Ἔτσι χαρακτήρισε σὲ πολὺ ἀξιόλογη συνέντευξή του στὴν «Καθημερινή» (17-4-2023) τὸν ἐθισμὸ ποὺ προκαλοῦν τὰ κοινωνικὰ δίκτυα στοὺς χρῆστες τους – κυρίως ἐφήβους – καὶ μάλιστα ὁ μηχανισμὸς τῶν “likes” (ἐπιδοκιμασιῶν), μὲ τὸν ὁποῖο εἶναι ἄμεσα συνδεδεμένα αὐτά, ὁ καθηγητὴς Ἰατρικῆς Ἀνθρωπολογίας καὶ Ψυχολογίας τοῦ Πανεπιστημίου Ρόχαμπτον, Τζέιμς Ντέιβις. Ὁ καθηγητὴς συνδέει τὸ γεγονὸς τοῦ τριπλασιασμοῦ τῶν ποσοστῶν ψυχικῆς ἀναπηρίας τὶς τελευταῖες δεκαετίες μὲ τὴν εὐρεία χρήση τῶν μέσων κοινωνικῆς δικτυώσεως.
Συγκεκριμένα, στὴν ἐρώτηση «πῶς ἡ χρήση τῶν μέσων κοινωνικῆς δικτύωσης ἐπηρεάζει τὴν ψυχικὴ ὑγεία μας», ὁ καθηγητὴς μεταξὺ ἄλλων ἀναφέρει τὰ ἑξῆς: «Γνωρίζουμε ὅτι σχεδὸν τὸ 60% τῶν ἐφήβων ἀναφέρει πὼς ἔχει βιώσει κάποιο εἶδος διαδικτυακῆς παρενοχλήσεως ἢ ἐκφοβισμοῦ». Ἐπίσης «οἱ μισοὶ ἀπὸ τοὺς ἐφήβους ἀναφέρουν συνεχὴ χρήση τοῦ διαδικτύου, ἡ ὁποία συνδέεται μὲ τὴ χειροτέρευση τῆς ψυχικῆς ὑγείας τους. Ἡ συνεχὴς καὶ ἄσκοπη κύλιση τῆς ὀθόνης μειώνει σημαντικὰ τὴν ἱκανότητά μας νὰ συμμετέχουμε σὲ ὁποιοδήποτε εἶδος ἑστιασμένης προσοχῆς, δηλαδὴ τὸ εἶδος τῆς προσοχῆς ποὺ εἶναι ἀπολύτως ἀπαραίτητο, γιὰ παράδειγμα, γιὰ τὶς ἀκαδημαϊκὲς ἐπιδόσεις μας. Αὐτὸ τὸ φαινόμενο θὰ μπορούσαμε πλέον νὰ τὸ θεωρήσουμε ὡς κοινωνικὸ πρόβλημα».
Καὶ συνεχίζει: «Ἔχουμε ἐπίσης ἀκούσει γιὰ τὶς ἐπιζήμιες συναισθηματικὲς ἐπιπτώσεις τῆς “κουλτούρας τῆς συγκρίσεως” στὰ μέσα κοινωνικῆς δικτύωσης, ὅπου εἴμαστε καταδικασμένοι νὰ συγκρίνουμε συνεχῶς τοὺς ἑαυτούς μας δυσμενῶς μὲ τὶς λεγόμενες “ὑπέροχες” ζωὲς ποὺ ὅλοι οἱ ἄλλοι δημοσιεύουν. Τὰ μέσα κοινωνικῆς δικτύωσης διδάσκουν μιὰ ὁλόκληρη γενιά (…) ὅτι ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ σημαντικὰ ἐπαγγέλματα στὴ ζωὴ εἶναι ἡ κατασκευὴ μιᾶς ἑλκυστικῆς καὶ δελεαστικῆς εἰκόνας τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ἑπομένως, ὁ ὀξὺς κίνδυνος (…) εἶναι ὅτι ἡ καλλιέργεια τῆς εἰκόνας συγχέεται πλέον μὲ τὴν καλλιέργεια τοῦ χαρακτήρα. Ἀντὶ νὰ ἐργαζόμαστε γιὰ νὰ ἀναπτύξουμε χρήσιμες καὶ ἀξιέπαινες προσωπικὲς ἰδιότητες, ξοδεύουμε μεγάλη ἐνέργεια γιὰ νὰ βελτιώσουμε τὸ διαδικτυακὸ πορτρέτο μας».
Ὁ κ. καθηγητὴς ὑπογραμμίζει ὅτι μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ γινόμαστε σκλάβοι τῶν ‘‘likes’’ ποὺ μᾶς κάνουν οἱ ἄλλοι, καὶ θέτουμε κάθε φορὰ τὰ αἰσθήματα καὶ τὶς ἐσωτερικὲς διαθέσεις μας ἀναλόγως μὲ τὸ ἂν γινόμαστε ἀποδεκτοὶ ἀπὸ τὸ κοινωνικὸ σύνολο στὶς διάφορες δημοσιεύσεις ποὺ κάνουμε στὸ διαδίκτυο σχετικὰ μὲ τὸν ἑαυτό μας. “Τὰ likes”, καταλήγει, «εἶναι ἕνα εἶδος νέου εἰκονικοῦ ναρκωτικοῦ, μιὰ φθηνή (…) ψυχοτρόπος εὐφορία ποὺ τὴν ἐπιδιώκουμε ὅλο καὶ περισσότερο γιὰ νὰ ἐνισχύσουμε τὴν αὐτοεκτίμησή μας», ἀντὶ γιὰ τὴ σκληρὴ δουλειὰ ποὺ ἀπαιτεῖται γιὰ τὴν οἰκοδόμηση τοῦ χαρακτήρα μας μέσα στὶς πραγματικὲς σχέσεις μὲ τοὺς ἀνθρώπους γύρω μας.
Εἶναι πολὺ σημαντικὲς οἱ παρατηρήσεις αὐτὲς τοῦ διακεκριμένου καθηγητῆ. Ὅπου τελικὰ ἐξοβελίζεται ὁ Θεός, ἐκεῖ εἰδωλοποιεῖται ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀναζητεῖ τὴν ἐπιβεβαίωση ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ τὴ μάταιη δόξα, τὴ φθηνὴ καὶ ρέουσα. Τί ἐκφυλισμός, πράγματι!