Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 12 Μαρτίου 2023, Β΄ Νηστειῶν – Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ (Μάρκ. β΄ 1-12)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰσῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς Καπερναοὺμ καὶ ἠκούσθη ὅτι εἰς οἶκόν ἐστι. καὶ εὐθέως συνήχθησαν πολλοί, ὥστε μηκέτι χωρεῖν μηδὲ τὰ πρὸς τὴν θύραν· καὶ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον. καὶ ἔρχονται πρὸς αὐτὸν παραλυτικὸν φέροντες, αἰρόμενον ὑπὸ τεσσάρων· καὶ μὴ δυνάμενοι προσεγγίσαι αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον, ἀπεστέγασαν τὴν στέγην ὅπου ἦν, καὶ ἐξορύξαντες χαλῶσι τὸν κράβαττον, ἐφ’ ᾧ ὁ παραλυτικὸς κατέκειτο. ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν λέγει τῷ παραλυτικῷ· τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. ἦσαν δέ τινες τῶν γραμματέων ἐκεῖ καθήμενοι καὶ διαλογιζόμενοι ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν· τί οὗτος οὕτω λαλεῖ βλασφημίας; τίς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός; καὶ εὐθέως ἐπιγνοὺς ὁ Ἰησοῦς τῷ πνεύματι αὐτοῦ ὅτι οὕτως αὐτοὶ διαλογίζονται ἐν ἑαυτοῖς, εἶπεν αὐτοῖς· τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; τί ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν τῷ παραλυτικῷ, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀφιέναι ἐπὶ τῆς γῆς ἁμαρτίας — λέγει τῷ παραλυτικῷ· σοὶ λέγω, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. καὶ ἠγέρθη εὐθέως, καὶ ἄρας τὸν κράβαττον ἐξῆλθεν ἐναντίον πάντων, ὥστε ἐξίστασθαι πάντας καὶ δοξάζειν τὸν Θεὸν λέγοντας ὅτι οὐδέποτε οὕτως εἴδομεν.
ΜΑΣ ΒΛΕΠΕΙ Ο ΘΕΟΣ
«Τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;»
Πλῆθος κόσμου εἶχε συγκεντρωθεῖ στὸ σπίτι ἐκεῖνο τῆς Καπερναούμ, ὅπου βρισκόταν ὁ Κύριος. Ξαφνικά, κι ἐνῶ ὁ Χριστὸς δίδασκε, ἄρχισαν νὰ κατεβάζουν μὲ σχοινιὰ ἀπὸ τὴ στέγη ἕναν παράλυτο ἄνθρωπο ἐπάνω στὸ φορεῖο του. Τὸν κατέβασαν μπροστὰ στὸν Κύριο. Καὶ ὁ Χριστός, ὁ Ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων, χάρισε στὸν ἀσθενὴ τὴ θεραπεία τῆς ψυχῆς, ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του, καὶ ἔπειτα τοῦ σώματος. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ προκάλεσε τὴν ἐσωτερικὴ ἀντίδραση τῶν παρευρισκόμενων Γραμματέων. Μὲ τὴ σκέψη τους κατηγόρησαν τὸν Χριστὸ ὡς βλάσφημο, ἐπειδὴ τόλμησε νὰ συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες τοῦ ἀσθενοῦς. Ὁ Κύριος τότε, γνωρίζοντας ὡς καρδιογνώστης Θεὸς σὲ βάθος τὴν κάθε σκέψη τους, τοὺς ἔλεγξε λέγοντας: «Γιατί δέχεσθε τέτοιους λογισμοὺς μέσα στὶς καρδιές σας;»
Μὲ ἀφορμὴ τὸν λόγο αὐτὸ τοῦ Χριστοῦ ἂς δοῦμε τί σημαίνει τὸ ὅτι ὁ Κύριος γνωρίζει τὶς σκέψεις μας καὶ ποιά σημασία ἔχει ἡ ἀλήθεια αὐτὴ στὸν πνευματικό μας ἀγώνα.
1. Ὁ παντεπόπτης Θεὸς
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ὡς Θεὸς ἀληθινὸς εἶναι παντογνώστης. Γνωρίζει τὰ πάντα. Γνωρίζει κατ᾿ ἀρχὰς τὴν κάθε πράξη μας· ἀκόμη κι αὐτὲς ποὺ κάναμε, ὅταν ἤμασταν μόνοι καὶ κανένα ἀνθρώπινο μάτι δὲν μᾶς παρακολουθοῦσε. Γνωρίζει κάθε ἔργο μας, ἀκόμη κι αὐτὰ ποὺ τὰ καλύπτει τὸ σκοτάδι τῆς νύχτας. Ἀκόμη κι αὐτὰ ποὺ ἔμειναν κρυφὰ καὶ μυστικὰ ἀπὸ τὸ στενὸ περιβάλλον μας, δὲν ἔμειναν κρυφὰ ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ παντεπόπτη Θεοῦ.
Ἄλλωστε, «ὀφθαλμοὶ Κυρίου μυριοπλασίως ἡλίου φωτεινότεροι, ἐπιβλέποντες πάσας ὁδοὺς ἀνθρώπων καὶ κατανοοῦντες εἰς ἀπόκρυφα μέρη» (Σ. Σειρ. κγ΄ 19), ἀναφέρεται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ Κυρίου εἶναι μυριάδες φορές, ἀπείρως λαμπρότεροι καὶ φωτεινότεροι ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ παρακολουθοῦν ὅλους τοὺς δρόμους τῶν ἀνθρώπων. Ἀκόμη κι ἂν βρισκόμαστε σὲ ἀπόλυτο σκοτάδι, ὁ Κύριος εἶναι παρὼν καὶ παρακολουθεῖ τὰ πάντα σὰν νὰ συμβαίνουν σὲ ὁλόφωτη ἡμέρα.
