ΘΕΜΑ: Ἡ ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου στοὺς δύο μαθητές πρὸς Ἐμμαούς
ΕΒΔΟΜΑΔΑ: 24-30 Ἀπριλίου 2023
ΑΡΘΡΟ:
ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΚΟ: Λουκ. κδ΄ 13-35
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ: ✝ Ἀρχιμ. Γεωργίου Ἰ. Δημοπούλου, «Ὁ Νικητής τοῦ θανάτου», σελ. 109-153, ἐκδ. «Ο ΣΩΤΗΡ», Ἀθήνα 20038.
Μεταφορτώσεις
Θέμα για τους κυκλάρχες |
Αγιογραφικό |
Συμπληρωματικό |
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
«Χριστός ἀνέστη!» «Ἀληθῶς ἀνέστη!» Στά ἀναστάσιμα θέματα τῶν δύο προηγούμενων ἐτῶν μελετήσαμε τίς δύο πρῶτες ἐμφανίσεις τοῦ Ἀναστάντος ἀπό τίς ἕνδεκα πού διασώζονται στήν Καινή Διαθήκη: τήν ἐμφάνιση τοῦ Ἀναστάντος στίς Μυροφόρες γυναῖκες καί τήν ἐμφάνισή Του στήν ἁγία Μαρία τή Μαγδαληνή. Στό θέμα τοῦ Κύκλου πού θά κάνουμε σήμερα, θά μελετήσουμε τήν τρίτη κατά σειρά ἐμφάνιση τοῦ Ἀναστάντος στούς δύο μαθητές πού πήγαιναν στό χωριό Ἐμμαούς. Ἡ διήγηση αὐτῆς τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Ἀναστάντος ἀπό τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ (κδ΄ 13-35) εἶναι ἐξαίρετη διήγηση. Θεωρεῖται δέ ἀπό τίς ὡραιότερες διηγήσεις τῆς παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Α΄ ΜΕΡΟΣ: Λουκ. κδ΄ 13-27
1. Θά διαβάσουμε τό Α΄ Μέρος τοῦ ἁγιογραφικοῦ Ἀναγνώσματος: Λουκ. κδ΄ 13-27, κείμενο καί ἑρμηνεία. Κατόπιν θά διηγηθοῦμε καί μέ δικά μας λόγια τήν ἐμφάνιση αὐτή τοῦ Ἀναστάντος, λέγοντας περίπου τά ἑξῆς: Τό ἀπόγευμα τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς Ἀναστάσεως δύο ἀπό τούς μαθητές τοῦ Κυρίου μας πήγαιναν στό χωριό Ἐμμαούς, πού ἀπεῖχε ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ ἕνδεκα περίπου χιλιόμετρα. Στόν δρόμο συζητοῦσαν μεταξύ τους γιά τά λυπηρά γεγονότα τῆς Σταυρώσεως. Σέ κάποιο σημεῖο τῆς διαδρομῆς τούς πλησίασε ὁ ἀναστάς Κύριος καί ἔγινε συνοδοιπόρος τους: «αὐτός ὁ Ἰησοῦς ἐγγίσας συνεπορεύετο αὐτοῖς» (Λουκ. κδ΄ 16). Ἐπειδή ποθοῦσαν τόν Χριστό καί μιλοῦσαν γι᾿ Αὐτόν, ἦλθε ὁ Κύριος ἀνάμεσα τους. Ἔτσι ἐπαληθεύθηκε ὁ θεῖος λόγος Του: «Οὗ εἰσί δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Ματθ. ιη΄ 20). Ὅπου βρίσκονται δύο ἤ τρεῖς ἄνθρωποι συγκεντρωμένοι γιά Μένα καί γιά τούς θεάρεστους σκοπούς μου, ἐκεῖ βρίσκομαι κι Ἐγώ μεταξύ τους.
