Τὸ ἡμερολόγιο ἔδειχνε 26 Δεκεμβρίου 2022. Ὥρα περίπου 5η πρωινή. Ἦταν ἡ δεύτερη μέρα τῶν Χριστουγέννων, ἀφιερωμένη στὴ γλυκύτατη Μητέρα τοῦ Χριστοῦ μας καὶ Μητέρα ὅλων μας. Κι Ἐκείνη, μὲ τὴν ἀπέραντη μητρική της ἀγάπη, θέλησε στὴν ἑορτή της νὰ ἔχει πολὺ κοντά της ἕνα παιδί της ποὺ τὴν ἀγάπησε πολύ· τὸν ἀδελφὸ τῆς Ἀδελφότητός μας Γεώργιο Λιάλιο.
Ὁ ἀδελφὸς Γεώργιος, ἱδρυτικὸ μέλος τῆς Ἀδελφότητος, εἶχε μόλις εἰσέλθει στὸ 88ο ἔτος τῆς ἡλικίας του, εἶχε γιορτάσει μαζί μας τὴ μεγάλη ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων, εἶχε λειτουργηθεῖ καὶ κοινωνήσει, ἦταν παρὼν στὴ μεσημβρινὴ τράπεζα, κατέθεσε ἐπίκαιρες ἱερὲς σκέψεις καὶ τὴν ἑπόμενη μέρα ἄνοιξε πανιὰ γιὰ τὴν ἀληθινὴ καὶ μόνιμη πατρίδα.
Ὁ ἀείμνηστος εἶδε τὸ φῶς τοῦ ἥλιου τὴν 23η Δεκεμβρίου τοῦ 1935 στὸ χωριὸ Καρυὲς Δομοκοῦ τῆς Φθιώτιδας. Ὅμως ὅταν ἦρθε στὸν παρερχόμενο τοῦτο κόσμο, ἔφερε μαζί του τὸν πόνο καὶ τὴ θλίψη. Ὅπως ἔγραψε ὁ ἴδιος ἀργότερα, «ὅλα στὴ γέννησή μου ἦταν μελαγχολικὰ καὶ κακορίζικα». Δὲν μπόρεσε νὰ χαρεῖ τὸ μητρικὸ χάδι ὁ ἀδελφός. Μιὰ γέννηση, ἕνας θάνατος! Ἡ μητέρα του ἔφυγε λίγους μῆνες μετὰ τὸν δικό του ἐρχομό. Ἦταν ἀληθινὴ τραγωδία ὁ θάνατός της. Ὁ πατέρας του, ὁ τίμιος ἀγρότης Ἀνδρέας Λιάλιος, ἔμενε μόνος μὲ πέντε παιδιά. Καὶ τὸ στερνοπούλι του, ὁ Γεώργιος, ἔμεινε, ὅπως ἔγραψε ὁ ἴδιος, «ζυμάρι ἄπλαστο καὶ ἀγίνωτο στὴ διάθεση τῆς τύχης».
Ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ ἀρχίζει ἡ μεγάλη δοκιμασία τοῦ μικροῦ Γεωργίου. Στὸν χρόνο ποὺ ὁ στοργικὸς πατέρας του ἀπουσίαζε στὰ κτήματα καὶ τὰ πρόβατα, τὰ παιδικὰ χρόνια τοῦ παιδιοῦ ὑπῆρξαν μαρτυρικά: πείνα, ταλαιπωρίες, σκληρὲς συμπεριφορές, προβλήματα. Ἔφθασε ἀρκετὲς φορὲς στὰ πρόθυρα τοῦ θανάτου.
Μὲ ὅλα αὐτὰ μεγάλωσε. Ἦταν ὅμως τότε ἡ δραματικὴ περίοδος τοῦ Ἐμφυλίου. Ἡ περιοχή τους ἔπεφτε μιὰ στὰ χέρια τῶν ἀνταρτῶν, μιὰ στοῦ Ἐθνικοῦ Στρατοῦ. Στὴν ἡλικία τῶν δεκατριῶν ἐτῶν οἱ ἀντάρτες τὸν ἐπιστράτευσαν μὲ τὴ βία καὶ τοῦ ἀνέθεσαν νὰ τοὺς μεταφέρει μὲ ζῶα ἐφόδια. Πολὺ δύσκολη καὶ ἐπικίνδυνη ἀποστολή. Πόσες φορὲς πέρασε μέσα ἀπὸ ναρκοπέδια, πόσες φορὲς οἱ σφαῖρες σφύριζαν δίπλα του! Ὡστόσο ἔμεινε ζωντανός.
