ χαρίζει ὁ Χριστός. Σ᾿ Ἐκεῖνον, λοιπόν, ἂς ἀναπέμπουμε τὴ δόξα.
2. Ἀρκεῖ ἡ Χάρις
Στὴ συνέχεια τῆς περικοπῆς ὁ ἀπόστολος Παῦλος περιγράφει καὶ ἕναν πειρασμὸ ποὺ τὸν ταλαιπωροῦσε καὶ τὸν ἔκανε νὰ ὑποφέρει. Ἐξαιτίας τῶν πολλῶν καὶ μεγάλων ἀποκαλύψεων ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ τοῦ δοθεῖ «σκόλοψ τῇ σαρκί»· μιὰ βασανιστικὴ καὶ ἀθεράπευτη ἀσθένεια, ἕνας σατανικὸς πειρασμός, ποὺ τὸν βασάνιζε καὶ τὸν χτυποῦσε γιὰ νὰ μὴν ὑπερηφανεύεται.
Τόσο ἔντονη ἦταν ἡ ταλαιπωρία του ἀπὸ τὸν πειρασμὸ αὐτό, ὥστε τρεῖς φορὲς ὁ Ἀπόστολος παρακάλεσε τὸν Κύριο νὰ τὸν ἀπαλλάξει, ἀλλὰ Ἐκεῖνος τοῦ τὸ ἀρνήθηκε λέγοντάς του: «Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται». Σοῦ εἶναι ἀρκετὴ ἡ Χάρις, ποὺ πλούσια σοῦ ἔχω δώσει. Διότι ἡ δύναμή μου ἀναδεικνύεται τέλεια, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ποὺ τὴ δέχεται εἶναι ἀσθενὴς καὶ ἀδύναμος καὶ μὲ τὴ δική μου Χάρι καὶ δύναμη κατορθώνει μεγάλα καὶ θαυμαστὰ ἔργα. Μὲ μεγάλη χαρά, λοιπόν, θὰ καυχιέμαι γιὰ τὶς ἀσθένειές μου, σημειώνει ὁ Ἀπόστολος, ὥστε νὰ κατοικεῖ μέσα μου ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ.
Ἦταν ὁπωσδήποτε ὀδυνηρὸς ὁ πειρασμὸς αὐτὸς γιὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο. Τοῦ προκαλοῦσε πόνο, δυσκόλευε τὸ ἔργο του, περιόριζε ἴσως καὶ τὴν καρποφορία του. Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν ἀπομάκρυνε τὸν πειρασμό· διότι ὅσο βασανιστικὸς κι ἂν ἦταν, ἔκρυβε μεγάλη ὠφέλεια γιὰ τὸν Ἀπόστολο. Τοῦ θύμιζε τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία του, τὸν ἀσφάλιζε στὴν ταπείνωση, ἔκανε περισσότερο αἰσθητὴ μέσα του τὴ Χάρι τοῦ Θεοῦ.
Κάποτε ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει καὶ στὴ δική μας ζωὴ κάποια δοκιμασία ποὺ χρονίζει. Μᾶς ταλαιπωρεῖ ἡ ἐπίπονη ἀσθένεια, μᾶς βασανίζει ὁ πειρασμὸς ποὺ ἀπειλεῖ τὴν οἰκογένεια, μᾶς κουράζει ψυχικὰ κάποια διαρκὴς δυσκολία στὸ περιβάλλον μας. Τὰ ἐπιτρέπει ὅμως ὁ πανάγαθος Κύριος γιὰ τὸ καλό μας· γιὰ νὰ μᾶς κρατεῖ ταπεινοὺς καὶ νὰ μᾶς χαρίζει πλουσιότερη τὴ Χάρι του. Ἂς μὴν ἀποκάνουμε, λοιπόν, στοὺς πειρασμούς. Τὴ Χάρι τοῦ Κυρίου ἂς θησαυρίζουμε μέσα μας. Αὐτὴ μᾶς ἀρκεῖ. Αὐτὴν ἂς ἐκζητοῦμε.