19. «Ἐπένθησα καί ἤμην νηστεύων καί προσευχόμενος»

Μεταφορτώσεις

Θέμα για τους κυκλάρχες

 

Μ. Τεσσαρακοστῆς

Φθάσαμε κι ἐφέτος, σύν Θεῷ, στήν κατανυκτική περίοδο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἡ ὁποία βοηθεῖ ὅλους μας σέ βαθύτερη μετάνοια καί πρόοδο στήν πνευματική μας ζωή. Οἱ ἱεροί ὑμνογράφοι τονίζουν ὅτι ἡ Μ. Τεσσαρακοστή εἶναι «μετανοίας καιρός καί δεήσεως ὥρα». Γιά νά ὠφεληθοῦμε κάπως περισσότερο ἀπό τήν ἁγία αὐτή περίοδο τῆς λατρευτικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μας, θά κάνουμε σήμερα μία διακοπή στή σειρά τῆς τακτικῆς συμμελέτης μας καί θά μελετήσουμε μία περικοπή ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, ἡ ὁποία θά μᾶς δώσει τήν ἀφορμή γιά τή σχετική συζήτηση.

Μελέτη περικοπῆς: Νεεμ. α΄ 1-5

1. Τό Βιβλίο τοῦ Νεεμία θεωρεῖται ὡς ἕνα ἀπό τά πλέον ἐντυπωσιακά Βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ὁ Νεεμίας, ὁ ὁποῖος ἦταν ἕνας ἀπό τούς ἐξόριστους στή Βαβυλώνα Ἰουδαίους πού εἶχαν καταλάβει σπουδαῖες θέσεις στήν αὐλή τοῦ αὐτοκράτορα, χαρακτηρίζεται ὡς σπουδαῖος ἡγέτης καί ἐξαιρετική θρησκευτική προσωπικότητα. Ἄνθρωπος μεγάλης πίστεως, θερμῆς προσευχῆς καί φλογερῆς ἀγάπης πρός τήν Πατρίδα καί τούς συμπατριῶτες του. Τόν ἐπέλεξε δέ ὁ Θεός γιά νά ἀνορθώσει τό ταπεινωμένο μεγαλεῖο τοῦ λαοῦ Του λόγῳ τῆς Βαβυλώνιας αἰχμαλωσίας.

Ὅταν πληροφορήθηκε ὁ Νεεμίας τά δυσάρεστα νέα γιά τήν ἀξιο­θρήνητη κατάσταση, ἡ ὁποία ἐπικρατοῦσε στά Ἱεροσόλυμα, πα­ρακινήθηκε ἐσωτερικά ἀπό τόν Κύριο νά κάνει ὅ,τι μποροῦσε γιά τή βοήθεια τῆς Πατρίδας του. Τό πρῶτο δέ πού ἔκανε ἦταν νά κλαίει, νά νηστεύει καί νά προσεύχεται γιά μέρες ζητώντας τό ἔλεος καί τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ.

2. Ἄς προσέξουμε κάπως καλύτερα τόν 4ο στίχο. «Καί ἐγένετο ἐν τῷ ἀκοῦσαί με τούς λόγους τούτους ἐκάθισα καί ἔκλαυσα καί ἐπένθησα ἡμέρας καί ἤμην νηστεύων καί προσευχόμενος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ».

Τρία εἶναι τά σημεῖα στόν στίχο αὐτό, τά ὁποῖα συνιστοῦν συγχρόνως καί τά χαρακτηριστικά στοιχεῖα καί γνωρίσματα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ποιά εἶναι αὐτά; Πένθος, νηστεία, προσευχή. Γιατί πενθοῦσε ὁ Νεεμίας; Γιά τήν καταστροφή πού ἦλθε στήν Πατρίδα του λόγῳ τῶν παρανομιῶν τῶν συμπατριωτῶν του. Ἔβλεπε καί ζοῦσε τά πικρά ἀποτελέσματα τῆς ἀποστασίας ἀπό τόν Θεό τῶν πατέρων του. Γιατί ὀφείλουμε νά πενθοῦμε ἐμεῖς; Γιά τή θλιβερή κατάσταση ἡ ὁποία δημιουργήθηκε μέσα μας καί γύρω μας ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας. Ποιᾶς ἁμαρτίας; Καί τῆς προπατορικῆς καί τῆς πολυποίκιλης καί πολύτροπης δικῆς μας. «Ὑπέρ ἁμαρτίας κλαῖε», συμβουλεύει ὁ Μ. Βασίλειος· «αὕτη πένθους ἀξία καί ὀδυρμῶν ἀσιγήτων» (PG 31, 260).