Σὲ κάποια ἀπὸ τὶς ἀποστολές του ἔπεσε στὰ χέρια τοῦ Ἐθνικοῦ Στρατοῦ. Ἦταν μόλις δεκατεσσάρων ἐτῶν, ὅμως θεωρήθηκε ἐπικίνδυνος, γι᾿ αὐτὸ βασανίσθηκε φριχτὰ καὶ καταδικάσθηκε σὲ τριετὴ ἐξορία στὴ Λέρο. Ἀπέδρασε ὅμως καὶ ἐπέστρεψε στὸ χωριό του. Ἐκεῖ ἀρρώστησε ἀπὸ ὑδρωπικία – εἶχε γίνει σὰν μεγάλο μπαλόνι. Ὅλοι τὸν θεωροῦσαν ἤδη νεκρό. Ἀλλὰ τὰ κατάφερε, ἐπέζησε. Ὁ πατέρας του εἶχε ἤδη σκοτωθεῖ, γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Γεώργιος ὁδηγήθηκε σὲ Παιδόπολη. Μεταφέρθηκε ἀπὸ τὴ μιὰ Παιδόπολη στὴν ἄλλη καὶ τελικὰ κατέληξε στὴ Σχολὴ τῆς Καλαμπάκας, ὅπου διδάχθηκε τὴν τέχνη τοῦ ξυλουργοῦ. Μὲ αὐτὸ τὸ ἐφόδιο βγῆκε νὰ ἐργασθεῖ.
Ὅμως βρῆκε βουνὸ μπροστά του. Δὲν τὸν δεχόταν κανείς, λόγῳ τῶν ἰδεολογικῶν ἀντιθέσεων. Οἱ μὲν τὸν θεωροῦσαν κομμουνιστή, οἱ δὲ κομμουνιστὲς προδότη, ἐπειδὴ εἶχε φιλοξενηθεῖ στὶς Παιδοπόλεις. Παρόλα αὐτὰ κατάφερε μὲ σκληρὴ προσπάθεια νὰ συγκεντρώσει χρήματα καὶ νὰ ἀποκαταστήσει τὴν ἀγαπημένη ἀδελφή του Χρυσούλα. Ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρὲς εἰσέπραττε διαρκῶς ἀπόρριψη, ἀδιαφορία καὶ μίσος.
Ἔφθασε σὲ ἀπόλυτη ἀπογοήτευση. Ὁ μόνος δρόμος ποὺ ἀνοιγόταν μπροστά του ἦταν ἡ παρανομία. Μὲς στὴν ἀπελπισία του ἦταν ἕτοιμος νὰ τὸν ἀκολουθήσει. Ἔφθασε στὸ χεῖλος τῆς ἀβύσσου. Ἡ ψυχή του εἶχε γεμίσει μὲ μίσος πρὸς τὴν κοινωνία. Καὶ μὲ αὐτὸ ἑτοιμαζόταν νὰ προχωρήσει. Τὴν κρίσιμη ὅμως στιγμὴ ἐμφανίσθηκε μπροστά του ἕνας φίλος του καὶ τὸν συγκράτησε. Τὸν ὁδήγησε τότε στὸν γνωστὸ πνευματικὸ τῆς Λαμίας, τὸν πατέρα Ἀμβρόσιο Ἀντωνάρα.
Κοντὰ στὸν π. Ἀμβρόσιο ἡ ζωή του ἄλλαξε. Βρῆκε ἐπιτέλους νόημα καὶ σκοπό. Ἔνιωσε νὰ σώζεται ἀπὸ τὸ χάος. «Ἀνασυρόμενος ἐκ τῆς ἀβύσσου», ἔγραψε ἀργότερα σὲ αὐτοβιογραφικὸ κείμενό του.
Ὁ π. Ἀμβρόσιος τὸν ἔστειλε στὴν Ἀθήνα, νὰ ἐργασθεῖ στὸ Οἰκοτροφεῖο φοιτητῶν τῆς Ἀδελφότητος «Ζωή». Ἐκεῖ πνευματικοὶ ἄνθρωποι τὸν βοήθησαν νὰ βάλει γερὰ θεμέλια στὴ ζωή του.
