Μεταφορτώσεις
Θέμα για τους κυκλάρχες |
Εἴπαμε στήν προηγούμενή μας συνάντηση ὅτι ἡ Ἐπιστολή τοῦ ἁγίου Ἰακώβου εἶναι πολύ πρακτική. Ἀναφέρεται σέ θέματα τῆς καθημερινῆς μας ζωῆς. Τό εἴδαμε ἤδη αὐτό εὐθύς ἐξαρχῆς μέ τό θέμα τῆς ἀντιμετωπίσεως τῶν πειρασμῶν, οἱ ὁποῖοι εἶναι συχνότατοι. Θά τό διαπιστώσουμε καί στή σημερινή μας συμμελέτη, ἀπό τήν ὁποία θά πάρουμε ἀφορμές γιά νά σκεφθοῦμε καλύτερα τά ὅσα ἀφοροῦν τόν ἑαυτό μας.
Μελέτη περικοπῆς: Ἰακ. α΄ 5-8.
1. Ὁ πέμπτος στίχος ἀναφέρεται στά προηγούμενα. Μίλησε ἐκεῖ γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν πειρασμῶν μέ εὐχάριστη διάθεση. Αὐτό ὅμως δέν εἶναι δυνατόν νά γίνει, ἄν δέν διακρίνει καί κατανοήσει ὁ ἄνθρωπος τόν σκοπό αὐτῶν τῶν πειρασμῶν. Παρακινεῖ λοιπόν τούς πιστούς νά προσεύχονται καί νά ζητοῦν γι᾿ αὐτό τήν ἄνωθεν βοήθεια. Ἐάν, λέει, κάποιος δέν ἔχει σοφία γιά νά διακρίνει τό νόημα καί τόν σκοπό τῶν πειρασμῶν, ἄς τή ζητεῖ ἀπό τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος δίνει ἄφθονα τά ἀγαθά Του, καί θά τοῦ δοθεῖ.
Γιά ποιά σοφία πρόκειται ἄραγε; Μήπως γιά τή διανοητική ἱκανότητα καί τήν ἐπιστημονική δεινότητα; Δέν ὑποτιμῶνται βεβαίως τά διανοητικά χαρίσματα καί οἱ ἐπιστημονικές γνώσεις. Ἄλλωστε καί αὐτά εἶναι δῶρα καί χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, στόν Ὁποῖο ὑπάρχουν «πάντες οἱ θησαυροί τῆς σοφίας καί τῆς γνώσεως ἀπόκρυφοι» (Κολασ. β΄ 3). Ὅμως πολλοί κατά κόσμον ἔξυπνοι καί διανοούμενοι καί ἐπιστήμονες σπουδαῖοι παρουσιάζονται ἀνίκανοι νά συλλάβουν μεγάλα θέματα τῆς πίστεως καί τῆς εὐσέβειας. Ἡ σοφία γιά τήν ὁποία ὁμιλεῖ ὁ Ἅγιος ἐδῶ εἶναι ἡ εἰδική ἐκείνη Χάρις τοῦ Θεοῦ μέ τήν ὁποία φωτίζεται ὁ ἄνθρωπος καί ἱκανώνεται, ὥστε νά βλέπει καί νά κρίνει τά διάφορα γεγονότα τῆς ζωῆς του σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Κυρίου. Εἶναι ἡ δυνατότητα πού ἀποκτᾶ ὁ πιστός, ὥστε νά βλέπει πίσω ἀπό τά φαινόμενα καί νά διακρίνει τόν σκοπό κάθε περιστατικοῦ τῆς ζωῆς του καί μάλιστα τῶν φαινομενικά δυσάρεστων. Πρόκειται δηλαδή γιά τόν φωτισμό καί τή σύνεση πού χαρίζει ὁ Θεός καί τά ὁποῖα, ὅταν ὑπάρχουν, βοηθοῦν τόν ἄνθρωπο νά μήν ἀπελπίζεται καί στίς πλέον δύσκολες καταστάσεις, ἀλλά νά ἐνεργεῖ μέ ἠρεμία καί ψυχραιμία.