Τί κερδίζει κανείς μέ τό πένθος γιά τίς ἁμαρτίες του; Πρῶτα-πρῶτα καί κυρίως ταπεινώνεται καί συντρίβεται. Ἀναγνωρίζει ὅτι εἶναι ἔνοχος καί συνειδητοποιεῖ τήν ἀναξιότητά του. Καί εἶναι αὐτό κέρδος; Μάλιστα, διότι ἀποτελεῖ βασική προϋπόθεση γιά νά ἑλκυσθεῖ ἐπάνω μας τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. «Καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην ὁ Θεός οὐκ ἐξου­δενώσει», ἔλεγε πενθώντας γιά τό διπλό ἁμάρτημά του ὁ Δαβίδ (βλ. Ψαλ. ν΄ [50] 19).

Τό πένθος γιά τήν ἁμαρτωλή ζωή μας εἶναι τό καλύτερο δεῖγμα γιά τήν εἰλικρινή μετάνοια καί ὁδηγεῖ στή λύτρωση ἀπό τόν «κλοιόν τόν βαρύν τῆς ἁμαρτίας». Καί «ὥσπερ τό πῦρ ἀναιρετικόν καλάμης ἐστίν, οὕτω τό δάκρυον τό ἁγνόν, παντός ρύπου» (Ἅγιος Ἰωάννης τῆς «Κλίμακος», Λόγ. Ζ΄, λγ΄). «Τό γάρ δάκρυον σβέννυσι πυρκαϊάν ἁμαρτημάτων καί ἀποπλύνει δυσωδίαν ἁμαρτίας» (ἱερός Χρυσόστομος, PG 49, 331). Δέν πρόκειται βεβαίως τόσο γιά τά ὑλικά δάκρυα, ὅσο γιά τά ψυχικά, γιά τό πένθος τῆς ψυχῆς, γιά τόν πόνο τόν βαθύ, ἐπειδή λυπήσαμε μέ τίς ἁμαρτίες μας τόν Θεό καί γίναμε καί ἐμεῖς αἰτία νά πάθει καί νά σταυρωθεῖ ὁ Κύριος.

Γι’ αὐτό καί οἱ ὕμνοι τῆς Ἐκκλησίας μας κατά τήν περίοδο αὐτή τῆς μετάνοιας μᾶς παρακινοῦν σέ πένθος γιά τίς ἁμαρτίες μας. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικά τά ὅσα λέει ὁ ὕμνος τοῦ πρώτου κατανυκτικοῦ Ἑσπερινοῦ: «Ἐμαυτόν ἀπελπίζω, ἐννοῶν τά ἔργα μου, Κύριε, τά πάσης τιμωρίας ἐπάξια. Ἰδού γάρ παραβλέψας τά σεπτά σου, Σῶτερ, ἐντάλματα, ἀσώτως μου τόν βίον ἠνάλωσα. Διό καθικετεύω μετανοίας ὄμβροις με καθάρας, νηστείᾳ καί δεήσει, ὡς μόνος Ἐλεήμων ἐκλάμπρυνον». Καί δέν εἶναι τό μόνο τροπάριο πού ὁμιλεῖ γιά πένθος καί δάκρυα ὡς ἐκδήλωση τῆς μετάνοιας. Θυμάστε κανένα ἄλλο; Νά ἀναφέρουμε ἕνα ἀκόμη ἀπό τήν πρώτη ἡμέρα τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς: «Ὄμβρους μοι παράσχου, Χριστέ, δακρύων ἐν τῇ τῆς Νηστείας τερπνῇ ἡμέρᾳ, ὅπως πενθήσω καί ἀποπλύνω τόν ρύπον τόν ἐκ τῶν ἡδονῶν καί ἐποφθῶ σοι κεκαθαρμένος, ἡνίκα Κριτής ἐξ οὐρανῶν μέλλῃς ἔρχεσθαι, Κύριε…»