Βλέπουμε ἐδῶ ὅτι ἀποτελεῖ καί δικό μας συνοδοιπόρο ὁ Κύριος. «Ἡ ψυχή δέ νιώθει τώρα μοναχή/ καθώς ἐχθές καί πρῶτα./ Κάποιος βαδίζει στό πλευρό,/ τῆς ἁπαλαίνει τόν σταυρό,/ σπογγίζει τόν ἱδρώτα», ὅπως λέει ὁ Ποιητής.
2. Ἀλλά δέν Τόν γνώρισαν ἀμέσως οἱ δύο μαθητές, διότι «οἱ ὀφθαλμοί αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μή ἐπιγνῶναι αὐτόν» (Λουκ. κδ΄ 16). Ὁ Θεός μέ ὑπερφυσική δύναμη ἐμπόδιζε τίς αἰσθήσεις τους νά Τόν ἀναγνωρίσουν. Τότε ὁ συνοδοιπόρος τους ἔπιασε συζήτηση μαζί τους καί τούς ρώτησε: Γιά ποιό ζήτημα συζητᾶτε μεταξύ σας καί ἀνταλλάσσετε τίς σκέψεις σας, καθώς περπατᾶτε καί εἶσθε σκυθρωποί; (στίχ. 17).
Κι ἐμεῖς μερικές φορές βαδίζουμε σκυθρωποί καί λυπημένοι. Ἀλλά ὁ ἀναστάς Κύριος δέν μᾶς ἀφήνει περιθώρια νά εἴμαστε σκυθρωποί καί λυπημένοι. «Χριστός ἀνέστη! Χαρά μεγάλη!/ Καί στήν καρδιά τρανή χαρά,/ πᾶνε τά δάκρυα, χαθῆκαν πιά!» Ἐφόσον δίπλα μας καί μέσα στίς καρδιές μας βρίσκεται ὁ ἀναστάς Κύριος, νά εἶναι χαρούμενα τά πρόσωπά μας, χαρούμενες καί οἱ καρδιές μας.
3. Τότε ὁ ἕνας ἀπό τούς δύο μαθητές, πού ὀνομαζόταν Κλεόπας, τοῦ ἀπάντησε: «Σύ μόνος παροικεῖς ἐν Ἱερουσαλήμ καί οὐκ ἔγνως τά γενόμενα ἐν αὐτῇ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις;» (στίχ. 18). Ποιά; τούς ρώτησε ὁ ἀναστάς Κύριος, προσποιούμενος ὅτι δέν τά ξέρει. Κι αὐτοί τοῦ ἀπάντησαν: Αὐτά πού ἔγιναν μέ τόν Ἰησοῦ τόν Ναζωραῖο, ὁ Ὁποῖος ἦταν προφήτης καί ἀποδείχθηκε δυνατός καί σέ ὑπερφυσικά ἔργα καί σέ διδασκαλία θεόπνευστη καί τέλεια· δυνατός ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ὅλου τοῦ λαοῦ (στίχ. 19). Δέν ἔμαθες ἀκόμη καί μέ ποιόν τρόπο Τόν παρέδωσαν οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ ἄρχοντές μας σέ καταδίκη θανάτου καί Τόν σταύρωσαν; (στίχ. 20). Ἐμεῖς ὅμως ἐλπίζαμε ὅτι «αὐτός ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τόν Ἰσραήλ»! Ἀλλά Τόν σταύρωσαν καί πέρασαν τρεῖς μέρες ἀπό τή σταύρωσή Του καί δέν εἴδαμε ἀκόμη τίποτε πού νά στηρίξει τίς ἐλπίδες μας (στίχ. 21).
Ὁ ἀναστάς Κύριος στηρίζει τίς ἐλπίδες μας. Γι᾿ αὐτό νά μή χάνουμε ποτέ τήν ἐλπίδα μας στόν Θεό. Ὁ Χριστός εἶναι «ἡ ἐλπίς τοῦ κόσμου», «ἡ ἐλπίς πάντων τῶν ἐθνῶν», «ἡ ἐλπίς πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς», ὅπως λέει μία Εὐχή τῆς Ἐκκλησίας μας.
