Ἡ κραυγὴ τῆς ψυχῆς μας – Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 29 Ἰανουαρίου 2023

Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 29 Ἰανουαρίου 2023, ΙΖ΄ Λουκᾶ (Ματθ. ιε΄ 21-28)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ξῆλ­θεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ μέ­ρη Τύρου καὶ Σιδῶνος. καὶ ἰδοὺ γυνὴ Χαναναία ἀπὸ τῶν ὁ­ρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα ἐκραύ­γασεν αὐτῷ λέγουσα· ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυΐδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον. καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἠρώτων αὐτὸν λέγοντες· ἀπό­λυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ. ἡ δὲ ἐλθοῦσα προσεκύνησεν αὐτῷ λέγουσα· Κύριε, βοήθει μοι. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις. ἡ δὲ εἶπε· ναί, Κύριε· καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πι­πτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν. τότε ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῇ· ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης.

 

Η ΚΡΑΥΓΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΑΣ

«Ἐκραύγασεν αὐτῷ λέγουσα· ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυΐδ»

Μιὰ συναρπαστικὴ πάλη μᾶς περιέγραψε ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα. Ἕναν παράδοξο ἀγώνα ἀνάμεσα στὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ σὲ μιὰ Χαναναία γυναίκα. Καὶ τὸ θαυμαστὸ εἶναι ὅτι στὴν πάλη αὐτὴ νίκησε, θὰ λέγαμε, ἡ Χαναναία, ἡ εἰδωλολάτρισσα. Διότι μὲ τὴ θερμὴ ἱκεσία της εἵλκυσε τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου, ἄκουσε τὸ ἐγκώμιό του καὶ κέρδισε αὐτὸ ποὺ ἐπίμονα ζητοῦσε.

Μὲ ἀφορμὴ λοιπὸν τὸ παράδειγμα τῆς Χαναναίας ἂς δοῦμε, ποιά χαρακτηριστικὰ πρέπει νὰ ἔχει ἡ προσευχή μας, ὥστε νὰ ἑλκύει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.

1. Μὲ θερμότητα

Τὸ πρῶτο γνώρισμα ποὺ εἶχε ἡ προσευχὴ τῆς Χαναναίας, ἦταν ὅτι ἔβγαινε ἀπὸ μιὰ φλογισμένη καρδιά. Γι᾿ αὐτὸ ἦταν θερμὴ ἡ προσ­ευχή της. Δὲν ἀρκέσθηκε νὰ ἀναφέρει ἁπλῶς τὸ αἴτημά της στὸν Χριστό, ἀλλὰ «ἐκραύγασεν αὐτῷ». Φώναξε μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς καρδιᾶς της. Τόσο, ποὺ ἐνοχλήθηκαν οἱ μαθητὲς τοῦ Κυρίου καὶ Τὸν παρακάλεσαν νὰ τῆς δώσει αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε, λέγοντας «ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν». Ἀντιλάλησαν τὰ ὄρη καὶ οἱ χαράδρες ἀπὸ τὴ δυνατὴ κραυγὴ τῆς Χαναναίας.

Τὴν ἴδια ἔνταση εἶχε καὶ ἡ μυστικὴ προσ­ευχὴ τοῦ Μωυσῆ γιὰ τοὺς Ἰσραηλίτες πρὶν ἀπὸ τὴ διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς θάλασσας. Παρόλο ποὺ προσευχόταν σιωπηλά, ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴ θερμὴ προσευχή του καὶ τοῦ ἀποκρίθηκε: «Τί βοᾷς πρός με;» (Ἔξ. ιδ΄ 15). Γιατί φωνάζεις; Σὲ ἀκούω. Ἐδῶ εἶμαι, ἕτοιμος νὰ σὲ βοηθήσω.

Αὐτὴ τὴν ἔνταση, τὴ θερμότητα, τὴ ζέση ἂς ἔχει καὶ ἡ δική μας προσευχή, ὥστε νὰ ὑπερβαίνει τὴ γῆ καὶ νὰ φθάνει στὸν θρόνο τοῦ οὐράνιου Βασιλιᾶ. Ἂς μὴν εἶναι μιὰ ψυχρὴ ἐπανάληψη λέξεων μὲ τὸ στόμα, ἀλλὰ μιὰ ἱκεσία, μιὰ βοή· μιὰ κραυγὴ τῆς φλογισμένης καρδιᾶς μας πρὸς τὸν Θεό. Διότι τὴν καρδιὰ ἀκούει ὁ Θεός, ὄχι τὰ λόγια μας.

2. Μὲ ἐπιμονὴ

Ἡ Χαναναία, ἐπιπλέον, ἐπέμεινε στὴν ἱκεσία της. Ἐπειδὴ πίστευε θερμά, δὲν ἀμφέβαλλε οὔτε στιγμὴ ὅτι ὁ Χριστὸς εἶχε τὴν ἐξουσία νὰ θεραπεύσει τὴν κόρη της ποὺ ἔπασχε ἀπὸ τὴν ἐπήρεια δαιμονίου. Ἐπέμεινε παρὰ τὴ φαινομενικὴ ἀδιαφορία καὶ ἄρνηση τοῦ Κυρίου. Δὲν ἔφυγε, δὲν σιώπησε, οὔτε ἀπελπίσθηκε. Ἔτρεξε καὶ γονάτισε στὰ πόδια του γιὰ νὰ ἐπαναλάβει τὸ αἴτημά της.