3. Ἄς προσέξουμε ὅμως καί τά ἄλλα στοιχεῖα τῆς συμπεριφορᾶς τοῦ Νεεμία, πού ἀποτελοῦν καί γνωρίσματα, ὅπως προαναφέραμε, αὐτῆς τῆς ἁγίας περιόδου: «Ἤμην νηστεύων καί προσευχόμενος». Νηστεία καί προσευχή. Ἔτσι συνήθιζαν νά ἐκζητοῦν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ (βλ. καί Β΄ Βασ. ιβ΄ 21, Τωβ. ιβ΄ 8, Δαν. θ΄ 1-3, Λουκ. β΄ 37). Γιατί χρειάζεται νά συνοδεύει τήν προσευχή καί ἡ νηστεία; Διότι ἡ νηστεία εἶναι ἔμπρακτη ταπείνωση. Δέν τρῶς ὅ,τι ποθεῖ ὁ σαρκικός ἑαυτός σου. Τόν πιέζεις, τόν ταλαιπωρεῖς, χτυπᾶς στήν οὐσία τό ἐγώ σου. Ὅπου δέ ὑπάρχει συντριβή τοῦ «ἐγώ», ἐκεῖ ἔρχεται ἡ Χάρις καί ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ. «Ὁ εὐχόμενος μετά νηστείας διπλᾶς ἔχει τάς πτέρυγας, καί τῶν ἀνέμων αὐτῶν κουφοτέρας» (=ἐλαφρότερες), τονίζει ὁ ἱερός Χρυσόστομος (ΕΠΕ 11, 304). Ἀνυψώνεται καλύτερα ἡ ψυχή στόν Θεό, ὅταν νηστεύουμε καί ἀποσπᾶμε τόν νοῦ μας ἀπό τίς τροφές τῆς γῆς. Πολύ χαρακτηριστικός σχετικά εἶναι ἕνας ὕμνος τῆς Τρίτης τῆς Α΄ Ἑβδομάδας τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς: «Ἐν ἐγκρατείᾳ ἅπαντες τάς ψυχάς πτερώσαντες, ἐν τοῖς οὐρανοῖς εὐχάς εὐπροσδέκτους προσάξωμεν τῷ Κυρίῳ». «Ἡ μετά νηστείας προσευχή», λέει ὁ Μ. Βασί­λειος, «δέν ἦταν ἐκείνη πού εἰσακούσθηκε ἀπό τόν Θεό καί ἔγινε αἰτία νά ἀποκτήσει ἡ στείρα Ἄννα τόν Σαμουήλ;» (PG 31, 172).

Ὁ συνδυασμός ὅμως νηστείας καί προσευχῆς δίνει καί τήν κατάλληλη δύναμη γιά νά νικᾶμε τίς προσβολές τοῦ Πονηροῦ. Ἐνισχύει τήν ψυχή, πού ἀγωνίζεται κατά τήν περίοδο αὐτή πιό ἔντονα καί συστηματικά στόν καλό ἀγώνα κατά τῶν δαιμόνων. Θυμάστε αὐτό πού εἶπε ὁ Κύριος στούς μαθητές Του, ὅταν Τόν ρώτησαν γιατί δέν μπόρεσαν οἱ ἴ­διοι νά θεραπεύσουν τόν σεληνιαζόμενο νέο; «Τοῦτο τό γένος (τῶν δαιμόνων) οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ» (Ματθ. ιζ΄ 14-21).

Ἡ νηστεία, προσθέτει ὁ Μ. Βασίλειος, «δυνατούς ρώννυσι» (=ἐνισχύει ἀκόμη περισσότερο τούς δυνατούς)· εἶναι «ὅπλον ἀριστεύουσιν» (=γι’ αὐτούς πού ἀγωνίζονται νά νικήσουν), εἶναι «ἀθληταῖς γυμνάσιον» (=προπόνηση)· ἡ νηστεία «πειρασμούς ἀποκρούεται» καί «ἀλείφει (=προετοιμάζει γιά τούς ἀγῶνες) πρός εὐσέβειαν» (PG 31, 172).

Ἄς χτυπήσουμε λίγο ἔστω τό καταναλωτικό πνεῦμα τῶν καιρῶν μας, τό ὁποῖο ἀπειλεῖ ὅλους μας, καί ἄς περιορίσουμε τή διατροφή μας σύμφωνα μέ ὅ,τι ὁρίζει ἡ Ἐκκλησία μας. Ἐφόσον ἔχουμε ὑγεία, μποροῦμε καί πρέπει νά νηστεύουμε. Ἐάν ἄλλοι νηστεύουν γιά λόγους σωματικῆς ὑγείας ἤ δίαιτας ἤ ἀθλητικῶν ἐπιδόσεων, ἐμεῖς, ὡς τέκνα τῆς Ἐκκλησίας, ἄς νηστεύουμε γιά τήν ὑγεία καί εὐρωστία τῆς ψυχῆς μας.

