Μεταφορτώσεις
Θέμα για τους κυκλάρχες |
Τό θέμα πού θά παρουσιάσει ἐνώπιόν μας ἡ σημερινή περικοπή τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπό τά πλέον ἐνδιαφέροντα θέματα τῆς ζωῆς μας. Βρισκόμαστε ἀντιμέτωποι μέ αὐτό καί καλούμαστε νά λάβουμε τήν πρέπουσα στάση ὅλοι. Θέμα πανανθρώπινο καί καθοριστικῆς σημασίας καί σπουδαιότητος γιά τόν καθένα μας, ἔστω καί ἄν ἐκ πρώτης ὄψεως παρουσιάζεται κάπως δυσάρεστο. Ἄς δοῦμε, λοιπόν, τί ἔχει νά μᾶς πεῖ ὁ ἅγιος Ἀπόστολος.
Μελέτη περικοπῆς: Α΄ Θεσ. δ΄ 13-18.
1. Λοιπόν, τό σημαντικό θέμα μας: Ὁ θάνατος καί ἡ στάση μας ἀπέναντί του ὡς πιστῶν Χριστιανῶν. Ἡ πρώτη φράση: «οὐ θέλομεν δέ ὑμᾶς ἀγνοεῖν ἀδελφοί περί τῶν κεκοιμημένων», θέτει ἐνώπιόν μας κάποιο χρέος. Ποιό εἶναι αὐτό; Ὅτι δέν πρέπει νά μένουμε στήν ἄγνοια, ὅσον ἀφορᾶ στόν θάνατο. Ὡς πιστοί πρέπει νά γνωρίζουμε τί διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας γιά τόν θάνατο, ὥστε νά μποροῦμε νά τόν ἀντιμετωπίζουμε θεάρεστα. Εἶναι εὔκολη αὐτή ἡ γνώση; Μάλιστα, διότι ὑπάρχουν σήμερα ἀρκετά βιβλία σχετικά, τά ὁποῖα παρουσιάζουν ὅλες τίς πτυχές τοῦ θέματος. Ἐξαίρετο σύγγραμμα γιά τόν θάνατο εἶναι τό γνωστό βιβλίο «Τό μυστήριον τοῦ θανάτου», τό ὁποῖο μεταφράσθηκε στά Ἀγγλικά καί Ρωσικά καί ἀπαντᾶ σέ ὅλα τά ἐρωτηματικά πού σχετίζονται μέ τόν θάνατο. Δέν δικαιολογεῖται ἑπομένως ἄγνοια.
«Τό ζῶον», γράφει ὁ συγγραφάς του, «περνᾶ τίς ἡμέρες του χωρίς κἄν νά ὑποψιάζεται τόν θάνατόν του… Μέ τόν ἄνθρωπον ὅμως τά πράγματα εἶναι διαφορετικά. Αὐτός, χάρις εἰς τό λογικόν, μέ τό ὁποῖον τόν ἐπροίκισεν ὁ Θεός, εἶναι ὁ μόνος πού γνωρίζει τόν θάνατόν του» («Τό μυστήριον τοῦ θανάτου», ἔκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 1986, σελ. 17).
2. Ποιά λέξη χρησιμοποιεῖ ὁ Ἀπόστολος γιά νά χαρακτηρίσει αὐτούς πού ἔφυγαν ἀπό τή ζωή; «Κεκοιμημένοι». Παρομοιάζει δηλαδή τόν θάνατο μέ ὕπνο. Τί ἐννοεῖ μέ αὐτό; «Ὅπως ὁ ὑπνῶν ἐξακολουθεῖ εὑρισκόμενος ἐν τῇ ζωῇ καί ἔρχεται ὥρα, καθ’ ἥν ἀφυπνιζόμενος ἐγείρεται τῆς κλίνης, οὕτω καί πᾶς ἀποθνήσκων. Καίτοι ἀποθνήσκει, ἐν τούτοις δέν ἀπόλλυται, ἀλλ’ ἐξακολουθεῖ ὑφιστάμενος καί ζῶν, θά ἔλθῃ ὅμως μία ἡμέρα, καθ’ ἥν θά ἐγερθῇ ὡς ἄλλος ὑπνῶν καί ἀφυπνιζόμενος» (π. Εὐσέβιος).