4. Ἀλλά καί κάτι ἄλλο, συνέχισε ὁ Κλεόπας, ἔγινε στό μεταξύ καί αὔξησε τήν ἀπορία μας. Μερικές γυναῖκες πῆγαν πολύ πρωί στό μνημεῖο καί δέν βρῆκαν ἐκεῖ τό σῶμα Του. Καί μᾶς εἶπαν ὅτι εἶδαν καί ὀπτασία ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι τούς ἀνήγγειλαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ζεῖ (στίχ. 22-23). Ἀμέσως κατόπιν δύο ἀπό τούς δικούς μας πῆγαν στό μνημεῖο καί βρῆκαν τά πράγματα ἔτσι ὅπως τά εἶπαν καί οἱ γυναῖκες· δηλαδή, βρῆκαν ἀνοικτό τό μνημεῖο, τόν ἴδιο ὅμως τόν Ἰησοῦ δέν Τόν εἶδαν (στίχ. 24). Τότε ὁ Κύριος εἶπε στούς δύο μαθητές: «Ὦ ἀνόητοι καί βραδεῖς τῇ καρδίᾳ», πού δέν ἔχετε φωτισμένο νοῦ γιά νά κατανοεῖ τίς Γραφές, καί ἡ καρδιά σας εἶναι βραδυκίνητη καί δύσκολη νά πιστέψει σ᾿ ὅλα ὅσα εἶπαν οἱ προφῆτες! Σύμφωνα μέ τή βουλή καί τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, πού προκήρυξαν οἱ Προφῆτες, αὐτά δέν ἔπρεπε νά πάθει ὁ Χριστός καί μέσα ἀπό τά παθήματα αὐτά νά εἰσέλθει στή δόξα Του; (στίχ. 25-26). Καί ἄρχισε νά τούς ἐξηγεῖ τίς προφητεῖες πού ἀναφέρονταν στόν Ἑαυτό Του (στίχ. 27).
Εἶναι πολύ θαυμαστό τό ὅτι ὑπάρχουν στά 49 βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης 330 προφητεῖες πού ἀναφέρονται στόν Χριστό καί ἄλλες 2000 προφητεῖες γενικότερες, πού γράφηκαν ἀπό διαφορετικά πρόσωπα, σέ διαφορετικές χρονικές περιόδους, καί ὅλες ἐπαληθεύθηκαν (ἤ μερικές πού ἀναφέρονται στά ἔσχατα περιμένουμε νά ἐπαληθευθοῦν), διατρανώνοντας τήν ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας.
Β΄ ΜΕΡΟΣ: Λουκ. κδ΄ 28-35
1. Ἔπειτα θά διαβάσουμε τό Β΄ Μέρος τοῦ ἁγιογραφικοῦ Ἀναγνώσματος: Λουκ. κδ΄ 28-35, κείμενο καί ἑρμηνεία, καί θά ποῦμε στά Μέλη ὅτι μέ τή συζήτηση ἔφθασαν πολύ κοντά στό χωριό Ἐμμαούς. Τότε ὁ Κύριος προσποιήθηκε ὅτι θά πήγαινε πιό μακριά: «Προσεποιεῖτο πορρωτέρω πορεύεσθαι» (στίχ. 28). Ἀλλ᾿ οἱ δύο μαθητές μέ θερμές παρακλήσεις Τοῦ ζητοῦσαν νά μείνει κοντά τους. «Καί παρεβιάσαντο αὐτόν λέγοντες· μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν, ὅτι πρός ἑσπέραν ἐστί καί κέκλικεν ἡ ἡμέρα» (στίχ. 29). Τί δυνατό εἶναι τό ρῆμα «παρεβιάσαντο»! Τρόπον τινά ἄσκησαν πίεση, Τόν θερμοπαρακαλοῦσαν νά μείνει κοντά τους, λέγοντας: Μεῖνε μαζί μας, διότι κοντεύει νά βραδυάσει, καί ἡ ἡμέρα ἔχει προχωρήσει πολύ πρός τή δύση τοῦ ἥλιου. Ἀπό τίς πολλές παρακλήσεις τους συγκατένευσε ὁ Κύριος νά μείνει μαζί τους. Μπῆκε κι Αὐτός στό σπίτι νά μείνει μαζί τους. Σχολιάζουν οἱ ἱεροί ἑρμηνευτές ὅτι, ἐάν οἱ δύο μαθητές δέν ἔδειχναν τόσο μεγάλη προθυμία νά Τόν κρατήσουν κοντά τους, θά τούς ἀποχωριζόταν. Ἐπειδή ὅμως ἔδειξαν ὅλη τήν καλή διάθεσή τους, δέν τούς ἄφησε ἀπαράκλητους, ἀλλ᾿ «εἰσῆλθε τοῦ μεῖναι σύν αὐτοῖς» (στίχ. 29).
