Μεταφορτώσεις
Θέμα για τους κυκλάρχες |
Στά δύο προηγούμενα θέματά μας ἔγινε λόγος γιά τούς πειρασμούς καί τή θεάρεστη ἀντιμετώπισή τους. Οἱ πειρασμοί ἐκεῖνοι ἐπιτρέπονται, εἴπαμε, ἀπό τόν Κύριο γιά τή δοκιμασία μας μέ τελικό σκοπό τήν εὐτυχία μας. Πρόκειται γιά τίς θλίψεις καί δυσκολίες τῆς ζωῆς, γιά τίς ἀσθένειες κ.λπ. Ὑπάρχουν ὅμως καί ἄλλοι πειρασμοί, πού ἔχουν ἄμεση σχέση μέ τήν ἁμαρτία καί παρακινοῦν πρός τήν ἁμαρτία. Ἄραγε ἔχει σχέση καί μέ αὐτούς ὁ Θεός; Αὐτό θά συμμελετήσουμε σήμερα.
Μελέτη Περικοπῆς: Ἰακ. α΄ 13-18.
1. Ὁ Ἅγιος τονίζει εὐθύς ἐξαρχῆς ὅτι δέν πρέπει νά λέμε ὅτι μᾶς πειράζει ὁ Θεός. Ἐννοεῖ ἐδῶ τούς πειρασμούς πού σχετίζονται μέ τήν ἁμαρτία. Γιατί τό λέει αὐτό; Διότι ἐάν μᾶς ἔθετε ὁ Θεός μπροστά σέ πειρασμό, ὁ ὁποῖος θά μᾶς ὁδηγοῦσε στή διάπραξη τῆς ἁμαρτίας, θά μπορούσαμε νά ρίξουμε τό βάρος τῆς ἐνοχῆς γιά τήν ἁμαρτία στόν αἴτιο τοῦ πειρασμοῦ, δηλαδή τόν Θεό. Δέν θά ἦταν δέ λογικό νά μᾶς κρίνει κατόπιν ὁ Θεός.
Εὐσταθεῖ ἡ ἄποψη ὁρισμένων ὅτι, ἐφόσον ἔπλασε ὁ Θεός τήν ἰδιοσυγκρασία τους ἔτσι, ὥστε νά εἶναι ἀδύνατη ἡ ἀποφυγή τῶν πειρασμῶν, εὐθύνεται Ἐκεῖνος γιά ὅλα; Ὄχι. Αὐτό εἶναι δικαιολογία καί τέχνασμα τοῦ διαβόλου. Θέλει νά μᾶς κρατεῖ δεμένους στό ἅρμα του, νά μᾶς βυθίζει ὁλοένα καί περισσότερο στήν ἁμαρτία καί νά ἐμποδίζει τή μετάνοιά μας καί τόν ἀγώνα μας γιά πνευματική ἐξυγίανση καί κατάκτηση τῆς ἀρετῆς. Κανείς δέν σύρεται ἀναγκαστικά στήν ἁμαρτία. Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε ἀπό τόν Θεό ἐλεύθερος καί μπορεῖ νά ἐπιλέγει τό ἀγαθό ἤ τό κακό.
Τόν Θεό θεώρησαν κατ’ οὐσίαν ὡς αἴτιο τοῦ πειρασμοῦ καί τῆς πτώσεώς τους παρακινούμενοι ἀπό τόν σατανᾶ καί οἱ Πρωτόπλαστοι. Θυμάστε τί εἶπε ὁ Ἀδάμ; «Ἡ γυνή ἥν ἔδωκας μετ’ ἐμοῦ, αὕτη μοι ἔδωκεν ἀπό τοῦ ξύλου καί ἔφαγον». Σάν νά ἔλεγε: Φταῖς Σύ, Κύριε, πού μοῦ ἔδωσες αὐτή τή γυναίκα. Καί ἡ Εὔα τί ἀπάντησε; «Ὁ ὄφις ἠπάτησέ με» (Γεν. γ΄ 12-13). Σάν νά ἔλεγε: Ἕνα ἀπό τά δικά σου δημιουργήματα, Κύριε, μέ ἐξαπάτησε. Φταῖς δηλαδή Σύ πού κατασκεύασες τέτοια δημιουργήματα!
