15. «Ἡ ἡμέρα Κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτί οὕτως ἔρ­χεται»

Μεταφορτώσεις

Θέμα για τους κυκλάρχες

 

Στήν προηγούμενη συνάντησή μας στράφηκε ἡ μελέτη μας στό θέμα τοῦ θανάτου καί τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν. Σχετικό μέ αὐτά θά εἶναι τό θέμα καί τῆς σημερινῆς μας συμμελέτης, μέ ἐπίκεντρο τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου. Μιλοῦν γι’ αὐτήν οἱ πρῶτοι στίχοι τοῦ πέμπτου κεφαλαίου τῆς Α΄ πρός Θεσσαλονικεῖς Ἐπιστολῆς. Τό θέμα βεβαίως τῆς Δευτέρας Παρουσίας εἶναι ὁπωσδήποτε γνωστό καί μεγάλο. Σήμερα θά δοῦμε εἰδικά τό γιατί εἶναι ἄγνωστη ἡ ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας, ἡ ὁποία ἀπασχολεῖ καί πρέπει νά ἀπασχολεῖ τόν κάθε συνετό ἄνθρωπο.Ὅσο δέ γνωστό καί ἐάν εἶναι τό θέμα αὐτό, δέν χάνει ποτέ τήν ἐπικαιρότητά του. Ἔχει ἐξάλλου ἄμεση σχέση μέ τό αἰώνιο μέλλον μας.

Μελέτη Περικοπῆς: Α΄ Θεσ. ε΄ 1-4.

1. Τί λέει στούς δύο πρώτους στίχους ὁ Ἅγιος; Δέν χρειάζεται νά σᾶς γράψω γιά τά χρόνια καί τούς καιρούς τῆς συντέλειας τοῦ κόσμου καί τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου, «διότι σεῖς ἀκριβῶς γνωρίζετε, ἐκ τῆς προφορικῆς ἡμῶν διδασκαλίας μαθόντες, ὅτι ἡ ἡμέρα Κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτί οὕτως ἔρχεται» (π. Εὐσέβιος). Εἶχε μιλήσει στούς Θεσσαλονικεῖς ὁ Ἀπόστολος γιά τό ἐνδιαφέρον αὐτό θέμα, διότι δέν ἔπρεπε νά τό ἀγνοοῦν, ἐφόσον εἶναι καθοριστικό γιά τήν αἰώνια ζωή ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Καί προφορικά καί γραπτά μέ τήν Ἐπιστολή του διευκρίνισε ὁ Ἅγιος ὅτι ἡ ἡμέρα καί ὥρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας εἶναι ἄγνωστη.

Ποιοί αἱρετικοί ραπίζονται, κατά κάποιον τρόπο, ἀπό τήν ἀ­λή­θεια αὐτή; Οἱ Χιλιαστές ἤ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, οἱ ὁποῖοι ἐπα­νειλημμένως καθόρισαν ἡμερομηνίες γιά Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χρι­στοῦ. Νόμιζαν ὅτι κατεῖχαν τό Ἡμερολόγιο τοῦ Θεοῦ καί ἀποκά­λυπταν, ὅπως πίστευαν καί ἰσχυρίζονταν, τό θέλημα τοῦ Κυρίου. Διαψεύσθηκαν ὅμως καί γελοιοποιήθηκαν. Παρόλα αὐτά ἐπιμένουν στόν καθορισμό ἡμερομηνιῶν ὡς πρός τίς ἐνέργειες τοῦ Κυρίου. Καί γιά νά μή γελοιοποιοῦνται περισσότερο ἀπό τίς νέες διαψεύσεις, ὑποστηρίζουν τώρα ὅτι ἦλθε ἤδη στή γῆ ὁ Χριστός καί κυβερνᾶ ἀπό τό ἔτος 1914 ἀπό τήν ἀτμόσφαιρα τόν κόσμο. Τό ἀντιλήφθηκαν μόνο οἱ μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, θά τό ἀντιληφθοῦν δέ καί ὅσοι ἐνταχθοῦν στά μέλη τους!