Ἡ ἄνωθεν καί θεία αὐτή σοφία χαρίζεται, γράφει ὁ Ἅγιος, ἀπό τόν Θεό. Ἀξίζει νά προσέξουμε τίς λέξεις πού χρησιμοποιεῖ φωτισμένος ἀπό τό ἀλάθητο Πανάγιον Πνεῦμα: Ἄς ζητήσει «παρά τοῦ διδόντος Θεοῦ πᾶσιν ἁπλῶς καί οὐκ ὀνειδίζοντος καί δοθήσεται αὐτῷ». Οἱ δύο μετοχές «διδόντος, οὐκ ὀνειδίζοντος» εἶναι σέ χρόνο ἐνεστώτα, πού σημαίνει διάρκεια. Δίνει διαρκῶς, ἀδιάκοπα καί ποτέ δέν ὑποτιμᾶ καί δέν ἐξευτελίζει αὐτόν πού Τοῦ ζητεῖ κάτι. Γνωρίζει Ἐκεῖνος τήν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου καί συγκαταβαίνει καί δέν ἐνοχλεῖται, θά ἔλεγε κανείς, ἀπό τά αἰτήματά του, οὔτε κουράζεται νά τοῦ δίνει. Τό ἐπίρρημα «ἁπλῶς» σημαίνει ἄφθονα καί πλούσια, μέ ἁπλοχεριά. Ὅλα τά ἀγαθά εἶναι δικά Του καί δέν πρόκειται νά στερηθεῖ Ἐκεῖνος μέ τό νά δίνει στούς ἀνθρώπους πού καταφεύγουν ταπεινά κοντά Του καί Τόν ἱκετεύουν νά τούς χαρίσει κάτι. Εἶναι χαρά καί εὐχαρίστηση τοῦ Κυρίου (ἄς τό ποῦμε ἀνθρωποπαθῶς) νά προσφέρει ἀπό τά ἄπειρα καί ἀνεξάντλητα ἀγαθά Του σέ ὅσους χρειάζονται ἐκεῖνο ἤ τό ἄλλο ἀγαθό, μάλιστα δέ τή σοφία αὐτή, ἡ ὁποία ἔχει καθοριστική σημασία γιά τήν ἀνθρώπινη ζωή (βλ. καί Ψαλ. ργ΄ [103] 27-28).
2. Ἀναφέρει ὅμως στόν ἕκτο στίχο ὁ Ἅγιος μιά προϋπόθεση, ἡ ὁποία εἶναι ἀπολύτως ἀπαραίτητη γιά νά λάβουμε ἀπό τόν Θεό αὐτά πού ζητοῦμε μέ τήν προσευχή μας. Ποιά εἶναι αὐτή ἡ βασική προϋπόθεση; Ἡ ἀδίστακτη καί ἀταλάντευτη πίστη. Ἐάν δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στόν Θεό, δέν λαμβάνουμε τίποτε ἀπό Ἐκεῖνον. Τό τονίζει αὐτό καί στόν ἕβδομο στίχο. Ἡ τέλεια καί θερμή αὐτή πίστη εἶναι μαγνήτης πού μᾶς συνδέει μέ τόν Κύριο καί διοχετεύεται μέ αὐτήν ἡ Χάρις καί ἡ συγκεκριμένη βοήθεια, τήν ὁποία ζητοῦμε ἀπό τόν Παντοκράτορα (βλ. Ματθ. κα΄ 21-22).
Πῶς χαρακτηρίζει τόν ἄνθρωπο πού δέν ἔχει τέλεια καί ἀδίστακτη πίστη; Μέ τή μετοχή «διακρινόμενος». Ὅπως ἀναφέρει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, «διακρινόμενος λέγεται ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος, ὁποῦ χωρίζει τόν ἑαυτόν του ἀπό τήν βεβαιότητα τινός πράγματος, καί μοιράζωντας τόν λογισμόν του εἰς δύο, ἀπορεῖ, ἄν τό πρᾶγμα ἐκεῖνο εἶναι ἤ δέν εἶναι. Ὁ τοιοῦτος λοιπόν ἄνθρωπος δέν θέλει λάβει ἀπό τόν Θεόν ἐκεῖνο ὁποῦ ζητεῖ, μέ τό νά ἔγινεν ἀμφίβολος καί εἰς δύο μοιρασμένος». Αὐτός πού ἀμφιβάλλει καί διατηρεῖ λογισμούς ὀλιγοπιστίας ἤ καί ἀπιστίας ὡς πρός τή θεία βοήθεια καί ἐνίσχυση, δέν εἶναι δυνατόν νά βοηθηθεῖ. Τήν ἀκλόνητη πίστη ἄλλωστε ζητοῦσε ὁ Κύριος ὡς προϋπόθεση γιά νά ἐπιτελέσει κάποιο θαῦμα. Θυμάστε κάτι συγκεκριμένο; Τή θεραπεία τῶν δύο τυφλῶν. «Πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;», τούς ρώτησε ὅταν ζήτησαν τή βοήθειά Του (βλ. Ματθ. θ΄ 27-30). Τή θεραπεία τοῦ δαιμονιζομένου νέου. Τί εἶπε στόν πατέρα του πού ἀμφέβαλλε ὡς πρός τήν ἰαματική δύναμη τοῦ Κυρίου; «εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι» (βλ. Μάρκ. θ΄ 17-27).
