Μεταφορτώσεις
Θέμα για τους κυκλάρχες |
Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, γραμμένος μέ τήν πνοή τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ἔχει θερμότητα πνευματική. Εἶναι τό «πῦρ» τῆς Πεντηκοστῆς ἐκεῖνο πού τόν διαθερμαίνει καί μέσῳ αὐτοῦ θερμαίνει καί τίς ψυχές μας. Ὅταν ὁ Κύριος βάδιζε μέ τούς δύο μαθητές του στόν δρόμο πρός Ἐμμαούς καί τούς μιλοῦσε, ἡ καρδιά τους «καιομένη ἦν» (Λουκ. κδ΄ 32). Θερμαινόταν ἀπό τούς λόγους Του. Κάτι ἀνάλογο πρέπει νά συμβαίνει καί μέ τή μελέτη τοῦ θείου λόγου, πού κάνουμε μόνοι μας, ἀλλά καί μέ τή συμμελέτη πού κάνουμε ἐδῶ, πολύ δέ περισσότερο μέ τήν ἀκρόαση τοῦ θείου λόγου κατά τή Θεία Λειτουργία στούς ἱερούς Ναούς μας. Ἄς προχωρήσουμε λοιπόν στή συμμελέτη τῆς Α΄ πρός Θεσσαλονικεῖς Ἐπιστολῆς.
Μελέτη περικοπῆς: Α΄ Θεσ. γ΄ 6-13.
1. Εἴχαμε δεῖ στήν προηγούμενη συμμελέτη μας ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔστειλε στή Θεσσαλονίκη τόν συνεργό του Τιμόθεο γιά νά στηρίξει καί παρηγορήσει τούς πιστούς. Ὅταν ἐπέστρεψε ὁ Τιμόθεος καί ἀνακοίνωσε τά καθέκαστα στόν Ἀπόστολο, ἡ καρδιά τοῦ ἁγίου Παύλου πλημμύρισε ἀπό χαρά. Δέν γνώριζε, κατά κάποιον τρόπο, πῶς νά εὐχαριστήσει τόν Θεό ἐπάξια καί ἀνάλογα μέ αὐτή τή μεγάλη χαρά, πού δοκίμασε ἀπό τά εὐχάριστα νέα τά σχετικά μέ τήν πίστη καί σταθερότητα τῶν Θεσσαλονικέων. Τό λέει ὑπέροχα ὁ 9ος στίχος: «Τίνα γάρ εὐχαριστίαν δυνάμεθα τῷ Θεῷ ἀνταποδοῦναι περί ὑμῶν ἐπί πάσῃ τῇ χαρᾷ ᾗ χαίρομεν δι᾿ ἡμᾶς ἔμπροσθεν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν»; «Ἐν ἄλλαις λέξεσιν. Εἶναι ἀδύνατον νά ἀνταποδώσωμεν ἀντάξιον εὐχαριστίαν πρός τόν Θεόν δι᾿ ὅλην τήν χαράν, τήν ὁποίαν χαίρομεν διά σᾶς καί ἡ ὁποία χαρά εἶναι χαρά κατά Θεόν, εἶναι χαρά ἁγνή καί ἁγία, τήν ὁποίαν ἕνεκα εἰλικρινοῦς ἀγάπης πρός σᾶς αἰσθανόμεθα καί ἔχομεν ἔμπροσθεν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν τοῦ ἐπιβλέποντος τά πάντα» (π. Εὐσέβιος). «Ὁρᾷς τήν περιχάρειαν Παύλου;», ρωτᾶ μέ τόν χαρακτηριστικό τρόπο του ὁ ἱερός Χρυσόστομος (ΕΠΕ 22, 432). Βλέπεις δηλαδή, ἄνθρωπε, τή μεγάλη χαρά του, σκέφτεσαι δέ καί τό γιατί χαιρόταν καί γέμιζε ἀπό εὐφροσύνη καί ἀγαλλίαση ἡ ψυχή του;