Γιά ποιόν ἐπιπλέον λόγο δέν εἶναι δυνατόν νά μᾶς πειράζει πρός ἁμαρτία ὁ Θεός; Τό ἀναφέρει σαφέστατα ὁ Ἅγιος στόν 13ο στίχο. Διότι ὁ Θεός εἶναι «ἀπείραστος κακῶν». Δηλαδή; Ὁ Θεός εἶναι Ἅγιος. Δέν ἔχει καμία ἀπολύτως σχέση μέ πειρασμούς ἁμαρτίας καί μέ τήν ἁμαρτία. Τήν ἀποστρέφεται τήν ἁμαρτία Ἐκεῖνος. «Ὁ Θεός, μέ τό νά εἶναι αὐτοαγαθότης κατά φύσιν, δέν πειράζει ποτέ κανένα, οὔτε τόν κινεῖ σέ κακούς λογισμούς καί λόγους, καί πράξεις, ἄπαγε! τοῦτο γάρ εἶναι ἀδύνατον, ἐπειδή οὐ δύναται δένδρον ἀγαθόν καρπούς πονηρούς ποιεῖν, ὡς εἶπεν ὁ Κύριος (Ματθ. ζ΄ 18)» (Ἅγιος Νικόδημος). Δέν εἶναι δυνατόν ἀπό τήν πηγή τῆς ἀγαθότητος, πού εἶναι ὁ Θεός, νά πηγάζει συγχρόνως καί ἡ πικρή ἁμαρτία καί κακία (βλ. καί Ἰακ. γ΄ 11).
Ἄς θυμηθοῦμε καί τήν περίπτωση τοῦ Ἰώβ. Ὅταν ὁ πειραστής διάβολος θέλησε νά πειράξει τόν Ἰώβ, ἔλαβε ἀπό τόν Θεό ἄδεια νά τόν βλάψει μόνο σωματικά. Δέν τοῦ ἐπέτρεψε ὁ Κύριος νά βλάψει κάπως καί τήν ψυχή του, ὥστε νά ἁμαρτήσει (βλ. Ἰώβ β΄ 6).
2. Ποιά εἶναι, κατά τόν Ἅγιο, ἡ αἰτία τῆς διαπράξεως τῆς ἁμαρτίας; Ἡ ἴδια ἐπιθυμία μας. Δηλαδή; Ἡ ροπή πρός τό κακό τήν ὁποία κληρονομήσαμε ἀπό τούς Πρωτοπλάστους πού πλανήθηκαν καί παρασύρθηκαν ἀπό τόν σατανᾶ. Ἡ ροπή καί ἡ κλίση αὐτή πρός τό κακό παραμένει καί μετά τό Βάπτισμα μέσα μας. Εἶναι ὅμως ἀνένοχη. Πότε εἶναι ἔνοχη; Ὅταν συγκατατίθεται κανείς σέ κάποιον πειρασμό, ὅταν θέλγεται καί εὐχαριστεῖται μέ τόν πειρασμό, ὅταν τόν περιεργάζεται καί δελεάζεται ἀπό αὐτόν καί ζαλίζεται καί ὁδηγεῖται τελικά στή διάπραξη τῆς ἁμαρτίας.
Θυμάστε τά ὅσα ἀναφέρει ἡ Ἁγία μας Γραφή ὡς πρός τήν πτώση τῆς Εὔας; Ὅταν τῆς εἶπε ὁ σατανᾶς ὅτι, ἐάν φάγουν ἀπό τόν καρπό ἐκεῖνο τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως, θά γίνουν ὡς θεοί, δελεάσθηκε ἡ Εὔα, ἐξαπατήθηκε, ἔστρεψε τό βλέμμα της πρός τόν καρπό καί ἐντυπωσιάσθηκε ἀπό τήν ὡραία ὄψη του, μέ ἀποτέλεσμα νά πέσει στό κακό. «Καί εἶδεν ἡ γυνή, ὅτι καλόν τό ξύλον εἰς βρῶσιν καί ὅτι ἀρεστόν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν καί ὡραῖόν ἐστι τοῦ κατανοῆσαι καί λαβοῦσα ἀπό τοῦ καρποῦ αὐτοῦ ἔφαγε. καί ἔδωκε καί τῷ ἀνδρί αὐτῆς καί ἔφαγον» (Γεν. γ΄ 6). Δέν ἦταν αἰτία τῆς ἁμαρτίας ὁ καρπός ἀλλ’ ἡ προαίρεση τῆς Εὔας. Βρῆκε μέσα της ὑποδοχή ἡ σατανική ὑποβολή: «Οὐ τό ξύλον εἰσήγαγε τά κακά, ἀλλ’ ἡ προαίρεσις ἡ ράθυμος καί ἡ καταφρόνησις, ἥν περί τήν ἐντολήν ἐπεδείξατο», παρατηρεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος (ΕΠΕ 2, 438).