3. Τί παρομοιώσεις καί χαρακτηρισμούς χρησιμοποιεῖ ὁ Ἀδελφόθεος γιά τόν «διακρινόμενον» καί ἀμφιβάλλοντα ὡς πρός τή δύναμη καί ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπο; Τόν παρομοιάζει μέ τό κύμα τῆς θάλασσας, πού εἶναι ἄστατο καί κινεῖται ἀναλόγως πρός τή φορά τοῦ ἀνέμου. Σάν τό κύμα σέ καιρό θαλασσοταραχῆς, τό ὁποῖο ὑψώνεται καί καταπίπτει ἀμέσως. Καί ὁ «διακρινόμενος» ἄνθρωπος ἄλλοτε στρέφεται πρός τόν Κύριο τοῦ οὐρανοῦ καί ἄλλοτε, ἐπειδή ἡ πίστη του εἶναι λίγη καί ἀσταθής, βυθίζεται στήν ἀπελπισία. «Καθώς ἡ θάλασσα κινεῖται μέν καί φουσκώνει ἔξωθεν ἀπό τούς ἀνέμους, καταπαύει δέ ὀγλίγωρα, ἔτζι καί ὁ διακρινόμενος κινεῖται μέν ἔξωθεν ἀπό τούς πειρασμούς καί προστρέχει εἰς τόν Θεόν διά νά ζητήσῃ σοφίαν καί βοήθειαν, καταπαύει δέ ὀγλίγωρα καί δέν ἐπιμένει ζητῶντας, μέ τό νά μήν ἔχῃ ἔσωθεν εἰς τήν καρδίαν του πίστιν θερμήν καί στερεάν ἐλπίδα εἰς τόν Θεόν. Διά τοῦτο οὐδέ λαμβάνει τήν σοφίαν ὁποῦ ζητεῖ, ἤ ἄλλο τι χάρισμα» ( Ἅγιος Νικόδημος).
Τόν ἀποκαλεῖ ἀκόμη ὁ Ἅγιος ἄνθρωπον «δίψυχον» καί «ἀκατάστατον ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ». Ὁ δεύτερος χαρακτηρισμός μοιάζει μέ τήν παρομοίωσή του πρός τό διαρκῶς μετακινούμενο καί ἀσταθές κύμα. Δέν ἔχει σταθερότητα αἰσθημάτων, ἀποφάσεων καί ἐνεργειῶν. Πῶς εἶναι δυνατόν νά προοδεύσει καί νά ὑψωθεῖ στήν ἀρετή ἕνας ἀσταθής ἄνθρωπος; Ὑπάρχουν βεβαίως ἐκ φύσεως ἀσταθεῖς χαρακτῆρες. Δέν πρόκειται ὅμως ἐδῶ γι᾿ αὐτή τήν περίπτωση, ἀλλά γιά ἐκείνους οἱ ὁποῖοι, ἐνῶ μποροῦν νά σταθεροποιηθοῦν στήν ἐλπίδα καί πίστη στόν Κύριο, ἀφήνουν χαλαρό τόν ἑαυτό τους καί παρασύρονται ἀπό διάφορα ρεύματα. Νά μᾶς φυλάξει ὁ Θεός ἀπό τήν ἀρρωστημένη αὐτή ψυχική κατάσταση.
Ἄς προσέξουμε καί τή λέξη «δίψυχος». Πῶς τήν ἑρμηνεύει ὁ ἀείμνηστος Π. Ν. Τρεμπέλας; «Δίβουλος καί δίγνωμος». Ἔχει δύο ψυχές. Τή μία, θά ἔλεγε κανείς, τή στρέφει πρός τόν οὐρανό καί τήν ἄλλη πρός τή γῆ· μία πρός τόν Θεό καί μία πρός «τόν ἄρχοντα τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου». Αὐτό τόν δίψυχο ἄνθρωπο ἐννοεῖ ὁ Σοφός Σειράχ ὅταν γράφει: «μή προσέλθῃς αὐτῷ (τῷ Κυρίῳ) ἐν καρδίᾳ δισσῇ» (=διχασμένη) (Σ. Σειρ. α΄ 28). Ἐάν ταλαντεύεται κανείς μεταξύ πίστεως καί ἀπιστίας καί παραμένει γιά πολύ αὐτή ἡ ταλάντευση μέσα του, δέν μπορεῖ νά ἔχει οὐσιαστική σχέση μέ τόν Θεό καί νά λάβει τίς δωρεές Του. Εἶναι ἀνάγκη ἐπείγουσα νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τήν ὀλιγοπιστία, νά ἐκδιώξει τήν ἀμφισβήτηση καί νά προσπέσει μέ συντριβή καί πίστη στόν Σωτήρα καί Λυτρωτή μας, ἱκετεύοντάς Τον νά στερεώσει τήν ψυχή του στόν ἀκλόνητο βράχο τῆς πίστεως. Μόνο ἔτσι θά μένει ἤρεμος καί ἀτάραχος, ὅπως λέει ὀ ἱερός Χρυσόστομος, «ἐν τῷ τῶν παρόντων εὐρίπῳ πραγμάτων πολλῆς ἀπολαύων γαλήνης» (PG 57, 323).
ΣΥΝΘΗΜΑ: «Αἰτείτω ἐν πίστει μηδέν διακρινόμενος» (Ἰακ. α΄ 6).