Ἡ ἡμερίδα τὴν ὁποία διοργάνωσε ἡ Ἑστία Πατερικῶν Μελετῶν μὲ τὸν τίτλο «Στὸν ἀπόηχο τῆς λειτουργικῆς ἀνανέωσης: Ἀναταράξεις στὴ θεία Λατρεία» καὶ ἡ ὁποία πραγματοποιήθηκε στὴν αἴθουσα τοῦ Πολεμικοῦ Μουσείου στὶς 11 Ἰουνίου 2023, ἦταν σημαντικὴ ἀπὸ πολλὲς πλευρές. Καθεμία δὲ ἀπὸ τὶς ἀξιόλογες εἰσηγήσεις θὰ ἄξιζε εἰδικὸ σχολιασμό.
Μᾶς ἐντυπωσίασε ἰδιαίτερα ἡ εἰσήγηση τοῦ π. Λουκᾶ, ἱερομονάχου τῆς ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους μὲ τὸν χαρακτηριστικὸ τίτλο: «Ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ, τὸ ὀρθόδοξο δόγμα καὶ ἡ ἐκκλησιαστική μας ζωή».
Γνωστὸς γιὰ τὴ βαθιὰ θεολογική του κατάρτιση ὁ ἰατρὸς π. Λουκᾶς ἀνέπτυξε πραγματικὰ σπουδαία εἰσήγηση, ποὺ τὴν κάνουν ἀκόμη σπουδαιότερη τὰ ἀποσπάσματα λόγων τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος π. Γεωργίου Καψάνη.
Στὴν ἀρχὴ ὁ π. Λουκᾶς παρέθεσε ὑπέροχο κείμενο τοῦ π. Γεωργίου ἀπὸ εἰσήγησή του τὸ 1987 στὴ Θεσσαλονίκη. Σ᾿ αὐτὸ ὁ ἀοίδιμος Καθηγούμενος τονίζει τὰ ἑξῆς: «Ἡ λατρεία δὲν εἶναι, οὔτε δύναται νὰ εἶναι, μία ἁπλῆ θρησκευτικὴ τελετουργία… Αὕτη ἅπτεται αὐτῆς ταύτης τῆς οὐσίας τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁλοκλήρου τοῦ Μυστηρίου της. Ἡ οὐσία δὲ αὐτὴ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καὶ ἡ ἐν Χριστῷ καινὴ ζωή».
Προσθέτει ἐπίσης ὁ Γέροντας Γεώργιος: «Μία ἐσφαλμένη πίστις καὶ ἕνα μὴ ὀρθὸν ἦθος εἶναι ἀδύνατον νὰ φανερώσουν καὶ νὰ δώσουν μίαν σωστὴν λατρείαν. Ὑπάρχει μία ὀργανικὴ ἀλληλεξάρτησις αὐτῶν τῶν τριῶν μεταξύ των. Διαβάζομεν χαρακτηριστικῶς διὰ τοὺς Πατέρας τῆς Ἐρήμου, πὼς ἠδύναντο νὰ καταλάβουν ἀπὸ τὴν στάσιν κατὰ τὴν ὥραν τῆς προσευχῆς ἐὰν ὁ προσευχόμενος εἶναι αἱρετικὸς ἢ Ὀρθόδοξος…» Ἐκπληκτικὴ ἡ πληροφορία τοῦ Γέροντος Γεωργίου ὅτι ἀπὸ τὴ στάση κατὰ τὴ λατρεία μπορεῖ νὰ γίνει φανερὸ ἂν κάποιος εἶναι Ὀρθόδοξος ἢ αἱρετικός.
Ὁ π. Λουκᾶς τονίζει στὴ συνέχεια ὅτι «ἡ καθαρότητα ἀπὸ ἐμπαθεῖς καταστάσεις εἶναι ὁπωσδήποτε, πολὺ περισσότερο, ἀπαραίτητη στὸν ἱερουργὸ κληρικό». Λέει μάλιστα ὅτι ὁ Γέροντας Γεώργιος ἔγραφε σὲ ἄρθρο του γι᾿ αὐτὸ τὸ θέμα τὰ ἑξῆς: «Ἠμπορεῖ ἀκόμη κανεὶς καὶ ὡς ἱερεὺς νὰ τελῇ τὴν θεία Λειτουργία καὶ ὅμως οὐσιαστικὰ νὰ μένῃ ἀλειτούργητος».
Φοβερὸς πράγματι λόγος!
Κλείνουμε τὸ σχόλιο μὲ ἕνα ἀκόμη ἀπόσπασμα τῆς ὡραίας εἰσηγήσεως τοῦ π. Λουκᾶ: «Στὶς ἡμέρες μας ἔχει χαλαρώσει πολὺ ἡ αἴσθηση καὶ ἡ μέριμνα γιὰ τὸ ποιοί πρέπει νὰ προσέρχωνται στὴν μετάληψη τῶν θείων Μυστηρίων καὶ μετὰ ἀπὸ ποιά προετοιμασία. Ἔχει ἀτονήσει καὶ ὁ ἀποστολικὸς λόγος: ‘‘ὃς ἂν ἐσθίῃ τὸν ἄρτον ἢ πίνῃ τὸ ποτήριον τοῦ Κυρίου ἀναξίως, ἔνοχος ἔσται τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου. Δοκιμαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἑαυτόν, καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω’’ (Α΄ Κορ. ια΄ 27-28)» («ΑΚΤΙΝΕΣ» 25-6-2023).
Τὸ ζήτημα αὐτὸ πρέπει καὶ τὸν καθένα μας νὰ προβληματίσει, διότι τείνει νὰ ἐπικρατήσει στὶς ἡμέρες μας ἡ συμμετοχὴ ὅπως-ὅπως τῶν Χριστιανῶν στὴ θεία Κοινωνία. Κάτι ποὺ ἐνισχύεται ἐπιπόλαια καὶ ἀπὸ ἐκκλησιαστικὰ πρόσωπα.
Νὰ λειτουργεῖ ὁ ἱερεὺς καὶ ὅμως νὰ μένει ἀλειτούργητος! Νὰ κοινωνοῦμε οἱ πιστοὶ καὶ ὅμως νὰ μένουμε ἀκοινώνητοι! Ἤ, τὸ χειρότερο, νὰ δεχόμαστε καταδίκη!
Πόση προσοχὴ ἀπαιτεῖται!