Γνωρίζει ἐπιπλέον κάθε σκέψη μας. Κάθε κρυφὸ λογισμὸ τοῦ νοῦ μας. Ἀκόμη κι αὐτοὺς ποὺ δὲν ἔχουμε ἀποκαλύψει οὔτε στοὺς πιὸ κοντινούς μας ἀνθρώπους. Γνωρίζει κάθε ἐσωτερικὴ ἐπιθυμία μας. «Ἄνθρωπος ὄψεται εἰς πρόσωπον, ὁ δὲ Θεὸς ὄψεται εἰς καρδίαν» (Α΄ Βασ. ις΄ 7). Τὸ διεισδυτικὸ βλέμμα του φωτίζει ἀκόμη καὶ τὰ ἀπώτερα βάθη τῆς καρδιᾶς μας καὶ διακρίνει κάθε κίνησή της, ἀκόμη καὶ τὰ ἐλατήρια τῶν πράξεών μας· ὅλα τὰ πάθη ποὺ ἑδρεύουν σ᾿ αὐτήν, τὰ μίση, τὶς ἀντιπάθειες, τὶς ἀντιζηλίες, τοὺς ἐγωισμούς· ἀλλὰ καὶ ὅλες τὶς ἀγαθὲς διαθέσεις, τὴν ἀγάπη, τὸ θυσιαστικὸ φρόνημα, τὴν ὑπομονή, τὴ θερμὴ πίστη στὴν παντοδυναμία του.
2. Φρένο στὴν ἁμαρτία
Ἡ ἀλήθεια αὐτή, ὅτι ὁ παντεπόπτης Θεὸς γνωρίζει τὰ πάντα, ὅλες τὶς πράξεις, ἀκόμη καὶ τὶς σκέψεις καὶ τὶς ἐπιθυμίες μας, μπορεῖ νὰ συντελέσει πολὺ οὐσιαστικὰ στὸν πνευματικό μας ἀγώνα. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἕνα τέχνασμα τοῦ ἐχθροῦ τῆς ψυχῆς μας, τοῦ Διαβόλου, προκειμένου νὰ μᾶς παρασύρει στὴν ἁμαρτία, εἶναι νὰ μᾶς πείσει ὅτι δὲν μᾶς βλέπει κανείς. Γι᾿ αὐτὸ ὅλα τὰ ἁμαρτήματα, ἀπὸ τὰ πιὸ μικρὰ παραπτώματα μέχρι καὶ τά μεγαλύτερα ἐγκλήματα, διαπράττονται στὰ κρυφά. Πιὸ εὔκολα ἀδικεῖ κανεὶς ἢ ἐξαπατᾶ κάποιον, ὅταν εἶναι ἀθέατος. Κάποτε χρησιμοποιεῖ καὶ τὸ ψέμα γιὰ νὰ ἀποκρύψει τὶς ἄσχημες πράξεις του. Ἀλλὰ καὶ οἱ πονηροὶ λογισμοὶ καλλιεργοῦνται μὲ τὴν ψευδαίσθηση ὅτι δὲν τοὺς γνωρίζει κανείς.
Ἡ σκέψη ὅμως ὅτι μὲ βλέπει ὁ Θεός, μπορεῖ νὰ ἀποτελέσει φρένο στὴν ἁμαρτία· ἀντίσταση κατὰ τοῦ κακοῦ. Ἂς θυμηθοῦμε τὸν πάγκαλο Ἰωσήφ. Ὅταν τὸν πλησίασε μὲ πονηρὲς διαθέσεις ἡ διεφθαρμένη γυναίκα τοῦ Πετεφρῆ, ὁ πάναγνος αὐτὸς νέος διαισθανόμενος τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ εἶπε: «πῶς ποιήσω τὸ ρῆμα τὸ πονηρὸν τοῦτο, καὶ ἁμαρτήσομαι ἐναντίον τοῦ Θεοῦ;» (Γεν. λθ΄ [39] 9). Πῶς μπορῶ νὰ διαπράξω τὴν ἁμαρτία αὐτή, ἀφοῦ κι ἂν ἀκόμα δὲν μὲ βλέπει κανένας ἄλλος ἄνθρωπος, τὸ παντέφορο μάτι τοῦ Θεοῦ μὲ παρακολουθεῖ; Ἡ σκέψη αὐτὴ τὸν συγκράτησε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ἂς μὴ λέμε λοιπὸν ὅτι δὲν μὲ βλέπει καὶ δὲν μὲ ἀκούει κανένας ἄνθρωπος. Ἀλλὰ κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς μας, εἴτε εἴμαστε μόνοι μας εἴτε μαζὶ μὲ ἄλλους, τὰ λόγια μας, οἱ λογισμοί μας, οἱ πράξεις μας, ὅλα ἂς διαπράττονται μὲ τὴ συναίσθηση τῆς ἐποπτείας τοῦ Θεοῦ.
Ἂς μᾶς συγκλονίζει ἡ βεβαιότητα ὅτι ὁ παντεπόπης Θεὸς εἶναι διαρκῶς παρὼν δίπλα μας. Ἡ ἀλήθεια αὐτὴ ἂς μᾶς συγκρατεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία κι ἂς μᾶς στηρίζει στὸν πνευματικό μας ἀγώνα γιὰ τὴν καλλιέργεια τῆς ἀρετῆς.