Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 2 Ἰουλίου 2023, Δ΄ Ματθαίου (Ματθ. η΄ 5-13)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ εἰς Καπερναούμ, προσῆλθεν αὐτῷ ἑκατόνταρχος παρακαλῶν αὐτὸν καὶ λέγων· Κύριε, ὁ παῖς μου βέβληται ἐν τῇ οἰκίᾳ παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος. καὶ λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἐγὼ ἐλθὼν θεραπεύσω αὐτόν. καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἑκατόνταρχος ἔφη· Κύριε, οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς· ἀλλὰ μόνον εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου. καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν, ἔχων ὑπ’ ἐμαυτὸν στρατιώτας, καὶ λέγω τούτῳ, πορεύθητι, καὶ πορεύεται, καὶ ἄλλῳ, ἔρχου, καὶ ἔρχεται, καὶ τῷ δούλῳ μου, ποίησον τοῦτο, καὶ ποιεῖ. ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐθαύμασε καὶ εἶπε τοῖς ἀκολουθοῦσιν· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον. λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς τῷ ἑκατοντάρχῳ· ὕπαγε, καὶ ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι. καὶ ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ.
ΓΙΑ ΝΑ ΕΛΚΥΟΥΜΕ ΤΟ ΕΛΕΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
«Κύριε, οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς»
Ἕνας εἰδωλολάτρης μᾶς διδάσκει σήμερα! Ὁ ἑκατόνταρχος τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς τὴν ὁποία ἀκούσαμε, πλησίασε τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ Τὸν παρακάλεσε νὰ θεραπεύσει τὸν δοῦλο του, ποὺ βρισκόταν στὸ σπίτι του ἀσθενής. Ὁ Κύριος προθυμοποιήθηκε νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ γιὰ νὰ τοῦ χαρίσει τὴν ἴαση. Ἐξεπλάγη ὅμως ἀπὸ τὴν ἀπόκριση τοῦ ἑκατοντάρχου: Κύριε, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ εἰσέλθεις στὸ σπίτι μου. Ὁ Ρωμαῖος ἀξιωματοῦχος θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του ἀνάξιο νὰ δεχθεῖ στὸ σπίτι του τὸν Κύριο. Ὁ Χριστὸς θαύμασε τὸ φρόνημα καὶ τὴν ἀρετή του καὶ χάρισε τὴ θεραπεία στὸν ἀσθενή.
Θαυμάζουμε κι ἐμεῖς τὸ φρόνημα ἀναξιότητος τοῦ ἑκατοντάρχου. Ἂς δοῦμε λοιπὸν πόσο σημαντικὸ εἶναι αὐτὸ τὸ φρόνημα καὶ ἐπιπλέον τί πρέπει νὰ κάνουμε γιὰ νὰ τὸ ἀποκτήσουμε.
1. Μὲ συντετριμμένη καρδιὰ
Μᾶς διδάσκει, ὅπως εἴπαμε, ὁ εἰδωλολάτρης ἑκατόνταρχος μὲ τὴ συναίσθηση τῆς ἀναξιότητός του καὶ τὴ βαθιὰ ταπείνωσή του. Μὲ ἀντίστοιχο φρόνημα θέλει ὁ Θεὸς νὰ Τὸν προσεγγίζουμε κι ἐμεῖς. Ὁ θεόπνευστος λόγος του ἐπανειλημμένως τό τονίζει: «Θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει» (Ψαλ. ν΄ [50] 19). Εἶναι εὐάρεστη στὸν Θεὸ ἡ θυσία ποὺ γίνεται μὲ ἐσωτερικὴ συντριβὴ καὶ εἰλικρινὴ μετάνοια. Ποτὲ ὁ Θεὸς δὲν θὰ ἀπορρίψει μιὰ καρδιὰ ποὺ αἰσθάνεται ἀληθινὴ συντριβὴ καὶ ταπείνωση. Ἄλλωστε, «ἐγγὺς Κύριος τοῖς συντετριμμένοις τὴν καρδίαν καὶ τοὺς ταπεινοὺς τῷ πνεύματι σώσει» (Ψαλ. λγ΄ [33] 19). Ὁ Κύριος εἶναι κοντὰ σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔχουν συντετριμμένη καρδιὰ καὶ θὰ σώσει ὅσους ἔχουν ταπεινωμένο τὸ φρόνημά τους.
