Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 8 Ὀκτωβρίου 2023, Γ΄ Λουκᾶ (Λουκ. ζ΄ 11-16)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπορεύετο ὁ Ἰησοῦς εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς. ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ. καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· μὴ κλαῖε· καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι. καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ. ἔλαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΣΤΗ ΖΩΗ
«Ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ»
Ἀντιμέτωπους μὲ τὸν θάνατο μᾶς φέρνει ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα. Ἡ χήρα μάνα τῆς Ναῒν ὁδηγοῦσε καὶ πάλι τὰ βήματά της στὸ νεκροταφεῖο τῆς πόλεως, συνοδεύοντας αὐτὴ τὴ φορὰ τὸν νεκρὸ μονάκριβο γιό της, μέσα σὲ γοερὸ κλάμα. Ὁ Κύριός μας μὲ τοὺς Μαθητές του καὶ πλῆθος κόσμου συνάντησαν τὴν πένθιμη πομπὴ λίγο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Ὁ Χριστὸς σπλαχνίσθηκε τὴν ταλαίπωρη μάνα καὶ τὴν παρηγόρησε λέγοντάς της νὰ μὴν κλαίει. Πλησίασε κατόπιν τὸν νεκρό, τὸν ἄγγιξε καὶ μὲ τὸν ἐξουσιαστικὸ λόγο του τὸν πρόσταξε νὰ ἐγερθεῖ. Τὴ στιγμὴ λοιπὸν ἐκείνη ὁ νέος ἀναστήθηκε καὶ ἄρχισε νὰ ὁμιλεῖ. Ὅλους τότε τοὺς κυρίευσε δέος καὶ διάθεση δοξολογίας πρὸς τὸν Θεό.
Μὲ ἀφορμὴ τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονὸς ἂς δοῦμε στὴ συνέχεια ὅτι ὁ θάνατος ἀποτελεῖ τὸ βεβαιότερο γεγονὸς στὴ ζωή μας καὶ ὅτι πρέπει νὰ εἴμαστε πάντοτε ἕτοιμοι νὰ τὸν ἀντιμετωπίσουμε.
1. Τὸ ἀναπόφευκτο γεγονὸς
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ ζεῖ· εἶναι προορισμένος γιὰ τὴν ἀθανασία, τὴν αἰωνιότητα. Ὁ θάνατος εἶναι ξένος πρὸς τὴν ἀνθρώπινη φύση, γι᾿ αὐτὸ καὶ τόσο ἀποκρουστικός. Μᾶς γεμίζει συνήθως μὲ φόβο ἡ ἔλευσή του, συντρίβει κάποτε ψυχικὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ τὸν σκέφτεται ἢ τὸν ἀντιμετωπίζει. Μετὰ τὴν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων στὴν ἁμαρτία καὶ τὸν χωρισμὸ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸ ὁ θάνατος ἔχει γίνει τὸ πιὸ βέβαιο γεγονός, ἕνας ἀπρόσμενος ὀδυνηρὸς ἐπισκέπτης. Ἡ ἐξέλιξη τῆς ἐπιστήμης πασχίζει νὰ τὸν ὑπερβεῖ, νὰ ἀναβάλει ἔστω τὴν ἔλευσή του, χωρὶς ὅμως νὰ μπορεῖ νὰ τὸν τιθασεύσει, νὰ τὸν νικήσει.