Ποιά ἀλήθεια ἑπομένως διαφαίνεται ἀπό αὐτή τή λέξη; Μία μεγάλη δογματική ἀλήθεια γιά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ βασικό ἄρθρο τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεώς μας» («Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καί ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος»). Ὁ ἱερός Χρυσόστομος μάλιστα γράφει ὅτι μέ τή λέξη «κεκοιμημένοι», πρίν ἀκόμη τούς μιλήσει γιά τήν ἀνάσταση καί γιά τίς λεπτομέρειες πού σχετίζονται μέ αὐτήν, εὐθύς ἐξαρχῆς ὁ Ἀπόστολος παρηγορεῖ τούς Θεσσαλονικεῖς γιά τούς οἰκείους τους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀποβιώσει. «Εὐθέως ἀπό προοιμίων τήν παράκλησιν καταβαλλόμενος» (ΕΠΕ 22, 472). Ἐφόσον κοιμοῦνται, σάν νά τούς λέει, μή θλίβεσθε καί ἀπελπίζεσθε, θά ξυπνήσουν κάποτε. Δέν ἔχουν ἐξαφανισθεῖ.
3. Γιατί τονίζει ἀμέσως αὐτή τήν ἀλήθεια τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν ὁ Ἅγιος; Τί ἀναφέρει ὁ πρῶτος στίχος τῆς περικοπῆς μας; «ἵνα μή λυπῆσθε, καθώς καί οἱ λοιποί οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα». Πῶς κατανοεῖτε αὐτή τή φράση; Εἶναι δυνατόν νά μή λυπᾶται κανείς, ὅταν πεθαίνει ἕνα προσφιλές του πρόσωπο; Αὐτό ἐννοεῖ ἐδῶ ὁ Ἀπόστολος ἤ κάτι ἄλλο; «Ἐκεῖνοι, λέγει, πρέπει νά λυποῦνται καί νά θρηνοῦν μέ ὑπερβολήν τούς ἀποθανόντας, ὅσοι δέν ἔχουν ἐλπίδα. Τίνος; τῆς ἀναστάσεως δηλαδή τῶν νεκρῶν, τῶν ὑπ’ αὐτῶν θρηνουμένων, ἤγουν οἱ ἄπιστοι καί ἀσεβεῖς. Καί ὄχι ἐσεῖς οἱ Χριστιανοί οἱ ἐλπίδα ἔχοντες, ὅτι μέλλετε νά ἀναστηθῆτε μέ ἀφθαρσίαν καί δόξαν» (Ἅγιος Νικόδημος). «Ὅ,τι λοιπόν ἀποτρέπει ὁ θεῖος ἀπόστολος ἐνταῦθα, εἶναι ἡ ὑπερβολή τῆς θλίψεως, ἡ ὁδηγοῦσα οὐχί σπανίως καί εἰς ἀπόγνωσιν… Ἡμεῖς πιστεύομεν εἰς πέραν τοῦ τάφου ζωήν καί ἐλπίζομεν εἰς ἀνάστασιν νεκρῶν. Ἡ πίστις δέ καί ἡ ἐλπίς αὕτη εἶναι ὑπερεπαρκής, ἵνα ἀσκῇ ἀντιπερισπασμόν καί ἐπιφέρῃ ἰσορροπίαν ἐν τῇ θλίψει μας» (Π. Ν. Τρεμπέλας). «Οὔτε γυναιξίν, οὔτε ἀνδράσιν ἐπιτέτραπται (=ἐπιτρέπεται) τό φιλοπενθές καί πολύδακρυ», γράφει ὁ Μ. Βασίλειος (PG 31, 229). Εἶναι δέ πολύ χαρακτηριστικό καί αὐτό πού ἔλεγε γιά τό πένθος κατά τόν θάνατο προσφιλῶν προσώπων ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Τό μέν λίαν ἀπαθές ἀπάνθρωπον, τό δέ ἄγαν περιπαθές ἀφιλόσοφον» (=φανερώνει ἄγνοια τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας) (PG 37, 273). Ἐάν λυπούμαστε γιά τόν θάνατο, ὅπως καί αὐτοί πού δέν πιστεύουν στήν Ἀνάσταση, πῶς θά ἀποδείξουμε στούς συνανθρώπους μας ὅτι πιστεύουμε καί ὅτι ἡ πίστη μᾶς χαρίζει πολλές εὐλογίες; Καί πῶς θά τούς προσελκύσουμε στή ζῶσα ἐν Χριστῷ πίστη;
4. Πῶς καθιστᾶ βέβαιο τόν λόγο του ὁ Ἀπόστολος; Ποιά ἀλήθεια χρησιμοποιεῖ ὡς ἐπιχείρημα καί ὡς ἐγγύηση τῶν λόγων του; Τό λέει στόν δεύτερο στίχο τοῦ Ἀναγνώσματός μας: Τήν ἀλήθεια τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου σημαίνει τή συντριβή τοῦ θανάτου καί ἐγγυᾶται καί τή δική μας ἀνάσταση. «Ἡ λαμπροφόρος Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ ἦταν νίκη ὄχι μόνον κατά τοῦ ἰδικοῦ Του θανάτου, ἀλλά γενικῶς κατά τοῦ θανάτου… ἡ δεσποτεία τῆς φθορᾶς ἔχει καί αὐτή καταργηθῆ. Τώρα ζῶμεν μέ τήν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως καί τῆς νέας ζωῆς», γράφει ὁ Ν. Βασιλειάδης (ὅ.π., σελ. 189). Γι’ αὐτό ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἀναφωνεῖ στόν «Κατηχητικόν λόγον» του: «Μηδείς φοβείσθω θάνατον, ἠλευθέρωσε γάρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος». Περισσότερα σχετικά μέ τήν ἐγγύηση γιά τήν ἀνάσταση ὅλων τῶν νεκρῶν, τήν ὁποία παρέχει ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ἀναφέρει ὁ θεῖος Ἀπόστολος στήν Α΄ πρός Κορινθίους Ἐπιστολή του, κεφ. ιε΄.