Ἡ ἐρώτηση αὐτή τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου μᾶς ἐπιτρέπει νά σκεφθοῦμε καί νά ρωτήσουμε ἑαυτούς καί ἀλλήλους: Γιατί ἄραγε χαιρόμαστε συνήθως ἐμεῖς; Ποιές οἱ αἰτίες τῆς χαρᾶς μας; Εἶναι μόνο ὑλικές, πρόοδοι καί ἐπιτυχίες στή ζωή μας, κοινωνική ἀναγνώριση καί προβολή, ἀπόκτηση πλούτου καί ἀξιωμάτων; Ἤ χαιρόμαστε γιά τή γνώση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ἐκκοπή τῶν ἐλαττωμάτων μας, γιά τήν πρόοδο στήν πνευματική ζωή καί γιά τή σωτηρία τῶν συνανθρώπων μας, γιά τίς κατακτήσεις τοῦ Εὐαγγελίου στίς χῶρες τῆς ἐξωτερικῆς Ἱεραποστολῆς, γιά τή διάδοση καί ἐπικράτηση τῆς φωνῆς τῆς Ἐκκλησίας μας στίς ἡμέρες μας; Ἐφόσον εἴμαστε πνευματικοί ἄνθρωποι, πρέπει νά ἀποπνευματισθεῖ καί ἡ χαρά μας. Νά ἔχει κίνητρα θεοφιλή καί περιεχόμενο πνευματικό.
Ἀποκλείεται δηλαδή νά χαίρεται ὁ πιστός καί γιά ὑλικές αἰτίες καί ἀφορμές; «Οὐκ ἐμποδίζω τέρπεσθαι· ἀλλά μετά σωφροσύνης τοῦτο βούλομαι γίνεσθαι», ἔλεγε ὁ ἱερός Χρυσόστομος (ΕΠΕ 9, 254). Θά ψυχαγωγηθεῖ καί θά διασκεδάσει καί ὁ πιστός· θά ἀπολαύσει ὅσα τοῦ χαρίζει ὁ Θεός. Θά προσέχει ὅμως πάντοτε νά κρατεῖ τή χαρά του μακριά ἀπό τήν ἁμαρτία. Δέν θά χαίρεται γιά τήν ἁμαρτία καί ἐξαιτίας ἁμαρτωλῶν αἰτιῶν. Γι᾿ αὐτό καί λέει ὁ Ἀπόστολος ἐδῶ ὅτι χαιρόταν «ἔμπροσθεν τοῦ Θεοῦ». Ἦταν ἁγία καί πνευματική ἡ χαρά του. Χαιρόταν ἐνώπιον Ἐκείνου, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ αἴτιος τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς (βλ. καί Φιλιπ. δ΄ 4).
Πολύ χαρακτηριστικά εἶναι τά ὅσα λέει σχετικά καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: «Τίνι ἑορτή καί πανήγυρις; τίνι θυμηδία καί ἀγαλλίασις; ἀλλ᾿ ἤ τοῖς φοβουμένοις τόν Κύριον, τοῖς Τριάδι λατρεύουσι… τοῖς ψυχῇ τε καί ἐννοίᾳ καί στόματι καθομολογοῦσι θεότητα» (ΕΠΕ 9, 10). Αὐτοί δηλαδή χαίρονται καί πανηγυρίζουν καί εὐφραίνονται, ὅσοι φοβοῦνται τόν Θεό καί ὑπολογίζουν τίς ἐντολές Του· ὅσοι Τόν λατρεύουν σωστά καί μέ τήν ψυχή καί τό σῶμα ὁμολογοῦν παντοῦ τή θεότητά Του. Αὐτή εἶναι ἡ ἁγία καί πνευματική χαρά, ἡ χαρά πού δέν εἶναι προσωρινή καί στιγμιαία, ἀλλά διαρκεῖ ἰσόβια καί αἰώνια.