Κάθε μέρα φεύγουν ἀπὸ τὸν κόσμο μας χιλιάδες ἄνθρωποι. Δὲν κάνει ἐξαιρέσεις ὁ ἐπισκέπτης θάνατος. Ἔρχεται στὴν ἔπαυλη τοῦ πλουσίου, ἀλλὰ καὶ στὴν καλύβα τοῦ φτωχοῦ. Παίρνει ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτὴ τὸν ἡλικιωμένο, κάποτε ὅμως καὶ τὸν νέο ἄνθρωπο, στὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας του. Νέος, ἄλλωστε, δὲν ἦταν καὶ ὁ γιὸς τῆς χήρας τοῦ σημερινοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου; Ἀπρόσμενος λοιπὸν ὁ ἐπισκέπτης αὐτός. Κάποιες φορὲς ἔρχεται ξαφνικά, «ὡς κλέπτης ἐν νυκτί» (Α΄ Θεσ. ε΄ 2), γιὰ νὰ κλέψει πρόωρα, μέσα στὴ νύχτα τὸ ἀγαθὸ τῆς ζωῆς καὶ νὰ ἀφαιρέσει τὸ χαμόγελο ἀπὸ τὰ πρόσωπα συγγενῶν καὶ φίλων. Μήπως δὲν τὸ εἴδαμε αὐτὸ νὰ συμβαίνει πρόσφατα μὲ φυσικὲς καταστροφές, δυστυχήματα καὶ μαζικοὺς θανάτους νέων ἀνθρώπων;
Μπροστὰ στὸ παμφάγο αὐτὸ θηρίο ὅλοι τελικὰ εἴμαστε ἀδύναμοι. «Ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν» (Ἑβρ. θ΄ 27), σημειώνει ὁ θεῖος Ἀπόστολος. Γιὰ ὅλους θὰ ἔλθει κάποτε ἡ δύσκολη ὥρα νὰ ἀναμετρηθοῦμε μὲ τὸν θάνατο. Ἄγνωστο τὸ πότε. Γι᾿ αὐτὸ πρέπει πάντοτε νὰ τὸν περιμένουμε ὡς ἀναπόφευκτο γεγονός. Πῶς λοιπὸν θὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ τὸν ἀντιμετωπίσουμε;
2. Πάντοτε ἕτοιμοι
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ φόβο ἀποφεύγουμε νὰ σκεφτόμαστε τὸν θάνατο καὶ ἀμελοῦμε τὴν ἑτοιμασία μας γιὰ τὴν ἔλευσή του. Ὁ Θεὸς μᾶς δίνει τὴν παρούσα ζωὴ γιὰ νὰ ἑτοιμασθοῦμε· ἐμεῖς ὅμως ἀδιαφοροῦμε καὶ παραμένουμε ράθυμοι. Ὁ Χριστὸς μᾶς προτρέπει: «Γίνεσθε ἕτοιμοι, ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται» (Ματθ. κδ΄ 44). Νὰ ἑτοιμάζεσθε διαρκῶς, διότι δὲν γνωρίζετε πότε θὰ ἔλθει ὁ Κύριος νὰ σᾶς παραλάβει, πότε δηλαδὴ θὰ ἔλθει ἡ ὥρα τοῦ θανάτου σας.
Ἡ κατάλληλη ἑτοιμασία εἶναι ἀφενὸς ἡ καλλιέργεια τῆς ἀρετῆς· ὁ καθημερινὸς ἀγώνας μας, δηλαδή, νὰ ἐφαρμόζουμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου· νὰ ἀκολουθοῦμε τὸ θεῖο θέλημά του. Πιὸ συγκεκριμένα, ἡ ἐφαρμογὴ τῆς ἀγάπης, μὲ κριτήριο τὴν ὁποία θὰ μᾶς κρίνει ὁ Κύριος κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία του. Ἡ διάθεση νὰ θυσιαζόμαστε γιὰ τοὺς ἀδελφούς μας, νὰ τοὺς διακονοῦμε στὶς ἀνάγκες τους, νὰ συγχωροῦμε τὰ λάθη τους.
Ἐπιπλέον, θὰ εἶναι πάντοτε ἕτοιμη ἡ ψυχή μας γιὰ τὴ φοβερὴ ὥρα τοῦ θανάτου καὶ μὲ τὴ μετάνοια· μὲ τὴν ἐξέταση τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ τὴν ὁμολογία τῶν ἁμαρτιῶν μας στὸ ἱερὸ Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως. Ὅσο ἡ ψυχή μας καθαρίζεται στὸ λουτρὸ τῆς μετάνοιας καὶ λαμβάνει τὴν ἄφεση ἀπὸ τὸν πανάγαθο Θεό, τόσο προσδοκᾶ τὸν θάνατο χωρὶς φόβο, χωρὶς θλίψη· ἕτοιμη νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Νικητὴ τοῦ θανάτου, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ὁποῖος διακήρυξε: «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται» (Ἰω. ια΄ 26). Ὅποιος πιστεύει σ᾿ Ἐμένα, ἀκόμη κι ἂν πεθάνει σωματικά, θὰ ζεῖ αἰώνια στὴ οὐράνια Βασιλεία μου.
Ἂς εἴμαστε πάντοτε ἕτοιμοι γιὰ τὸν θάνατο, ἂς τὸν ἀντιμετωπίζουμε ὡς τὸ πιὸ βέβαιο γεγονός, καὶ τότε δὲν θὰ εἶναι τὸ τέλος, ἀλλὰ ἡ ἀρχὴ τῆς αἰώνιας ζωῆς. Δὲν θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν αἰώνια ἀπώλεια, ἀλλὰ στὸ πᾶν, στὸ πλήρωμα, ποὺ θὰ εἶναι τὸ Πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴν αἰωνιότητα.