Πολύ χαρακτηριστικά εἶναι τά ὅσα γράφει γιά τήν πτώση τῆς Εὔας ὁ ἀείμνηστος Π. Ν. Τρεμπέλας: «Εἰς τήν ἀρχήν ἐστάθη νά ἀκούσῃ τόν ὄφιν… ἐδείχθη πολύ χαλαρά. Καί ἐκάθησεν ἔπειτα νά περιεργασθῇ τό δένδρον καί τούς καρπούς αὐτοῦ. Παρατήρησε, ἀναγνῶστα μου, πόσον ἐλαφρά ἡ Εὔα ἤρχισε νά γλιστρᾷ καί πῶς, χωρίς διόλου νά καταλάβῃ, ἐπειδή ἦτο ἀπρόσεκτος, εὑρέθη διά μιᾶς ἐν μέσῳ τῶν φλογῶν. Ἔτσι καί μεῖς, ἀδελφέ μου, ἀπροσεκτοῦντες καί μή φοβούμενοι παρασυρόμεθα εἰς πράξεις ἐλεεινοτάτας… Δι’ αὐτό, Χριστιανέ μου… τόν λογισμόν ἐκεῖνον τόν λεπτόν καί ἀφανῆ πού ζητεῖ κατ’ ἀρχάς νά εἰσχωρήσῃ εἰς τά βάθη τῆς καρδίας σου διά νά τήν μολύνῃ, ἔχε προσοχήν νά τόν ἀποδιώκῃς ἀμέσως, χωρίς χρονοτριβήν καί χωρίς ταλαντεύσεις. Ἀμέσως. Εἶναι δηλητήριον καί αἱ ἀναθυμιάσεις του θά παραλύσουν τήν θέλησίν σου. Ἐγκρύπτει τόν θάνατον» (Ἀδάμ καί Εὔα, ἔκδ. «Σωτῆρος», Ἀθῆναι 1962, σελ. 101-103).
Ὁ π. Εὐσέβιος Ματθόπουλος στό περισπούδαστο σύγγραμμά του Ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου γράφει «ὅτι εἰς τούς ἁμαρτάνοντας τό καθ’ αὐτό κύριον αἴτιον τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ θέλησις αὐτῶν, ἥτις δέν ἀποκρούει, ἀλλά στέργει τό κακόν» (& 189). Μᾶς δελεάζει μέ τούς πειρασμούς καί μᾶς ἐξαπατᾶ ὁ Πονηρός. Ἐάν ὅμως εὐθύς ἐξαρχῆς ἀποκρούσουμε τίς εἰσηγήσεις του ἀποφασιστικά, δέν προξενεῖται καμία βλάβη μέσα μας. Ὅταν συγκατατεθοῦμε ὅμως καί κάνουμε πράξη τά ὅσα μᾶς εἰσηγεῖται, ὁδηγούμαστε στήν ἁμαρτία, ἡ ὁποία γεννᾶ τόν θάνατο, τόν αἰώνιο δηλαδή χωρισμό τῆς ἀθάνατης ψυχῆς μας ἀπό τήν πηγή τῆς ζωῆς, τόν Κύριο (βλ. καί Ρωμ. ς΄ 23).
3. Ἔπειτα ἀπό τό ψυχογράφημα τῆς διαπράξεως τῆς ἁμαρτίας ἀπό μέρους μας, τονίζει μέ ἐπισημότητα ὁ Ἅγιος ὅτι ὁ Θεός ὄχι μόνο δέν γίνεται αἰτία καί ἀφορμή ἁμαρτίας, ἀλλά εἶναι ἡ πηγή κάθε ἀγαθοῦ. Νά προσέξουμε καλύτερα τόν 17ο στίχο. Τόν ἀκοῦμε μάλιστα τόν λόγο αὐτό καί στή θεία Λειτουργία λίγο πρίν ἀπό τήν ἀπόλυση. Εἶναι ὑπέροχος δογματικός λόγος. Τί τονίζει; Ὅτι ἀπό τόν Θεό προέρχονται ὅλα τά ἀγαθά, τά ὁποῖα χαρίζονται στόν κόσμο. Εἶναι ἐπίσης ὁ «πατήρ τῶν φώτων». Ἐκεῖνος δηλαδή χαρίζει καί τό φυσικό φῶς καί τόν φωτισμό τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, μέ τόν ὁποῖο μπορεῖ νά βλέπει καί νά κρίνει ὀρθά τά πάντα καί νά μήν παρασύρεται στά σκοτάδια τῆς ἄγνοιας, τῆς πλάνης καί τῆς ἁμαρτίας. Δέν ὑπάρχει σκιά καί σκοτάδι πλησίον τοῦ Θεοῦ. Μήπως τά λέει αὐτά ὁ Ἅγιος καί σέ σχέση μέ τά προηγούμενα γιά τούς πειρασμούς καί τή διάπραξη τῆς ἁμαρτίας; Ἀσφαλῶς. Διότι ἡ ἁμαρτία εἶναι γέννημα τοῦ ἄρχοντα τοῦ σκότους διαβόλου. Ἐνῶ ἡ ἀρετή καί τό ἀγαθό πηγάζουν ἀπό Ἐκεῖνον, πού εἶναι «τό φῶς τοῦ κόσμου». Αὐτός δέ πού Τόν ἀκολουθεῖ πιστά καί συμμορφώνεται μέ τίς ἐντολές Του δέν ζεῖ ποτέ στά σκοτάδια τῆς πλάνης καί ἁμαρτίας, ἀλλά στό φῶς τῆς ἁγίας ζωῆς (βλ. Ἰω. η΄ 12).