Θυμάστε, ὅμως, τί εἶπε ὁ Κύριος, λίγο πρίν ἀναληφθεῖ, στούς Μα­θητές, ὅταν Τόν ρώτησαν ἐάν ἔφθασε ὁ καιρός, κατά τόν ὁποῖο θά ὕψωνε καί πάλι στήν παλαιά δόξα του τόν Ἰσραήλ; «Οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἤ καιρούς οὕς ὁ πατήρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ» (Πράξ. α΄ 6-7). Δέν εἶναι δηλαδή δική σας δουλειά καί δικαίωμά σας νά ἀσχολεῖσθε μέ ἡμερομηνίες γι’ αὐτά πού ἔχει ἀποφασίσει προαιωνίως ὁ Θεός. Αὐτό εἶναι θέμα πού ἀνήκει στήν ἀποκλειστική ἐξουσία καί ἁρμοδιότητα τοῦ οὐρανίου Πατρός. Ὑπάρχει καί κάποια παροιμία τοῦ λαοῦ μας πού ἁρμόζει σ’ αὐτή τήν περίπτωση: «Μή φυτρώνεις ἐκεῖ πού δέν σέ ἔσπειραν».

Ἄραγε διαφαίνεται κάποιο τέχνασμα τοῦ Σατανᾶ πίσω ἀπό αὐτή τήν ἐνασχόληση μέ ἡμερομηνίες καί μέ τόν καθορισμό ἡμερομηνιῶν; Βεβαίως! Στρέφει τόν ἄνθρωπο ἁπλά στό πῶς θά ἱκανοποιήσει τήν περιέργειά του καί ἀποσπᾶ τήν προσοχή του ἀπό τό κύριο καί βασικό πού πρέπει νά τόν ἐνδιαφέρει, καί τό ὁποῖο εἶναι ἡ καλή ψυχική προετοιμασία του γιά τή φοβερή ἐκείνη ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Ἐπιπλέον ἡ ἐπανειλημμένη διάψευση τοῦ καθορισμένου χρόνου ὡς πρός τή Δευτέρα Παρουσία δημιουργεῖ στήν ψυχή τελικά καί τό αἴσθημα τῆς ἀπογοητεύσεως ἀλλά καί τῆς ἀμφιβολίας ὡς πρός τό ἐάν θά γίνει πράγματι ἡ Δευτέρα Παρουσία. Καί ἔτσι ὁδηγεῖται καί σύρεται ὁ ἄνθρωπος στήν ἁμαρτωλή ζωή.

2. Γιατί ὅμως παραμένει ἄγνωστη ἡ ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρου­σίας; Δέν θά ἦταν καλύτερα νά γνωρίζαμε μέ ἀκρίβεια τό πότε θά γίνει; Ἐάν ἦταν αὐτό καλύτερο, θά μᾶς τό ἀποκάλυπτε ὁπωσδήποτε ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος μᾶς ἀγαπᾶ πολύ περισσότερο ἀπό ὅσο ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἀγαπᾶμε τόν ἑαυτό μας. Δέν εἶναι οὔτε ἀναγκαῖο οὔτε ὠφέλιμο νά μάθουμε τόν ἀκριβή χρόνο. Ἐκεῖνο πού μᾶς χρειάζεται εἶναι νά εἴμαστε ἀπολύτως βέβαιοι ὅτι θά γίνει ὁπωσδήποτε κάποτε καί ὄχι τό πότε θά γίνει.

Ὁ ἱερός Χρυσόστομος σημειώνει ὅτι δέν ἔχει καμία οὐσιαστική ἐπίδραση στήν ψυχή, οὔτε τή βλάπτει, οὔτε τήν ὠφελεῖ, ἡ γνώση τοῦ ἀκριβοῦς χρόνου τῆς Δευτέρας Παρουσίας, ἐάν δηλαδή εἶναι «ἔστω πόρρω (=μακριά), ἔστω ἐγγύς» (ΕΠΕ 22, 524). Καί προσθέτει: «οὐκ εἶπεν ὁ Χριστός, ἐπειδή μή συνέφερε. Πῶς οὐ συνέφερε, φησίν; Αὐτός οἶδεν ὁ κρύψας, διά τί μή συνέφερεν» (ὅ.π.). Δέν μᾶς ἀποκάλυψε ὁ Κύριος τήν ἀκριβή ἡμέρα, διότι δέν μᾶς συνέφερε. Τό γιατί δέν μᾶς συνέφερε τό γνωρίζει Ἐκεῖνος πού δέν μᾶς τό ἀποκάλυψε.