Ἄς δοῦμε καί τό τρίτο στοιχεῖο τῆς συμπεριφορᾶς τοῦ Νεεμία. Τί λέει; «Ἤμην… προσευχόμενος», σέ χρόνο παρατατικό, πού σημαίνει διάρκεια. Δέν εἶπε «προσηυχήθην», ἀλλά «ἤμην… προσευχόμενος». Καί ἦταν πράγματι, ὅπως προαναφέραμε, ἄνθρωπος πολλῆς προσευχῆς (βλ. καί Νεεμ. θ΄ 6-38). Τί ἄλλο ὅμως εἶναι καί ἡ περίοδος τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς παρά καιρός διαρκοῦς προσευχῆς; Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία συχνότατα τώρα μᾶς καλεῖ μέ τίς καμπάνες της στίς πυκνές ἱερές Ἀκολουθίες τῶν ἡμερῶν αὐτῶν στούς ἱερούς Ναούς γιά συμμετοχή στήν κοινή προσευχή. Τίς θυμάστε; Ἑσπερινοί, Κατανυκτικοί Ἑσπερινοί, Μικρά Ἀπόδειπνα, Μεγάλα Ἀπόδειπνα, Ὧρες, Ὄρθροι, Θεῖες Λειτουργίες Χρυσοστόμου, Μεγάλου Βασιλείου καί Προηγιασμένων, Χαιρετισμοί τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, Ἀκολουθία Μεγάλου Κανόνος, Μυστήριο Εὐχελαίου, Ἀκολουθίες τοῦ Νυμφίου, τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος κ.λπ. Ἐάν σ’ αὐτά προσθέσουμε καί τήν ἀτομική μας προσευχή στό σπίτι μας, βλέπουμε πόσο χρόνο διαθέτουμε γιά προσευχή κατά τήν ἁγία αὐτή περίοδο. Τί ἄλλο παρά μεγάλη εὐλογία τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτό γιά μᾶς; Καί ἔτσι πρέπει νά βλέπουμε τίς ὧρες αὐτές τῆς προσευχῆς καί τῆς κοινωνίας μας μέ τόν οὐράνιο Πατέρα μας, γιά νά ἀπολαμβάνουμε καί νά ἀποκομίζουμε μεγάλη ὠφέλεια ἀπό αὐτές.

Γι’ αὐτό πάλι μέ τούς ἱερούς ὕμνους της μᾶς παρακινεῖ σχετικά ἡ Ἐκκλησία μας: «Δεῦτε συνέλθωμεν, ἐν τῷ ταμείῳ τῆς ψυχῆς, Κυρίῳ τάς εὐχάς ἀποδίδοντες, καί βοῶντες· Πάτερ ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, τά ὀφειλήματα ἡμῶν ἄνες καί ἄφες, ὡς μόνος εὔσπλαγχνος» (Ὄρθρος Τρίτης Α΄ Ἑ­βδο­μάδος).

Πρέπει νά σκιρτᾶ ἡ καρδιά μας γιά τίς ἱερές ὧρες τῆς προσευχῆς, κοινῆς καί ἀτομικῆς. «Ἐπικαλεῖσθαι δέ δεῖ μή ραθύμως», συνιστᾶ ὁ Μ. Βασίλειος (ΕΠΕ 9, 410). Καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς προσθέτει: «Οὔτε πίστιν βεβαίαν οὔτε ἀληθινήν ἀρετήν ἔχειν δυνατόν, ἐάν μή προσκαρτερῶμεν ἐκ ψυχῆς τοῖς πρός τόν Θεόν ὕμνοις καί δεήσεσι» (ΕΠΕ 11, 226).

Ἐάν, λοιπόν, ποθοῦμε νά ἀποκομίσουμε ὠφέλεια ἀπό τήν περίοδο αὐτή, ἄς πενθοῦμε θεάρεστα, ἄς νηστεύουμε μέ εὐχαρίστηση καί ἄς προσευχόμαστε μέ θέρμη ψυχῆς.

ΣΥΝΘΗΜΑ: «Ἐπένθησα καί ἤμην νηστεύων καί προσευχόμενος» (Νεεμ. α΄ 4).