Ἡ πιὸ φωτεινὴ ἀνατολὴ τῆς Ἱστορίας – Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 8 Ἰανουαρίου 2023

Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 8 Ἰανουαρίου 2023, Μετά τά Φῶτα (Ματθ. δ΄ 12-17)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀκούσας ὁ Ἰησοῦς ὅτι Ἰω­άννης παρεδόθη, ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, καὶ καταλιπὼν τὴν Ναζαρὲτ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς Καπερναοὺμ τὴν παραθαλασσίαν ἐν ὁρίοις Ζαβουλὼν καὶ Νεφθαλείμ, ἵνα πληρωθῇ τὸ ρηθὲν διὰ Ἡσαΐου τοῦ προ­φήτου λέγοντος· γῆ Ζαβουλὼν καὶ γῆ Νεφθαλείμ, ὁδὸν θαλάσσης, πέραν τοῦ Ἰορδάνου, Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα, καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς. Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς κηρύσσειν καὶ λέγειν· μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

Η ΠΙΟ ΦΩΤΕΙΝΗ ΑΝΑΤΟΛΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

«Τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς»

Κυριακὴ μετὰ τὰ Φῶτα ὀνομάζεται ἡ σημερινὴ καὶ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς κρατεῖ στὴν πνευματικὴ ἀτμόσφαιρα τῆς μεγάλης δεσποτι­κῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανίων, ποὺ ἑορτά­σαμε πρὶν ἀπὸ λίγες ἡμέρες, κατὰ τὴν ὁποία ὅλη ἡ κτίση ἁγιάσθηκε καὶ φωτίσθη­κε μὲ τὴ φανέρωση τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ κάνει λόγο γιὰ τὸ φῶς· γιὰ μέγα καὶ ὑπερκόσμιο φῶς, τὸ ὁποῖο ἀνέτειλε μὲ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ σὲ αὐτοὺς ποὺ κατοικοῦσαν «ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου»· στὴ χώρα ποὺ ἐπισκίαζε τὸ πυκνὸ σκοτάδι τοῦ θανάτου. Πῶς ζοῦσαν ὅμως οἱ πρὸ τοῦ Χριστοῦ ἄνθρωποι κάτω ἀπὸ τὸ κράτος καὶ τὴ σκιὰ τοῦ θανάτου καὶ πῶς ἄλλαξε ἡ ζωὴ τοῦ κόσμου μετὰ τὴν ἔλευση τοῦ Κυρίου; Στὰ ἐρωτήματα αὐτὰ θὰ ἑστιάσουμε τὴν προσοχή μας.

1. Τὸ σκοτάδι τοῦ θανάτου

Ἡ φράση αὐτὴ ἀνήκει στὸν μεγάλο προφήτη Ἡσαΐα, ὁ ὁποῖος αἰῶνες πρὶν εἶχε διακρίνει ὅτι ὁ Μεσσίας ἐπρόκειτο νὰ κατοικήσει στὴν Καπερναούμ, στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τῶν φυλῶν Ζαβουλὼν καὶ Νεφθαλείμ, δηλαδὴ ἀνάμεσα σὲ λαοὺς ποὺ εἶχαν παρασυρθεῖ σὲ εἰδωλολατρικὲς συνήθειες. Ἐπηρεασμένοι ἀπὸ εἰδωλολάτρες δὲν λάτρευαν τὸν ἀληθινὸ Θεό. Ζοῦσαν βυθισμένοι στὸ βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας, τῆς διαφθορᾶς καὶ τῶν ἀκάθαρτων παθῶν. Τὰ δὲ λόγια τοῦ ἱεροῦ Ψαλμωδοῦ μποροῦν ἐξίσου νὰ περιγράψουν τὴν κατάστασή τους: «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (μη΄ [48] 13). Ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος! Ἐνῶ εἶχε λάβει τέτοια τιμὴ καὶ ἀξία ἀπὸ τὸν Δημιουργὸ Θεό, ὁ Ὁποῖος τὸν ἔπλασε ὅμοιό του, δὲν τὸ ἐξετίμησε αὐτό. Ἔγινε ἕνα μὲ τὰ ἀνόητα κτήνη· ὅμοιος μὲ αὐτά.

Ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο ἀθάνατο, μὲ προοπτικὴ νὰ ζεῖ αἰώνια κοντά Του. Ἡ ἁμαρτία ὅμως ἀπομάκρυνε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπὸ τὴ Ζωή. Τὸν νέκρωσε ψυχικά. Τὸν καταδίκασε ἐπιπλέον σὲ αἰώνιο θάνατο. Σὰν συνέπεια τοῦ πνευματικοῦ αὐτοῦ θανάτου ἦλθε καὶ ὁ σωματικὸς θάνατος. Ὁ ἄνθρωπος μετὰ τὴν ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὸν Θεὸ ἔχασε τὴν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ζωῆς, ἀγνοοῦσε τὴν προοπτικὴ τῆς ἀναστάσεως, ζοῦσε κάτω ἀπὸ τὸν τρόμο ἑνὸς ἀπάνθρωπου καὶ ἀδυσώπητου δυνάστη: τοῦ θανάτου. Σὰν νὰ ἦταν κλεισμένος ὁ κόσμος σὲ ἕνα κατασκότεινο σπήλαιο, ὅπου τὸν ἔπνιγε ἡ ὀσμὴ τοῦ θανάτου. Οἱ πρὸ Χριστοῦ ἄνθρωποι δὲν μποροῦσαν νὰ ἀντέξουν τὴν ἰδέα τοῦ θανάτου.

2. Ὅλα πλημμυρισμένα στὸ Φῶς

Ἐνῶ ὅμως παντοῦ βασίλευε τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καὶ ὅλα τὰ κάλυπτε ἡ σκιὰ τοῦ θανάτου, κάποια στιγμὴ ἀνέτειλε τὸ Φῶς. Ὄχι τὸ ὑλικὸ φῶς, τὸ φῶς τοῦ ἥλιου· ἀλλὰ ἕνα ἄλλο Φῶς, ὑπερκόσμιο, πνευματικό, ἀνέσπερο· τὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ἦταν τότε ποὺ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους αὐτούς, ποὺ εἶχαν παρασυρθεῖ στὴ λατρεία τῶν εἰδώλων, κατοίκησε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Κι ὅπως ὅταν ἀνατέλλει ὁ ἥλιος, σκορπίζει τὸ σκοτάδι τῆς νύχτας, ἐξαφανίζει τὴ σκιὰ τῶν ἀντικειμένων, βρίσκει τὸ χρῶμα της ἡ κτίση, ζωντανεύει ὁ κόσμος, ὀμορφαίνει ἡ γῆ, ἔτσι καὶ μὲ τὴν ἔλευση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο, μὲ τὴ θεία διδασκαλία του, μὲ τὰ ἀμέτρητα θαύματά του, μὲ τὸν ἄμεμπτο βίο του, χάθηκε τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἄγνοιας. Ὁ ἄνθρωπος γνώρισε τὸν ἀληθινὸ Θεό, κατάλαβε τὸν προορισμό του, βρῆκε τὸ πραγματικὸ νόημα στὴ ζωή του.

Ἐπιπλέον μὲ τὴ Σταύρωση καὶ τὴν Ἀ­νάστασή του ὁ Κύριος σκόρπισε καὶ τὴ σκιὰ τοῦ θανάτου, ποὺ μέχρι τότε ἀκολουθοῦσε τὸν ἄνθρωπο σὲ κάθε βῆμα του. Τοῦ χάρισε τὴ ζωή. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴ σωματικὴ ζωή, ποὺ κάποτε σβήνει, τοῦ χορήγησε καὶ τὴν πνευμα­τική, τὴν αἰώνια ζωή, ποὺ ὄχι μόνο δὲν τελειώνει μὲ τὸν βιολογικὸ θάνατο, ἀλλὰ τότε ἀρχίζει. Τοῦ ἔδωσε τὴν ἐλπίδα, τὴ βεβαιότητα τῆς ἀναστάσεως καὶ τῆς αἰώνιας ζωῆς κοντὰ στὸν ἀναστάντα Κύριο.

Αὐτὸ τὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ αἰσθάνεται ὁ πιστὸς κάθε φορὰ ποὺ εἰσέρχεται στὸν ἱερὸ Ναὸ καὶ λατρεύει τὸν ζων­τανὸ Θεό· κάθε φορὰ ποὺ ἀνοίγει τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ μελετᾶ τὰ θεῖα λόγια τοῦ Κυρίου· κάθε φορὰ ποὺ παίρνει τὴν ἀπόφαση νὰ ἀκολουθήσει τὸν Χριστὸ στὴ ζωή του· Ἐκεῖνον, ὁ Ὁποῖος εἶναι «τὸ Φῶς τὸ ἀληθινόν». Φωτίζεται τότε ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, διαυγέστερες γίνονται οἱ πράξεις του, ἀκτινοβολοῦν τὰ λόγια του, ἀστράφτει ἡ ζωή του. Δὲν μένει πλέον καθηλωμένος «ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου», ἀλλὰ ἀναφωνεῖ μὲ τὴν καρδιά του: «Δόξα σοι τῷ δείξαντι τὸ Φῶς!»