Ὁ Ἑρμηνευτής τῶν Γραφῶν Θεοφύλακτος σημειώνει ὅτι εἶναι πρός τό συμφέρον μας τό ὅτι ἀγνοοῦμε τόν ἀκριβή χρόνο τῆς Δευτέρας Παρουσίας. «Συμφερόντως ἀπέκρυψεν ὁ Θεός τήν συντέλειαν… ἵνα ὡς ἀδήλου ὄντος τοῦ τέλους ἀγωνιζώμεθα μή ἀνετοίμοις ἐπιστῇ». (Π. Ν. Τρεμπέλα, Ὑπόμνημα εἰς τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, κεφ. ιγ΄, στίχ. 33). «Ἡ ἄγνοια αὕτη ἔχει πνευματικήν χρηστότητα… εἶναι κέντρον (=κεντρί) πρός ἄγρυπνον προσοχήν καί πρός φιλόπονον ἄσκησιν καί καλλιέργειαν… πρός ὑποδοχήν τοῦ Κυρίου ὁποτεδήποτε ἔλθῃ» (ὅ.π.).

Ἐάν γνωρίζαμε π.χ. ὅτι θά γινόταν ἡ Δευτέρα Παρουσία μετά ἀπό δέκα ἀκριβῶς ἡμέρες, τί θά συνέβαινε; Θά παρέλυαν τά πάντα καί θά ἐπικρατοῦσε χάος. Ἐσπευσμένα καί σπασμωδικά θά ἔκαναν ὅ,τι μποροῦσαν οἱ ἄνθρωποι γιά νά σωθοῦν. Θά ἐπηρεαζόταν ἡ θέλησή τους ψυχολογικά λόγῳ τοῦ τρόμου. Αὐτή ὅμως ἡ πνευματικότητα δέν εἶναι ὀρθή καί θεάρεστη. «Τό κατά βίαν γινόμενον οὐ λογικόν οὐδέ ἀρετή», γράφει ὁ ἱερός Δαμασκηνός (PG 94, 969).

Ἐάν ἀντιθέτως γνωρίζαμε ὅτι ἡ Δευτέρα Παρουσία θά γινόταν ἔπειτα ἀπό χίλια ἔτη, τί θά ἐπικρατοῦσε; Ἀδιαφορία, ραθυμία, χαλάρωση, χαύνωση.

Ἀγνοοῦμε, λοιπόν, τόν χρόνο, καί «κρατούμεθα ἐν ἀβεβαιότητι, ἵνα καθ’ ἑκάστην ἡμέραν περιμένωμεν αὐτόν» (Π. Ν. Τρεμπέλας, ὅ.π.). Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό αὐτό πού γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Ὁ ἐκείνην τήν ἡμέραν καί τήν ὥραν πρό ὀφθαλμῶν τιθέμενος (=αὐτός πού ἔχει πάντοτε κατά νοῦν τήν ἡμέρα ἐκείνη), καθ’ ἥν πᾶσα ἡ κτίσις περιστήσεται τόν Κριτήν… ἤ οὐδέν παντελῶς ἤ ἐλάχιστα ἁμαρτήσεται» (PG 32, 652). Ἐπηρεάζει δηλαδή τόν καλό ἀγώνα μας γιά τήν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς ἡ σκέψη τῆς Δευτέρας Παρουσίας. Μᾶς συμφέρει ἑπομένως ἡ ἄγνοια τοῦ χρόνου.

3. Ἄραγε ὅμως εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἀγνοοῦμε ἐντελῶς τόν χρόνο; Ὄχι, διότι κατά προσέγγιση τόν γνωρίζουμε. Πῶς; Πόσα χρόνια ζεῖ καί ὁ πλέον αἰωνόβιος ἄνθρωπος; Μέχρι τά ἑκατό χρόνια τό πολύ ἔρχεται γιά τόν καθένα μας ἡ συντέλεια. Προσδιορίζεται ἀπό τόν θάνατό μας, ὁ ὁποῖος, ὅταν δέν εἶναι αἰφνίδιος, εἶναι γνωστό περίπου πότε πλησιάζει. Τό λέει χαρακτηριστικά ὁ θεόπτης Μωυσῆς στόν ὑπέροχο Ψαλμό του, πού εἶναι καί σπουδαία προσευχή: «Αἱ ἡμέραι τῶν ἐτῶν ἡμῶν ἐν αὐτοῖς ἑβδομήκοντα ἔτη, ἐάν δέ ἐν δυναστείαις, ὀγδοήκοντα ἔτη, καί τό πλεῖον αὐτῶν κόπος καί πόνος» (Ψαλ. πθ΄ [89] 10). Ἑβδομήντα, ὀγδόντα περίπου εἶναι τά ἔτη τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας.