Εἶχε ὅμως ἔρθει ἡ ὥρα νὰ ὑπηρετήσει τὴ στρατιωτική του θητεία. Παρουσιάσθηκε τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1957. Στὸν στρατὸ ἐκπαιδεύθηκε ὡς νοσοκόμος. Αὐτὸ τοῦ στάθηκε πολύτιμο ἐφόδιο στὴ μετέπειτα ζωή του. Ἀπολύθηκε τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1959 καὶ τὸν Ἰούνιο τοῦ 1960 ἐντάχθηκε στὴν Ἀδελφότητά μας, τῆς ὁποίας ὑπῆρξε ἱδρυτικὸ μέλος.
Τὰ κύρια διακονήματά του στὸ κοινόβιο τῆς Ἀδελφότητος ἦταν τοῦ Νοσοκόμου καὶ τοῦ Οἰκονόμου. Βοηθοῦσε ὅμως καὶ σὲ ὅποιο ἄλλο διακόνημα παρουσιαζόταν ἀνάγκη. Ἐπὶ δεκαετίες ὑπέφερε ἀπὸ ὀδυνηρὲς ἀσθένειες, μάλιστα ἀπὸ ἡμικρανίες ποὺ ἔκαναν τὴ ζωή του μαρτυρική.
Ὅμως δὲν σταματοῦσε νὰ διακονεῖ. Ἦταν ἀκούραστος. Ὁ ὕπνος του ἐλάχιστος. Ὅλη τὴ νύχτα γύριζε στὰ κελλιὰ τῶν ἀσθενῶν καὶ γερόντων, γιὰ νὰ σταθεῖ δίπλα τους. Τὸ μίσος καὶ τὴ σκληρότητα ποὺ εἶχε δεχθεῖ ἄφθονα στὴ ζωή του, τὰ μετέτρεψε σὲ ἀγάπη, στοργὴ καὶ φροντίδα. Τὸ μητρικὸ χάδι, ποὺ εἶχε στερηθεῖ ἀπὸ τὴ βρεφική του ἡλικία, τὸ πρόσφερε τώρα ὁ ἴδιος ἁπλόχερα στοὺς ἀσθενεῖς. Ἦταν πραγματικὸς φύλακας – ἄγγελος γιὰ κάθε πονεμένο ἀδελφό. Στὰ χρόνια τῆς διακονίας του αὐτῆς περιποιήθηκε μὲ τὰ χέρια του καὶ προέπεμψε στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ πενήντα γέροντες καὶ ἀσθενεῖς ἀδελφούς. Ταυτόχρονα στήριζε καὶ τοὺς νεότερους μὲ τὸν εὔχαρι λόγο του καὶ τὴ βαθιὰ πνευματικότητά του.
Τὸ ἴδιο διάστημα τῆς νυχτερινῆς φροντίδας προσευχόταν μὲ ζῆλο ἀκατάπαυστα. Ἔγραψε ὁ ἴδιος σὲ ἕνα αὐτοβιογραφικὸ σημείωμά του: «Ὅπως τὸ νιώθω τώρα, ἡ προσευχὴ εἶναι ζωή! Μᾶλλον λάθος τὸ διατύπωσα! Ἡ προσευχὴ γιὰ νὰ ζήσει, πρέπει… νὰ περπατήσει πάνω στὸν θάνατο!… Ὅταν προσεύχομαι, πρέπει νὰ ξεχάσω πὼς ζῶ! Πρέπει νὰ λιώνω, νὰ χάνομαι μέσα σ᾿ Αὐτὸν μὲ τὸν Ὁποῖο συνδιαλέγομαι. Πρέπει ἡ ζωὴ τοῦ Θεοῦ μου νὰ εἶναι τὸ μοναδικὸ ποὺ θὰ ζεῖ καὶ θὰ δίνει ζωὴ σὲ μένα καὶ στὴν προσευχή μου! Προσευχή! Ὄχι ἐκθέσεις αἰτημάτων – ἀναγκῶν! Μὰ προσφορὰ ψυχῆς καὶ ζωῆς στὸν Πλάστη μου»!