5. Ἄς προσέξουμε στή συνέχεια αὐτό πού γράφει στό δεύτερο ἡμιστίχιο τοῦ 14ου στίχου ὁ Ἅγιος. Γίνεται κάποιος διαχωρισμός μεταξύ πιστῶν καί ἀπίστων κεκοιμημένων. Τόν διακρίνετε; Ὅλοι βεβαίως θά ἀναστηθοῦν. Δέν θά εἶναι ὅμως ὅλοι μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό. Ἀλλά ποιοί; Ὅσοι «ἐκοιμήθησαν διά τοῦ Ἰησοῦ». Δηλαδή; Ὅσοι πέθαναν ἑνωμένοι διά τῆς πἰστεως μέ τόν Ἰησοῦ, θά εἶναι καί τότε μαζί Του. Κάτι ἀνάλογο εἶπε καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Τό θυμάστε; «Ἔρχεται ὥρα ἐν ᾖ πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς αὐτοῦ, καί ἐκπορεύσονται οἱ τά ἀγαθά ποιήσαντες εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, οἱ δέ τά φαῦλα πράξαντες εἰς ἀνάστασιν κρίσεως» (Ἰω. ε΄ 28-29). Ἐκεῖνο ἑπομένως πού πρέπει κυρίως νά μᾶς ἐνδιαφέρει ὡς πρός τόν θάνατο εἶναι τό πῶς θά μᾶς βρεῖ ἑνωμένους μέ τόν Κύριο. Γι’ αὐτό καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἔλεγε: «Οὐ τό ἀποθανεῖν κακόν, ἀλλά τό κακῶς ἀποθανεῖν» (PG 57, 406).
6. Στούς ὑπόλοιπους στίχους 15-17 ὁ Ἀπόστολος ἀναφέρει, κατά ἀποκάλυψη Θεοῦ («ἐν λόγῳ Κυρίῳ»), τό πῶς θά γίνει ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, τήν ὁποία προσδοκοῦμε. (Ἄς ἀναγνώσουμε πάλι τό κείμενο καί τήν ἑρμηνεία μέ προσοχή). Δέν χωράει καμία ἀμφιβολία σ’ αὐτό, διότι εἶναι λόγοι τοῦ Παναγίου Πνεύματος τῆς ἀληθείας τά ὅσα γράφει ἐδῶ ὁ Ἀπόστολος. Δέν εἶναι δική του ἐπινόηση.
