06. «Γίνεσθε ποιηταί λόγου καί μή μόνον ἀκροαταί»

Μεταφορτώσεις

Θέμα για τους κυκλάρχες

 

Ἡ σημερινή συμμελέτη μας θά μᾶς δώσει τήν εὐκαιρία νά ἐλέγξουμε τόν ἑαυτό μας ὡς πρός τή γνησιότητα τῆς θρησκευτικότητας καί πνευματικότητάς μας. Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος τοποθετεῖ τά πράγματα στήν ὀρθή τους θέση καί διευκρινίζει ποιά εἶναι ἡ ψευδής καί ποιά ἡ ἀληθινή θρησκευτικότητα. Τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ δέν θέλει νά αὐταπατόμαστε καί νά ἔχουμε ψευδαισθήσεις ὡς πρός τό σπουδαιότατο αὐτό θέμα, ἀπό τό ὁποῖο ἐξαρτᾶται ἡ αἰώνια σωτηρία μας.

Μελέτη περικοπῆς: Ἰακ. α΄ 22-27.

1. Τί τονίζει καί τί μᾶς παραγγέλλει στήν ἀρχή τῆς περι­κοπῆς μας ὁ Ἀδελφόθεος; Ὅτι πρέπει νά εἴμαστε «ποιηταί λόγου καί μή μόνον ἀκροαταί». Τί σημειώνει μάλιστα γι’ αὐτούς οἱ ὁποῖοι ἀρκοῦνται μόνο στήν ἀκρόαση; Ὅτι «παραλογίζονται ἑαυτούς». Εἶναι παραλογισμός αὐτή ἡ τακτική. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἑρμηνεύει τίς δύο αὐτές λέξεις μέ τά ἑξῆς: «Κακῶς συλλογίζεσθε καί ἀπατᾶτε μέ τοῦτο τόν ἑαυτόν σας, καταφρονοῦντες τήν σωτηρίαν σας».

Πῶς δικαιολογεῖ τόν χαρακτηρισμό του αὐτό ὁ Ἅγιος; Φέ­ρει τό παράδειγμα τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος βλέπει τό πρόσωπό του μέσα σέ ἕναν καθρέφτη, ἀλλά μόλις φύγει ἀπό τόν καθρέφτη, λησμονεῖ τά ὅσα εἶδε. Γιατί χρησιμοποιεῖ τήν εἰκόνα τοῦ καθρέφτη; Ὅπως στόν καθρέφτη βλέπουμε τίς τυχόν ἀσχήμιες καί τούς μολυσμούς στό πρόσωπό μας, παρόμοια καί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ σάν ἄλλο πνευματικό κάτοπτρο παρουσιάζει ἐμπρός μας τήν εἰκόνα τῆς ψυχῆς μας. Μᾶς ὁμιλεῖ γιά τίς κακίες, οἱ ὁποῖες εἶναι ἐνδεχόμενο νά ὑπάρχουν μέσα μας καί τίς ὁποῖες πρέπει νά ἀποβάλουμε. Ἐάν ἀδιαφορήσουμε, φανερώνουμε ὅτι εἴμαστε ἐπιπόλαιοι ἄνθρωποι καί δέν λαμβάνουμε στά σοβαρά οὔτε τόν θεῖο λόγο οὔτε τή σωτηρία μας.

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ἀναφέρει στό σημεῖο αὐτό στό Ὑπόμνημά του καί τήν ἑξῆς σκέψη τοῦ Ἐπισκόπου Σμύρνης Μητροφάνους, ὁ ὁποῖος ἔζησε τόν 9ο μ.Χ. αἰώνα καί ἑρ­μήνευσε τήν Ἐπιστολή αὐτή: «Καθώς ἡ εἰς τόν καθρέπτην θεωρία εἶναι μία ἀνύπαρκτος σκιά καί παντελῶς ἀνενέργητος, χωρίς νά ἔχῃ καμίαν ὑπόστασιν εἰς τά πράγματα· ἔτζι καί ὁ παρά τῶν διδασκάλων λαλούμενος λόγος, καί παρά τῶν μαθητῶν ἀκουόμενος, εἰς τόν ἀέρα χάνεται, μέ τό νά μή λαμβάνῃ ὑπόστασιν ἐν τῇ πράξει… Ὅθεν καί ὁ διδάσκαλος ματαίως διδάσκει καί ὁ ἀκούων ματαίως ἀκούει· διατί καί οἱ δύο δέν πράττουσι».