2. Ἄς προσέξουμε κάπως καί τόν δέκατο στίχο. Τί λέει σ᾿ αὐτόν ὀ Ἅγιος; Παρακαλοῦσε τόν Θεό νά τόν ἀξιώσει νά ἐπισκεφθεῖ τούς Θεσσαλονικεῖς, ὄχι ἁπλῶς γιά νά τούς δεῖ προσωπικά, ἀλλά καί γιά κάτι σπουδαιότερο. Ποιό; «καταρτίσαι τά ὑστερήματα τῆς πίστεως ὑμῶν». Σάν νά τούς ἔλεγε: Θέλουμε νά δοῦμε «τό πρόσωπόν σας… ὅπως καταρτίσωμεν ὑμᾶς ἀναπληροῦντες τάς ἐλλείψεις τῆς πίστεώς σας καί τῆς κατά Θεόν ζωῆς σας, τάς ὁποίας ἐλλείψεις ἐνδέχεται νά ἔχετε ὡς ἀρχάριοι καί πρωτόπειροι ὅπου εἶσθε» (π. Εὐσέβιος). «Ὁ ὐπέρ αὐτῶν ἐνθουσιασμός δέν τόν ἐμποδίζει εἰς τό νά διακρίνῃ τάς ἐλλείψεις των. Καί οἱ καλύτεροι τῶν Χριστιανῶν ἔχουν πάντοτε ἐλλεῖπόν τι ἐν τῇ πίστει καί τῇ ἀρετῇ» (Π. Ν. Τρεμπέλας). «Οἱ Θεσσαλονικεῖς δέν εἶχον ἀπολαύσει ἀκόμη κάθε διδασκαλίαν, οὐδέ τήν τελειότητα εἶχον εἰς ὅλα τά δόγματα τῆς πίστεως· ἀλλά ἐχρειάζοντο νά διδαχθοῦν ἀκριβέστερον… πρός τούτοις δέ ἦσαν εἰς τούς Θεσσαλονικεῖς καί πολλοί ψευδοδιδάσκαλοι» (ἅγιος Νικόδημος).
Ἔπρεπε λοιπόν νά καταρτισθοῦν καλύτερα καί νά καλυφθοῦν τά ὑστερήματά τους, οἱ ἐλλείψεις τους.
Κάτι ἀνάλογο ἰσχύει καί γιά μᾶς. Βεβαίως, διότι ὡς ἄνθρωποι ἔχουμε ἀτέλειες καί ὑστερήματα. Ποιός γνωρίζει μέ πληρότητα καί μέ κάθε λεπτομέρεια τίς δογματικές ἀλήθειες τῆς Πίστεώς μας; Ποιός εἶναι τέλειος καθ᾿ ὅλα στήν ἀρετή; Ὅταν κάνουμε αὐτοέλεγχο καί αὐτοεξέταση σοβαρή, διαπιστώνουμε ὅλοι τίς ἐλλείψεις μας. Ἔχουμε ἑπομένως ἀνάγκη καταρτισμοῦ καί ὡς πρός τή θεωρία καί ὡς πρός τήν πράξη τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
Πῶς θά γίνει αὐτός ὁ καταρτισμός; Μέ τή μελέτη κατάλληλων βιβλίων, μέ τίς σοβαρές συζητήσεις μέ πιστούς ἔμπειρους στήν πνευματική ζωή, μέ τήν καταφυγή στά μέσα καί τά πρόσωπα πού ὅρισε γιά τόν σκοπό αὐτό ἡ Ἐκκλησία μας: τούς Πνευματικούς, τούς Ἱεροκήρυκες κ.λπ. Ἀλλά καί στίς μεταξύ μας ἀναστροφές, ἀντί γιά ἄλλες συζητήσεις, ἄς στρέφουμε τόν λόγο στά πνευματικά καί ἄς ἀνταλλάσσουμε μέ ἁπλότητα τίς σχετικές ἐμπειρίες μας. Εἶναι πολύ βοηθητικό καί αὐτό γιά τόν καταρτισμό μας.