Αὐτή ἄς εἶναι καί ἡ δική μας διαρκής παράκληση καί προσευχή: «Μεῖνε μαζί μας, Κύριε»! Αὐτός ὁ βαθύτερος πόθος μας καί ἡ πιό δυνατή προσδοκία μας. Αὐτή ἡ μεγαλύτερη ἐπιθυμία μας πάνω στή γῆ: Ἀναστημένε Κύριε, ἔλα συνοδοιπόρος καί στή δική μου ζωή. Νά εἶμαι ἑνωμένος μαζί Σου πόσο πολύ τό ποθῶ! «Ἔξελθε εἰς ἀναζήτησίν μου». Δῶσ᾿ μου εὐσπλαγχνία ἀπό τήν εὐσπλαγχνία Σου, ἀγάπη ἀπό τήν ἀγάπη Σου, χάρη ἀπό τή Χάρι Σου, εὐλογία ἀπό τήν εὐλογία Σου. «Γλύκανόν μου τήν ψυχήν, ἵνα μεγαλύνω σε σωζόμενος»!
2. Ἑτοίμασαν γρήγορα οἱ δύο μαθητές λιτή τράπεζα καί κάθισαν ὅλοι νά φᾶνε. Ὅταν ὁ συνοδοιπόρος τους ἔγειρε μαζί τους στήν τράπεζα τοῦ φαγητοῦ, ἀφοῦ πῆρε στά χέρια Του τόν ἄρτο, τόν εὐλόγησε εὐχαριστώντας τόν Θεό, ὅπως συνήθιζαν νά κάνουν πρίν ἀπό τό φαγητό, κι ἀφοῦ τόν ἔκοψε σέ τεμάχια, τούς ἔδινε νά φᾶνε: «Καί ἐγένετο ἐν τῷ κατακλιθῆναι αὐτόν μετ᾽ αὐτῶν λαβών τόν ἄρτον εὐλόγησεν καί κλάσας ἐπεδίδου αὐτοῖς» (στίχ. 30). Ὅταν ἔγινε ἡ εὐλογία καί ὁ τεμαχισμός τοῦ ἄρτου μέ τόν τρόπο πού συνήθιζε ὁ Διδάσκαλος, τότε μέ θεϊκή ἐπενέργεια ἄνοιξαν τά μάτια τῶν δύο μαθητῶν καί Τόν ἀναγνώρισαν: «Αὐτῶν δέ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί καί ἐπέγνωσαν αὐτόν (στίχ. 31).