Πάλι ὁ ἱερός Χρυσόστομος μέ τόν χαρακτηριστικό τρόπο του λέει: «Θῶμεν (=ἄς ὑποθέσουμε) εἶναι τήν συντέλειαν (τοῦ κόσμου) μετά εἴκοσι ἔτη, μετά τριάκοντα ἔτη, μετά ἑκατόν. Τί τοῦτο πρός ἡμᾶς; (=τί σχέση ἔχει αὐτό μέ μᾶς καί γιατί μᾶς ἀπασχολεῖ;) Οὐχί ἑκάστου ἡ συντέλεια τό τῆς ζωῆς αὐτοῦ πέρας ἐστί; (=δέν ἔρχεται γιά τόν καθένα ἡ συντέλεια μέ τό τέλος τῆς ζωῆς του;) Τί πολυπραγμονεῖς καί ὠδίνεις (=πονεῖς καί ταλαιπωρεῖσαι) ὑπέρ τοῦ κοινοῦ τέλους;» (PG 63, 801). Ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου μας εἶναι γιά τόν καθένα μας κατ’ οὐσίαν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, διότι δέν ὑπάρχει μετάνοια στόν Ἅδη. Θά παρουσιαστοῦμε στόν Κριτή μέ τήν ψυχική κατάσταση στήν ὁποία βρισκόμαστε κατά τόν θάνατό μας.

4. Ποιά ἀλήθεια τονίζει ἡ παρομοίωση τῆς ἐλεύσεως τῆς Δευτέρας Παρουσίας μέ τούς αἰφνίδιους πόνους τοκετοῦ πού κυριεύουν τήν ἔγκυο γυναίκα, καί μέ τήν ἐπίθεση τοῦ κλέφτη; Τήν ἀλήθεια γιά τό αἰφνίδιο τῆς ὥρας ἐκείνης. Θά ἔλθει ξαφνικά. Πράγματι δέ «ὁ θάνατος ἔρχεται εἰς τόν κάθε ἄνθρωπον ἄδηλος καί αἰφνίδιος, ὡσάν ὁ κλέπτης ἔρχεται εἰς τήν νύκτα… ὅπως αἰφνιδίως πιάνονται ἀπό τούς ἀνυποφόρους πόνους τῆς γέννας καί κατακόπτονται ἀπό τά κοιλοπονήματα οἱ ἔγκυες γυναῖκες» ( Ἅγιος Νικόδημος) .

Ἡ παρομοίωση μάλιστα μέ τούς αἰφνίδιους πόνους τοῦ τοκετοῦ ὑπονοεῖ ὄχι μόνο τό ἄδηλο καί αἰφνίδιο, «ἀλλά καί τό τῆς ὀδύνης πικρόν» (ἱ. Χρυσόστομος, ΕΠΕ 22, 530). Ὑπαινίσσεται δηλαδή τόν πόνο πού θά δοκιμάσουν τότε ὅσοι δέν ζοῦν θεάρεστα. Γι’ αὐτό λέει πρός τούς Θεσσαλονικεῖς στόν 4ο στίχο: «Σεῖς δέν ζῆτε εἰς τό σκότος τῆς ἁμαρτίας, διά νά σᾶς καταλάβῃ ἡ ἡμέρα ἐκείνη ἐνῶ θά κυλίεσθε εἰς τά ἔργα τῆς ἁμαρτίας, πρᾶγμα πού θά σημάνῃ τήν καταστροφήν σας».

Ἡ ἀλήθεια ὅμως ὅτι ἡ ἡμέρα ἐκείνη θά ἔλθει ξαφνικά, ἐπιβάλλει κάποιο καθῆκον. Ποιό εἶναι αὐτό; Νά εἴμαστε πάντοτε ἕτοιμοι. Νά ζοῦμε δηλαδή διαρκῶς θεάρεστα. Θυμάστε τήν Παραβολή τῶν δέκα παρθένων; Ἄς θυμηθοῦμε καί τόν ὑπέροχο ἐκεῖνο ὕμνο τῆς Ἐκκλησίας μας: «Ἰδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός· καί μακάριος ὁ δοῦλος, ὅν εὑρήσει γρηγοροῦντα…» (βλ. καί Ματθ. κδ΄ 44, κε΄ 1-13, Μάρκ. ιγ΄ 33).

ΣΥΝΘΗΜΑ: «Ἡ ἡμέρα Κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτί οὕτως ἔρ­χεται» (Α΄ Θεσ. ε΄ 2).