3. Ἄς δοῦμε στή συνέχεια καί τήν εὐχή, πού ἐκφράζει ὁ Ἀπόστολος στούς τρεῖς ὑπόλοιπους στίχους. Τί εὔχεται; Νά ὁδηγήσει ὁ Θεός, ὅποτε κρίνει Ἐκεῖνος, τά βήματά του πρός τούς Θεσσαλονικεῖς γιά βοήθειά τους. Νά τούς βοηθεῖ, ὥστε νά πλεονάζουν καί περισσεύουν στή μεταξύ τους ἀγάπη, ὅπως τούς ἀγαπᾶ καί Ἐκεῖνος. Καί νά τούς στηρίξει στήν ἁγιοσύνη καί ἀρετή μέχρι τέλους τῆς ζωῆς τους, γιά νά εἶναι ἀκατηγόρητοι ἐνώπιόν Του κατά τήν ἔνδοξη Δευτέρα Παρουσία Του.
Τό πρῶτο πού μποροῦμε νά παρατηρήσουμε ἐδῶ εἶναι ὅτι καί τά τρία σκέλη αὐτῆς τῆς εὐχῆς συνδέονται μέ τόν Θεό. Ἀπό Ἐκεῖνον πηγάζουν ὅλα: Ἐκεῖνος θά τόν ὁδηγήσει κοντά τους, Ἐκεῖνος θά χαρίσει τό πλεόνασμα τῆς ἀγάπης. Ἐκεῖνος θά τούς στηρίξει «ἀμέμπτους ἐν ἁγιωσύνῃ» ἕως τήν ὥρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας. Θυμάστε τί εἶπε ὁ Κύριος, ὡς πρός τό ὅτι τά πάντα ἐξαρτῶνται ἀπό τή Χάρι Του; «Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰω. ιε΄ 5).
Τό δεύτερο ἀξοσημείωτο εἶναι αὐτό πού περικλείουν οἱ λέξεις «πλεονάσαι καί περισσεύσαι τῇ ἀγάπῃ». Τί μᾶς λένε αὐτές οἱ λέξεις; Εἶναι μάλιστα δύο καί τονίζει ἡ μία τήν ἄλλη. Ὅτι δέν πρέπει νά ἀρκούμαστε στά λίγα, ὅσον ἀφορᾶ στά πνευματικά θέματα. Ἡ πνευματική – ἄς τή χαρακτηρίσουμε ἔτσι – πλεονεξία εἶναι εὐλογημένη. Πρέπει νά ἐπιδιώκουμε ὁλοένα καί περισσότερα. Νά ἀνεβαίνουμε διαρκῶς στά ψηλά (βλ. καί Ἑβρ. ς΄ 1).
Τό δέ τρίτο πού πρέπει νά προσέξουμε εἶναι αὐτό πού λέει γιά τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου. Πολύ συχνά ἐπανερχόταν στό θέμα αὐτό ὁ Ἀπόστολος. Ζοῦσε διαρκῶς μέ τό ὅραμα τῆς Δευτέρας Παρουσίας καί ἔτρεχε γιά νά μή χάσει «τό βραβεῖο τῆς ἄνω κλήσεως» (Φιλιπ. γ΄ 14). Τό ὅραμα αὐτό τό φέρει συχνά ἐνώπιόν μας μέ τή Λειτουργία της καί ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία. Εἶναι τό πλέον ἐνισχυτικό μέσο γιά τόν καλό ἀγώνα· διατηρεῖ ἀμείωτο τόν ζῆλο καί τόν ἐνθουσιασμό γιά τήν Πίστη μας καί τήν κατάκτηση τῆς ἁγιότητας.
ΣΥΝΘΗΜΑ: Καταρτισμός γιά κάλυψη τῶν ὑστερημάτων μας καί περίσσεια ἀγάπης, ἐν ἀναμονῇ τῆς Δευτέρας Παρουσίας.