Ποιά ἄλλη δογματική ἀλήθεια προβάλλεται ἀπό τόν 17ο στίχο; Ὅτι δέν ὑπάρχει παραλλαγή καί μεταβολή στόν Θεό. Σχετίζεται καί αὐτή ἡ ἀληθεια μέ τά προηγούμενα; Μάλιστα. Ὁ Θεός ἦταν, εἶναι καί θά εἶναι αἰωνίως φῶς, δηλαδή ἀγαθός, ἅγιος καί πηγή τῆς ἀγαθότητος καί τοῦ ἁγιασμοῦ. Δέν ἔχασε ποτέ τή λάμψη Του, δέν σχετίσθηκε ποτέ μέ τό σκοτάδι καί τή σκιά τῆς ἁμαρτίας (βλ. καί Ψαλ. ρα΄[101] 28, Μαλαχ. γ΄ 6).
4. Μία δογματική ἀλήθεια τονίζει καί ὁ 18ος στίχος. Ποιά; Τή σχετική μέ τήν πνευματική ἀναγέννησή μας διά τοῦ Εὐαγγελίου. Σχετίζεται καί αὐτή ἡ ἀλήθεια μέ τά ὄσα εἶπε ὁ Ἅγιος ὡς πρός τήν αἰτία τῶν πειρασμῶν; Βεβαίως. Ὄχι μόνο δέν εἶναι αἴτιος ὁ Κύριος τῶν πειρασμῶν πού ὁδηγοῦν στήν ἁμαρτία, ἀλλά παρακινούμενος ἀπό τήν ἀγάπη Του μᾶς ἀναγέννησε πνευματικά ἐμᾶς, οἱ ὁποῖοι εἴχαμε ὁδηγηθεῖ στόν πνευματικό θάνατο λόγῳ τῆς ἁμαρτίας. Ἡ νέα αὐτή γέννηση ἔγινε μέσῳ τοῦ «λόγου τῆς ἀληθείας», δηλαδή τοῦ Εὐαγγελίου. Πόση πράγματι εἶναι ἡ ἀναγεννητική δύναμη τοῦ Εὐαγγελίου! (βλ. Α΄ Κορ. δ΄ 15, Α΄ Πέτρ. α΄ 23).
Πῶς ὀνομάζει τούς ἀναγεννημένους μέσῳ τοῦ Εὐαγγελίου καί τή νέα κατάσταση τῆς ζωῆς τους; «ἀπαρχήν τινα τῶν αὐτοῦ κτισμάτων». Δηλαδή; Τά πρῶτα καί πολυτιμότερα ἀπό τά δημιουργήματα καί πλάσματά Του, τά πλέον ἐκλεκτά. Γιατί; Διότι ἐξαγοράσθηκαν καί ἐξαγιάσθηκαν μέ τό πάντιμο Αἷμα Του καί ἀνήκουν σ᾿ Ἐκεῖνον. Ὅπως δέ αἱ «ἀπαρχαί» τῆς Π. Διαθήκης, τά πρῶτα δηλαδή προϊόντα τῆς γῆς πού προσφέρονταν ὡς ἔκφραση εὐγνωμοσύνης στόν Θεό, βεβαίωναν ὅτι θά ἐπακολουθήσει πλούσια συγκομιδή, ἔτσι καί οἱ ἀναγεννημένοι πιστοί μέ τήν ἁγία καί ἀφιερωμένη σ᾿ Ἐκεῖνον ζωή ὑποδηλώνουν τή νέα κατάσταση πού θά ἐπικρατήσει στή ζωή τοῦ κόσμου. Τήν κατάσταση τῆς ἁγιότητος, ἡ ὁποία ἄρχισε διά τῆς Ἐκκλησίας καί, ἀφοῦ ἐξαγιασθεῖ κατά τό δυνατόν ὁ κόσμος, θά συνεχίζει τήν ὕπαρξή της στήν ἔνδοξη Βασιλεία Του στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων (βλ. Ἀποκ. ιδ΄ 4).
ΣΥΝΘΗΜΑ: «Πᾶσα δόσις ἀγαθή καί πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον» (Ἰακ. α΄ 17).