Εἶχε ἰδιαίτερη ἀγάπη γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου συνδέθηκε μὲ δεσμοὺς ἀγάπης μὲ πολλοὺς μοναχούς, μάλιστα καὶ μὲ τοὺς Ἁγίους ἐξ αὐτῶν, ἅγιο Ἐφραὶμ Κατουνακιώτη καὶ ἅγιο Παΐσιο.
Μὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα ἔφθασε στὸ τέλος! Τέλος θριαμβικὸ ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ἔζησε πάνω του βίαιη καὶ σκληρὴ τὴν ἀνθρώπινη κακία, τὸν ὁποῖο ὅμως ἀνέσυρε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ἄβυσσο, πρὶν αὐτὴ τὸν καταπιεῖ. Τώρα πορεύθηκε στὸν κόσμο τῶν μακαρίων πνευμάτων, γιὰ νὰ ὑμνεῖ μαζί τους τὸν Δημιουργὸ καὶ Κύριο τῶν πάντων, τὸν Ὁποῖο ἐκ ψυχῆς ἀγάπησε καὶ στὸν Ὁποῖο ἀπηύθυνε θερμὲς προσευχές, μικρὸ ἀπόσπασμα μιᾶς ἐκ τῶν ὁποίων παραθέτουμε ἐδῶ:
«Γλυκύτατε καὶ πανάγαθε καὶ πανεύσπλαχνε Κύριέ μου… Σὺ περισσότερον παντὸς ἄλλου γνωρίζεις καὶ κατέχεις καὶ ξέρεις τοὺς δρόμους ποὺ περπάτησα, τοὺς γκρεμοὺς στοὺς ὁποίους ἔπεσα, τὰ βαλτοτόπια στὰ ὁποῖα βούλιαξα, τὸν βοῦρκο μὲ τὸν ὁποῖο λέρωσα καὶ κατέβαψα τὰ ροῦχα καὶ τὴ στολὴ τῆς ψυχῆς μου. Σὺ ξέρεις τοὺς φονεῖς ποὺ συνάντησα, τοὺς ληστὲς ἀπὸ τοὺς ὁποίους πιάστηκα, τὶς πληγὲς τὶς ὁποῖες ἀπὸ αὐτοὺς ἔπαθα…
Σύ, Θεέ μου, εἶσαι Αὐτὸς ποὺ μὲ ἀναζήτησε πρῶτος στοὺς ἀβυσσαλέους γκρεμοὺς τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ματαιότητος, ὅπου ἀκράτητα ἔτρεχα μόνος πρὸς αὐτοκτονίαν.
Σὺ μὲ ἀγάπησες, ὅταν ἐγὼ Σὲ μισοῦσα.
Σὺ μὲ ζητοῦσες, ὅταν ἐγὼ Σὲ περιφρονοῦσα.
Σὺ μὲ ἔπιασες τότε, ὅταν ἐγὼ θεληματικὰ καὶ πεισματικὰ γιὰ νὰ Σοῦ ξεφύγω πήδηξα στὴν ἄβυσσο τῆς καταστροφῆς γιὰ νὰ χαθῶ γιὰ πάντα.
Κύριε, Θεέ μου, εἶμαι αἰχμάλωτος τῆς πολλῆς καὶ ἀνεκφράστου ἀγάπης σου…
Ὤ! Θεέ μου, «πρὶν εἰς τέλος ἀπόλωμαι, σῶσόν με». Γλύτωσέ με καὶ σῶσον με, εἴτε τὸ θέλω εἴτε ὄχι. Βίασε τὴ θέλησή μου καὶ σῶσον με στὴν Βασιλείαν σου τὴν ἐπουράνιον γιὰ νὰ Σὲ δοξάζω εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν».
Ἀδελφέ μας Γεώργιε, σὲ εὐχαριστοῦμε ποὺ ἐπὶ τόσες δεκαετίες μᾶς πλημμύριζες μὲ τὴν ἀγάπη σου, μᾶς στήριζες μὲ τὶς προσευχές σου, μᾶς ἐνέπνεες μὲ τὸ παράδειγμά σου. Ἤσουν δῶρο ἀτίμητο στὴν Ἀδελφότητά μας. Παραμένεις δῶρο ἀτίμητο καὶ τώρα στὸν χῶρο τῆς θείας Βασιλείας.
Εἴθε νὰ σὲ ξανασυναντήσουμε στὴ χαρὰ τῆς παμποθήτου Τριάδος!