Μᾶς ἀφοροῦν ἄραγε τά λόγια αύτά; Μάλιστα. Ἐάν ἀρκού­μαστε μόνο στήν ἀκρόαση, στή μελέτη καί στό σχολιασμό τοῦ θείου λόγου, ματαιοπονοῦμε. Δέν μᾶς ὠφελοῦν καί οἱ πλέον βαθυστόχαστες σκέψεις καί ἐμβαθύνσεις σέ κάποια ἐντολή τοῦ Κυρίου, ἐάν δέν θέτουμε σέ ἐφαρμογή τήν ἐντολή αὐτή. Ὅσες προσπάθειες συμμελέτης τοῦ θείου λόγου καί ἐάν κάνουμε στόν Κύκλο μας, ἐάν μένουμε μόνο στή θεωρία, δέν ὠφελούμαστε. «Δέρομεν εἰς ἀέρα».

Θυμάστε κάποιους λόγους τῆς Ἁγίας μας Γραφῆς, οἱ ὁποῖοι τονίζουν τήν ἀλήθεια αὐτή; «Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ’ ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. ζ΄ 21). «Ἐάν ἀγαπᾶτε με, τάς ἐντολάς τάς ἐμάς τηρήσατε» (Ἰω. ιδ΄ 15). «Οὐ γάρ οἱ ἀκροαταί τοῦ νόμου δίκαιοι παρά τῷ Θεῷ, ἀλλ’ οἱ ποιηταί τοῦ νόμου δικαιωθήσονται» (Ρωμ. β΄ 13), (βλ. καί Λουκ. ιβ΄ 47).

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέει σχετικά: «Καλόν οὐχ ἁπλῶς ἡ γνῶσις, ἀλλ’ ἡ ἔμπρακτος γνῶσις» (ΕΠΕ 11, 112).

2. Ἄς δοῦμε ὅμως καί τά ὅσα γράφει ὁ Ἅγιος στόν 25ο στίχο. Ἐδῶ ὁμιλεῖ γιά τόν συνετό καί νουνεχή μελετητή τοῦ θείου λόγου, τόν ὁποῖο καί μακαρίζει.

Οἱ λέξεις «παρακύψας» καί «παραμείνας» τονίζουν τή σοβαρή καί προσεκτική μελέτη τοῦ θείου λόγου. Μιά τέτοια μελέτη εἶναι φυσικό νά ὁδηγήσει καί στήν πράξη καί στήν ἀνάλογη ζωή καί νά χαρίσει τούς εὔχυμους καρπούς τοῦ θείου λόγου. Ὡς ἕνα δέ καρπό ἀναφέρει τήν ἐλευθερία. Γιατί ὀνομάζει τόν τέλειο νόμο τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τήν Καινή Διαθήκη, «νόμον τῆς ἐλευθερίας»; Διότι μᾶς ἀπάλλαξε ἀπό τά δεσμά τῶν τυπικῶν διατάξεων τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου καί μᾶς ὑποδεικνύει τόν ἀληθινό δρόμο, πού ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν οὐσιαστική ἐλευθερία. Πῶς γίνεται αὐτό; Συνδέει ὁ θεῖος λόγος τόν καθένα μέ τόν Κύριο, πού χαρίζει μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας Του τήν πραγματική ἐλευθερία· τήν ἐλευθερία ἀπό τά πάθη καί τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας. «Ἐάν ὁ υἱός ὑμᾶς ἐλευθερώσῃ, ὄντως ἐλεύθεροι ἔσεσθε», εἶπε Ἐκεῖνος πρός ὅλους μας (Ἰω. η΄ 36, βλ. καί Β΄ Κορ. γ΄ 17).

Νά προσέξουμε καλύτερα τίς τελευταῖες λέξεις τοῦ 25ου στίχου: «οὗτος μακάριος ἐν τῇ ποιήσει αὐτοῦ ἔσται». Ποιόν μακαρίζει; Αὐτόν πού ἀγωνίζεται νά τηρεῖ καί νά ἐφαρμόζει αὐτά πού μελετᾶ καί γνωρίζει. Θυμάστε κάποιο σχετικό λόγο τοῦ Θεανθρώπου; «Μακάριοι οἱ ἀκούοντες τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί φυλάσσοντες αὐτόν» (Λουκ. ια΄ 28). Πῶς παρομοιάζει ἀλλοῦ ὁ Κύριος αὐτόν πού ἀκούει καί ἐφαρμόζει τόν θεῖο λόγο; Μέ «φρόνιμον» ἄνθρωπο, πού οἰκοδομεῖ «τήν οἰκίαν αὐτοῦ ἐπί τήν πέτραν» (Ματθ. ζ΄ 24, βλ. καί Ψαλ. ιη΄ 12).