Αὐτό τό σημεῖο τῆς διηγήσεως δείχνει καί σέ μᾶς πότε ἀναγνωρίζουμε τόν ἀναστάντα Κύριο. Τόν ἀναγνωρίζουμε «ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου» (Λουκ. κδ΄ 35). Τήν ὥρα τῆς τελέσεως τοῦ ἁγιοτάτου Μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας, μέ τούς ὀφθαλμούς τῆς πίστεως βλέπουμε τόν Ἀναστάντα, Τόν ἀκοῦμε, Τόν ψηλαφοῦμε, Τόν γευόμαστε, Τόν κοινωνοῦμε καί Τόν ὁμολογοῦμε λέγοντας: «Πιστεύω, Κύριε, καί ὁμολογῶ ὅτι σύ εἶ ἀληθῶς ὁ Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ὁ ἐλθών εἰς τόν κόσμον ἁμαρτωλούς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι Ἐγώ. Ἔτι πιστεύω ὅτι τοῦτο αὐτό ἐστι τό ἄχραντον Σῶμά Σου καί τοῦτο αὐτό ἐστι τό τίμιον Αἷμά Σου…».
3. Ὅταν Τόν ἀνεγνώρισαν, ὁ Κύριος ἔγινε ἄφαντος ἀπό μπροστά τους: «καί αὐτός ἄφαντος ἐγένετο ἀπ᾽ αὐτῶν» (στίχ. 31). Εἶπαν τότε ὁ ἕνας στόν ἄλλο: «Οὐχί ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ ὁδῷ καί ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τάς γραφάς;» (στίχ. 32). Ἡ καρδιά μας δέν αἰσθανόταν μέσα μας τήν πνευματική φλόγα τοῦ θείου ζήλου καί τῆς ἀγάπης πρός τόν Χριστό καί δέν ζεσταινόταν ἀπό τή θερμότητα τοῦ φωτός τῆς θείας ἀλήθειας, ὅταν μᾶς μιλοῦσε στόν δρόμο καί μᾶς ἐξηγοῦσε τίς Γραφές; Πῶς δέν μπορέσαμε λοιπόν νά Τόν ἀναγνωρίσουμε ἀμέσως; Κι ἀφοῦ σηκώθηκαν τήν ἴδια αὐτή περασμένη ὥρα, ἐπέστρεψαν στήν Ἱερουσαλήμ. Ἐκεῖ βρῆκαν συναθροισμένους τούς ἕνδεκα Ἀποστόλους καί τούς ἄλλους πού ἦταν μαζί τους. Καί ὅλοι αὐτοί ἔλεγαν ὅτι πραγματικά ἀναστήθηκε ὁ Κύριος καί ἐμφανίστηκε στόν Σίμωνα Πέτρο. Τότε κι αὐτοί ἄρχισαν νά τούς διηγοῦνται τά ὅσα τούς εἶχαν συμβεῖ στόν δρόμο καί πῶς Τόν ἀναγνώρισαν, ὅταν ἔκοβε σέ κομμάτια τόν ἄρτο: «Καί αὐτοί ἐξηγοῦντο τά ἐν τῇ ὁδῷ καί ὡς ἐγνώσθη αὐτοῖς ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου» (Λουκ. κδ΄ 35).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Μετά ἀπό τόσο μεγάλα καί θαυμαστά πού γιορτάζουμε τήν Ἀνάσταση, πῶς νά μήν εἴμαστε χαρούμενοι; Ὅπως οἱ δύο μαθητές ἐπέστρεψαν «ἀγαλλομένῳ ποδί» στά Ἱεροσόλυμα, γιά νά ἀναγγείλουν στούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ ὅτι εἶδαν τόν Ἀναστάντα, ἔτσι κι ἐμεῖς νά ἐπιστρέφουμε στά σπίτια μας «λάμποντες, ἀστράπτοντες, ἡλλοιωμένοι» καί νά γινόμαστε «μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ» καί στό περιβάλλον μας.
ΣΥΝΘΗΜΑ
«Μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν» (Λουκ. κδ΄ 29)
Τό ἑπόμενο θέμα μας θά εἶναι ἀπό τό ἄρθρο «Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί…», «Ο ΣΩΤΗΡ», τεῦχ. 2283/15.3.23.