Αὐτὴ τὴ συναίσθηση τῆς ἀναξιότητός του αἰσθάνθηκε κι ὁ μεγάλος προφήτης Ἡσαΐας, ὅταν εἶδε σὲ θαυμαστὸ ὅραμα τὸν Κύριο νὰ κάθεται σὲ ἔνδοξο θρόνο, περιστοιχισμένο ἀπὸ ἀμέτρητες ἀγγελικὲς δυνάμεις. Ἀναφώνησε τότε μὲ συντριβή: «ὦ τάλας ἐγώ» (Ἡσ. ς΄ 5). Ταλαίπωρος ἐγώ! Εἶδα μὲ τὰ μάτια μου τὸν Κύριο τῶν δυνάμεων, παρόλο ποὺ εἶμαι ἄνθρωπος μὲ ἀκάθαρτα χείλη καὶ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ Τὸν ὑμνῶ. Ἀντίστοιχη συντριβὴ ἔνιωσε κι ὁ ἀπόστολος Πέτρος, ὅταν εἶδε τὴ θαυμαστὴ ἁλιεία μετὰ τὴν προτροπὴ τοῦ Κυρίου νὰ ψαρέψει. «Ἔξελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε» (Λουκ. ε΄ 8), ὁμολόγησε τότε. Φύγε ἀπὸ μένα, Κύριε, διότι εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός. Τὸ ταπεινὸ αὐτὸ φρόνημα, ἡ συναίσθηση τῆς ἀναξιότητός μας, εὐαρεστεῖ τὸν Θεό. Πῶς λοιπὸν θὰ τὴν ἀποκτήσουμε;
2. Ἡ ἀνθρώπινη μικρότητα καὶ ἡ θεία μεγαλειότητα
Συντελεῖ στὴν ἀπόκτηση τοῦ ταπεινοῦ αὐτοῦ φρονήματος ἡ μνήμη τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ὅσο ἀναλογιζόμαστε τὸ παρελθόν μας, ποὺ ἀσφαλῶς ἔχει πολλά μελανὰ σημεῖα, γιὰ τὰ ὁποῖα ζητήσαμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, καταλαβαίνουμε πόσο μικροί, πόσο ἐλάχιστοι καὶ ἀνάξιοι εἴμαστε.
Καλλιεργεῖ ἐπίσης τὴ συναίσθηση αὐτὴ ἡ σκέψη τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας μας. Σήμερα, μὲ τὴν πρόοδο τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς τεχνολογίας, πολλοὶ θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους παντοδύναμο. «Πλούσιός εἰμι καὶ πεπλούτηκα καὶ οὐδενὸς χρείαν ἔχω». Τὰ ἔχω ὅλα πλούσια. Δὲν ἔχω ἀνάγκη ἀπὸ κανέναν, λένε. Ὁ Θεὸς ὅμως τοὺς ἀποκρίνεται: «οὐκ οἶδας ὅτι σὺ εἶ ὁ ταλαίπωρος καὶ ὁ ἐλεεινὸς καὶ πτωχὸς καὶ τυφλὸς καὶ γυμνός» (Ἀποκ. γ΄ 17). Δὲν γνωρίζεις ὅτι εἶσαι ὁ πραγματικὰ ταλαίπωρος καὶ ἐλεεινὸς καὶ πτωχὸς σὲ ἀρετὴ καὶ τυφλός, ἀφοῦ δὲν βλέπεις τὴν πνευματική σου κατάσταση, καὶ γυμνός. Τί εἶναι, ἀλήθεια, ὁ ἄνθρωπος; Στὸ σύντομο καὶ φευγαλέο πέρασμά του ἀπὸ τὴ γῆ αὐτὴ καθημερινὰ ἐπιβεβαιώνεται ἡ ἀδυναμία καὶ ἡ μικρότητά του.
Ἀντιθέτως, ἂς ἀναλογισθοῦμε ποιός εἶναι ὁ Θεός! Ὁ μικρὸς νοῦς μας ἀδυνατεῖ νὰ χωρέσει καὶ νὰ κατανοήσει τό μεγαλεῖο καὶ τὴν ἁγιότητά του. Ἐκεῖνος δημιούργησε τὰ πάντα, ἀπὸ τὴν ἀπεραντοσύνη τοῦ οὐρανοῦ μέχρι τὴν πανσοφία τοῦ μικρόκοσμου, μὲ τὸ παντοκρατορικὸ πρόσταγμά Του. Ἐκεῖνος εἶναι ὁ ἄναρχος καὶ αἰώνιος Θεός. Ὑπάρχει πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ ὑλικοῦ κόσμου καὶ θὰ συνεχίσει νὰ ὑπάρχει καὶ μετὰ τὸ τέλος του. Δὲν ἔχει ἀρχή· δὲν θὰ γνωρίσει τέλος. Ἐκεῖνος εἶναι «τὸ Α καὶ τὸ Ω, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἀρχὴ καὶ τέλος», ὅπως τονίζει ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης (Ἀποκ. κβ΄ 13). Κι Ἐκεῖνος, ὁ ἄπειρος Θεός, ἔγινε ἄνθρωπος καὶ θυσιάσθηκε γιὰ νὰ μᾶς κάνει μετόχους τῆς θείας ἀγάπης του, τῆς αἰώνιας δόξας του, κληρονόμους τῆς οὐράνιας Βασιλείας του.
Αὐτὸ τὸ ἀνεξιχνίαστο μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ, αὐτὴ τὴν ἀνερμήνευτη θεία ἀγάπη Του ἂς ἀναλογιζόμαστε κι ἐμεῖς, ποὺ εἴμαστε μικροὶ καὶ ἁμαρτωλοί, καὶ τότε θὰ ταπεινώνεται τὸ φρόνημά μας, θὰ συντρίβεται ἡ καρδιά μας καὶ θὰ ἑλκύουμε τὸ ἔλεος τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ μας, ποὺ ἀναπαύεται στὶς ταπεινὲς ψυχές.