Ἴσως κάποτε νὰ καθυστερεῖ ὁ Θεὸς νὰ ἀπαντήσει στὴν προσευχή μας. Φαίνεται τότε ὅτι σιωπᾶ, ὅτι δὲν μᾶς ἀκούει. Ἂς μὴν ἀπογοητευόμαστε ὅμως. Ἂς μὴν παραιτούμαστε ἀπὸ τὴν προσευχή μας, ἂς μὴν κλονίζεται ἡ πίστη μας. Δὲν ἀδιαφορεῖ ὁ Θεός. Μὲ πίστη ἂς συνεχίζουμε τὴν προσευχή μας, χωρὶς λογισμοὺς ἀμφιβολίας. Ἂς Τοῦ ζητοῦμε καὶ τὰ μεγάλα· ἀκόμη καὶ τὰ ἀδύνατα, διότι ὅλα μπορεῖ νὰ τὰ πραγματοποιήσει. Κι ἂν κάποτε φαίνεται ὅτι σιωπᾶ στὰ αἰτήματα τῆς καρδιᾶς μας, καὶ τότε ἀκόμη κάνει αἰσθητὴ τὴν παρουσία του δίπλα μας, χαρίζοντας στὴν ψυχή μας αἴσθηση παρακλήσεως καὶ παρηγοριᾶς.

3. Μὲ βαθιὰ ταπείνωση

Ἡ προσευχὴ τῆς Χαναναίας χαρακτη­ριζόταν καὶ ἀπὸ βαθιὰ ταπείνωση. Ὁ Κύριος ἔδειχνε ἀρχικὰ νὰ ἀδιαφορεῖ στὶς ἐπίμονες ἱκεσίες της· ἀλλὰ καὶ ὅταν κατόπιν ἀποκρίθηκε, ὁ λόγος του θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ προσβλητικός: Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ πάρουμε τὸ ψωμὶ τῶν παιδιῶν, δηλαδὴ τῶν Ἑβραίων, καὶ νὰ τὸ δώσουμε στὰ «κυνάρια», δηλαδὴ στοὺς εἰδωλολάτρες. Σὰν νὰ τὴν ἀποκάλεσε σκυλάκι ὁ Χριστός.

Ἡ Χαναναία ὅμως ὄχι μόνο δὲν ἀντέδρασε στὴν ἀπάντηση τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ ταπείνωσε ἀκόμη περισσότερο τὸν ἑαυτό της: Δέχομαι, Κύριε, ὅτι εἶμαι σκυλάκι. Ὅμως καὶ τὰ σκυλάκια ἔχουν δικαίωμα νὰ τρῶνε ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ τραπέζι τῶν κυρίων τους. Δὲν ἀξίζω νὰ μοῦ δώσεις ψωμί. Μόνο λίγα ψίχουλα Σοῦ ζητῶ.

Τὰ τελευταῖα αὐτά, γεμάτα συντριβὴ λόγια της εἵλκυσαν τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος δὲν ἀδιαφοροῦσε. Ἤθελε ὅμως μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ νὰ ἀναδείξει τὴν ἀρετή, τὴν ταπείνωσή της. Ἄλλωστε ὁ Θεὸς ἐπιβλέπει «ἐπὶ τὴν προσευχὴν τῶν ταπεινῶν» (Ψαλ. ρα΄ [101] 18). Γι᾿ αὐτὸ κι ἐμεῖς ἂς ἐκφράζουμε τὰ αἰτήματά μας στὸν Κύριο μὲ ταπείνωση· μὲ συντριβὴ καρδιᾶς· μὲ τὴν παραδοχὴ ὅτι εἴμαστε ἀνάξιοι τοῦ ἐλέους του ἐξαιτίας τῶν ἁμαρ­τιῶν μας: «Δὲν ἀξίζω τὰ δῶρα καὶ τὶς εὐεργεσίες σου, Κύριε. Τὸ ἔλεός σου ζητῶ».

Αὐτὸ τὸ θεῖο ἔλεος ζητοῦσε καὶ ἡ Χαναναία τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, χωρὶς νὰ θεωρεῖ ὅτι ἦταν ἄξια νὰ λάβει τὸ ζητούμενο. «Οὐδὲ γὰρ ὡς ἀξία οὖσα, οὐδὲ ὡς ὀφειλὴν ἀπαιτοῦσα, οὕτω προσῆλθεν, ἀλλ᾿ ἐλεηθῆναι ἐδεῖτο» (PG 58, 519), σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Μᾶς δίδαξε λοιπὸν σήμερα αὐτὴ ἡ εἰδωλολάτρισσα ὅτι, ὅταν ἡ προσευχή μας γίνεται μὲ θερμότητα, μὲ ἐπιμονὴ καὶ βαθιὰ ταπείνω­ση, τότε σείει τὸν οὐρανό, νικᾶ τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ καὶ ἑλκύει τὸ πλούσιο ἔλεός του.