Εἶναι συγκλονιστική πράγματι ἡ περιγραφή. Πρόκειται γιά τήν ἔνδοξη Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου. Θά σαλπίσει μία θεϊκή σάλπιγγα, γιά τό ἐπίσημο τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, καί μόλις κατέλθει ἀπ’ τόν οὐρανό ὁ Κύριος, θά ἀναστηθοῦν πρῶτοι οἱ πιστοί, πού εἶχαν πεθάνει συνδεδεμένοι μέ τόν Κύριο. Θά λάβουν δέ ἄφθαρτο σῶμα, σάν τό σῶμα πού εἶχε ὁ Κύριος μετά τήν Ἀνάστασή Του. Ὅσοι θά ζοῦν κατά τήν ἡμέρα ἐκείνη, θά ὑποστοῦν μυστηριώδη ἀλλαγή: «Τό φθαρτόν καί θνητόν σῶμα (των) θά ἀντικατασταθῇ ἀπαραιτήτως καί ἀνεξαιρέτως δι’ ὅλους ὑπό ἀφθάρτου καί ἀθανάτου σώματος» (Π. Ν. Τρεμπέλας) (βλ. καί Α΄ Κορ. ιε΄ 51-54). Μέ τό ἄφθαρτο αὐτό σῶμα θά ἁρπαγοῦν ὑπερφυσικά μέ νεφέλες, μέ τό ὄχημα δηλαδή πού χρησιμοποιεῖ ὁ Θεός, παρατηρεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος. «Ἐπί τοῦ ὀχήματος φερόμεθα τοῦ Πατρός. καί γάρ αὐτός ἐν νεφέλαις ὑπέλαβεν αὐτόν» (κατά τήν Ἀνάληψη) (ΕΠΕ 22, 502). Θά ὑψωθοῦν δέ στόν ἀέρα γιά νά συναντήσουν ἐκεῖ τόν Κύριο μαζί μέ τούς ἤδη ἀναστημένους νεκρούς. Καί πλέον ὅσοι εἴμαστε στήν ἐπίγεια ζωή ἑνωμένοι μυστηριακῶς μέ τόν Ἰησοῦ, «πάντοτε σύν Κυρίῳ ἐσόμεθα». Θά εἴμαστε καί στό ἑξῆς αἰωνίως μαζί Του εὐτυχεῖς. «Ἀεί συνεσόμεθα τῷ Χριστῷ», ἀναφέρει ὀ Ἑρμηνευτής Ζιγαβηνός. Αὐτή δέ ἡ αἰώνια συνύπαρξη μέ τόν Κύριο, γράφει ὁ Ἑρμηνευτής Οἰκουμένιος, εἶναι «ἡ κορωνίς τῆς μακαριότητος»· εἶναι, κατά τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, «ὅλων τῶν ἀγαθῶν τό κεφάλαιον» (βλ. Ἰω. ιζ΄ 24, Ἀποκ. κα΄ 3, κβ΄ 1-5).
7. Ὁ τελευταῖος στίχος εἶναι συμπερασματικός: «Ὥστε, ἀφοῦ οὕτως ἔχουσι τά πράγματα, παρηγορεῖτε ἀλλήλους διά τῶν λόγων αὐτῶν, τούς ὁποίους σᾶς γράφω. Ὅταν ἀγαπητόν σας πρόσωπον ἀποθνήσκῃ, συλλογιζόμενοι αὐτά τά ὁποῖα σᾶς γράφω, φροντίζετε νά παρηγορῇ ὁ ἕνας τόν ἄλλον» (π. Εὐσέβιος).
Αὐτό σημαίνει ὅτι εἶχε πληροφορηθεῖ ὁ Ἀπόστολος, πιθανόν ἀπό τόν Τιμόθεο πού εἶχε ἐπισκεφθεῖ τή Θεσσαλονίκη, ὅτι οἱ πιστοί τῆς Θεσσαλονίκης δέν εἶχαν διαφωτισθεῖ πλήρως γιά τό τί πιστεύει ἡ Ἐκκλησία σχετικά μέ τόν θάνατο καί τά μετά τόν θάνατο. Ἐλάχιστο ἄλλωστε χρόνο, εἴπαμε, ἔμεινε μαζί τους ὁ Ἅγιος καί δέν πρόλαβε νά ὁλοκληρώσει τό ἔργο του ἀνάμεσά τους.
Τί ἄλλο ἀπορρέει ὡς μήνυμα ἀπό τή φράση αὐτή; Ὅτι, ὅταν ὁ πιστός γνωρίζει τήν ἀλήθεια περί τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν, παρηγορεῖται καί νικᾶ τήν ἀπελπισία ὡς πρός τόν θάνατο. Μήπως ἀναπηδᾶ ἀπό αὐτό καί κάποιο χρέος μας; Μάλιστα! Νά παρηγοροῦμε τούς συνανθρώπους μας πού πενθοῦν, μέ τό νά τούς μιλοῦμε γιά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί νά τούς συνδέουμε μέ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί τήν Ἐκκλησία Του. Αὐτή εἶναι ἡ μόνη οὐσιαστική καί μόνιμη παρηγοριά.
ΣΥΝΘΗΜΑ: «Οὐ θέλομεν… ἀγνοεῖν περί τῶν κεκοιμημένων… ἵνα μή λυπῆσθε καθώς… οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα» (Α΄ Θεσ. δ΄ 13).