3. Στούς δύο τελευταίους στίχους τῆς περικοπῆς πα­ρου­σιάζει ὁ Ἀδελφόθεος ὡς συνέχεια τῶν προηγουμένων ἀφενός μέν τήν ἀνώφελη καί μάταιη θρησκευτικότητα καί ἀφετέρου ἕνα ἀπό τά βασικότερα γνωρίσματα τῆς ἀληθινῆς θρησκείας καί πνευματικότητος. Ὅταν λέει «θρησκεία», ἐννοεῖ «τήν ἐξωτερικήν λατρείαν, τήν συνιστασμένην εἰς τάς τελετάς καί τά ἐξωτερικά θρησκευτικά ἔργα» (Π. Ν. Τρεμπέλας).

Ποιά ἡ μάταιη καί ἀνώφελη θρησκεία, κατά τόν Ἅγιο; Ὅπως εἶναι ἀνώφελη καί μόνη ἡ ἀκρόαση τοῦ λόγου, ἔτσι εἶναι μάταιη καί ἡ «θρησκεία» ἐκείνου πού ἀρκεῖται στά τυπικά καί ἐξωτερικά παραγγέλματα, χωρίς νά φροντίζει καί γιά τήν ἐκκοπή τῶν ἐλαττωμάτων του καί τήν κάθαρση τῆς ψυχῆς του ἀπό τά πάθη. Ὡς παράδειγμα δέ ἀναφέρει τή μή χαλιναγώγηση τῆς γλώσσας. Γιατί; Διότι τά σφάλματα τῆς γλώσσας εἶναι τά πλέον πρόχειρα ἀλλά καί ἔκδηλα καί ἐνδεικτικά τῆς ὅλης πνευματικῆς μας καταστάσεως. Γιά τή γλώσσα θά συζητήσουμε, σύν Θεῷ, διά πολλῶν σέ ἄλλη συμμελέτη μας. Τί ἐννοεῖ ἐδῶ ἄραγε ὁ Ἅγιος; Ὅτι δέν σέ ὠφελεῖ σέ τίποτε π.χ. τό νά προσεύχεσαι, νά ἐκκλησιάζεσαι, νά νηστεύεις, ὅταν συγχρόνως ἀφήνεις ἐλεύθερη τή γλώσσα σου, ὥστε νά κατακρίνεις ὅσους δέν ἐκκλησιάζονται, δέν νηστεύουν, δέν ἀγαθοεργοῦν κ.λπ. Χρειάζεται πολλή προσο­χή σ’ αὐτό.

Ποιό βασικό γνώρισμα τῆς γνήσιας θρησκευτικότητας ἀναφέρει τελικά ὁ Ἅγιος; Τή βοήθεια πρός τά ὀρφανά καί τίς χῆρες καί τήν προσοχή, ὥστε νά τηρεῖται ὁ πιστός μακριά ἀπό τούς μολυσμούς τοῦ κόσμου· τήν ἐλεημοσύνη καί τήν καθαρότητα. Γιατί δίνει τόση σημασία σ’ αὐτά; Διότι ἡ γνήσια ἀγάπη μᾶς καθιστᾶ ὅμοιους μέ τόν οὐράνιο Πατέρα μας, ὁ Ὁποῖος «ἀγάπη ἐστί» (Α΄ Ἰω. δ΄ 16)· ἡ δέ καθαρότητα μᾶς δίνει τή δυνατότητα νά συνδεθοῦμε μέ τόν Θεό καί νά ἔχουμε οὐσιαστική σχέση μαζί Του. Θυμάστε σχετικά λόγια τῆς Ἁγίας Γραφῆς; «Γίνεσθε οἰκτίρμονες, καθώς καί ὁ πατήρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί» (Λουκ. ς΄ 36). «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (Ματθ. ε΄ 8).

Χωρίς ἀγάπη καί ἁγνότητα δέν ἀνοίγει ὁ Παράδεισος. Ἁποδεικνύεται τελικά μάταιη καί ἀνώφελη κάθε ἐκδήλωση λατρευτικῆς ζωῆς, ὅταν ἀπουσιάζουν οἱ δύο αὐτές ἀρετές. Ἄς ἐλέγξουμε λοιπόν ὁ καθένας μας τόν ἑαυτό του καί ἄς ζητήσουμε τή Χάρι καί βοήθεια τοῦ Κυρίου, ὥστε νά μή μένουμε μόνο στή θεωρία, οὔτε νά τρέφουμε αὐταπάτες, ἀλλά νά ζοῦμε ἀνάλογα μέ ὅσα γνωρίζουμε καί πιστεύουμε.

ΣΥΝΘΗΜΑ: «Γίνεσθε ποιηταί λόγου καί μή μόνον ἀκροαταί» (Ἰακ. α΄ 22).