08. «Ἡ κρίσις ἀνίλεως τῷ μή ποιήσαντι ἔλεος»

Μεταφορτώσεις

Θέμα για τους κυκλάρχες

 

Στήν προηγούμενη συμμελέτη μας συζητήσαμε, ὅπως θυμάστε, γιά τήν προσωποληψία. Δέν ἀποκλείεται δέ νά γεννήθηκαν λογισμοί σέ ὁρισμένους, σχετικοί μέ τό ἁμάρτημα αὐτό, ὅπως π.χ.: «Εἶναι λοιπόν τόσο βαρύ καί σημαντικό κακό ἡ προσωποληψία; Καί ἀξίζει νά γίνεται λόγος γι᾿ αὐτήν, τή στιγμή κατά τήν ὁποία ὑπάρχουν τόσα ἄλλα σοβαρά καί μεγάλα ἁμαρτήματα;» Στή σημερινή συμμελέτη μας ὁ ἅγιος Ἰάκωβος θά δώσει ἀπάντηση στούς λογισμούς αὐτούς καί θά βοηθήσει στό νά ἐμπεδωθεῖ μέσα μας ἡ ἀλήθεια ὅτι κάθε ἁμάρτημα, ὅσο μικρό καί ἄν φαίνεται, ἔχει τή σημασία του καί ἀποτελεῖ παράβαση τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ.

Μελέτη περικοπῆς: Ἰακ. β΄ 10-13.

1. Τί γράφει στόν πρῶτο στίχο τῆς περικοπῆς μας ὁ Ἅγιος; Ὅτι ἐάν κάποιος τηρήσει ὅλο τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά παραβεῖ μία μόνο ἐντολή Του, εἶναι ἔνοχος ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, σάν νά παρέβη ὅλες τίς ἐντολές Του. Μήπως φαίνεται ὑπερβολικός ὁ λόγος αὐτός; Πῶς δικαιολογεῖται; Μᾶς βοηθεῖ σ’ αὐτό ὁ 11ος στίχος. Τί λέει; Ὅτι ὅλες οἱ ἐντολές ἔχουν δοθεῖ ἀπό τόν ἴδιο Νομοθέτη. Ἀποτελοῦν δέ, ὅπως σημειώνει ὁ ἀείμνηστος Π. Ν. Τρεμπέλας, «ἑνιαῖον σύνολον, ἐν ᾧ (=στό ὁποῖο) τό ἕν ἐξαρτᾶται ἀπό τοῦ ἄλλου». Καί ἑπομένως; Ἐάν παραβεῖς μία ἐντολή, δείχνεις ἀνυπακοή σ᾿ Ἐκεῖνον, ὁ Ὁποῖος ἔδωσε ὅλες τίς ἐντολές Του στούς ἀνθρώπους γιά ἐφαρμογή.

«Ὅλαι αἱ τοῦ Κυρίου ἐντολαί», γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, «εἶναι ἀλληλένδετοι, ἤτοι μία μέ τήν ἄλλην εἶναι συνδεδεμέναι, ὡσάν μία χρυσόπλοκος ἁλυσίδα. Καί ὅποιος λύσῃ τήν μίαν, μέ τήν λύσιν τῆς μιᾶς, λύει καί ὅλας τάς λοιπάς». Ἀκολουθεῖ ἐδῶ ὁ ἅγιος Νικόδημος τόν Μέγα Βασίλειο, ὁ ὁποῖος στό Προοίμιο τοῦ συγγράμματός του μέ τίτλο «Ὅροι κατά πλάτος» γράφει γιά τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ ὅτι «πᾶσαι ἀλλήλων ἔχονται (=συνέχονται, συναρτῶνται) κατά τόν ὑγιῆ τοῦ λόγου σκοπόν, ὡς ἐν τῇ λύσει (=μέ τήν κατάλυση καί παράβαση) τῆς μιᾶς καί τάς λοιπάς ἐξ ἀνάγκης συγκαταλύεσθαι» (ΕΠΕ 8, 168). Ἕνας κρίκος τῆς ἁλυσίδος ἐάν σπάσει, χάνει τήν ὁλοκλήρωσή της ἡ ἁλυσίδα.

Δέν πρόκειται βεβαίως ἐδῶ γιά κάποια ἁμαρτία καί παράβαση, ἀπό αὐτές πού διαπράττουμε ὅλοι μας ὡς ἄνθρωποι ἀδύναμοι καί ἁμαρτωλοί καί γιά τίς ὁποῖες λυπούμαστε, κλαῖμε, μετανοοῦμε καί ἐξομολογούμαστε. Κανένας ἄλλωστε ἄνθρωπος δέν εἶναι ἀναμάρτητος. Ἀλλά περί τίνος πρόκειται; Γιά τήν ὑποτίμηση ἐκ μέρους μερικῶν ἀνθρώπων ὁρισμένων ἐντολῶν. Νομίζουν ὅτι αὐτή ἤ ἐκείνη ἡ ἐντολή δέν ἔχει σημασία ἤ δέν ἰσχύει γιά τήν ἐποχή μας κ.λπ. Αὐτό ὅμως κάνει τόν ἄνθρωπο κριτή τοῦ θείου καί ἀλάθητου Νομοθέτη. Καί παρουσιάζεται ἔτσι ὁ μικρός ἄνθρωπος σάν νά γνωρίζει τά πράγματα καλύτερα ἀπό τόν Θεό καί σάν νά εἶναι σέ θέση νά κρίνει τόν Θεό.

Θυμάστε τί εἶπε ὁ Κύριος γιά τή διάκριση μεταξύ μεγάλων καί μικρῶν ἤ ἐλάχιστων ἐντολῶν, πού κάνουν ὁρισμένοι; «Ὅς ἐάν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καί διδάξῃ οὕτω τούς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ε΄ 19).

Νά ἀναφέρουμε ὁρισμένα παραδείγματα ἀπό τήν καθημερινή ζωή. Ἐάν κλέψει κάποιος πέντε εὐρώ, ποσό δηλαδή ἀσήμαντο, δέν εἶναι παραβάτης τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ γιά ἀποφυγή τῆς κλοπῆς; Πρέπει νά κλέψει ἑκατομμύρια γιά νά θεωρεῖται κλέφτης; Ψεύτης δέν εἶναι καί αὐτός πού ψευδολογεῖ στά ἀστεῖα, ὅπως ἰσχυρίζεται, καί αὐτός πού συντάσσει καί ὑπογράφει ψευδεῖς δηλώσεις καί ἐξαπατᾶ τό Δημόσιο καί τούς συνανθρώπους του; Μπορεῖ δέ νά θεωρηθεῖ ἀληθινά ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ κάποιος πού φαίνεται ὅτι τηρεῖ ὅλες τίς ἐντολές, ἀλλ’ εἶναι δοῦλος ἑνός ἔστω πάθους, τοῦ πάθους τῆς κατακρίσεως;

Τί εἶπε ἐπίσης ὁ Κύριος στούς Μαθητές Του, ὅταν τούς ἀπέστειλε στόν κόσμο νά κηρύττουν τό Εὐαγγέλιο, λίγο πρίν ἀναληφθεῖ; «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν…» (Ματθ. κη΄ 19-20). Χρέος τοῦ πιστοῦ εἶναι νά τηρεῖ ὅλα ἀνεξαιρέτως τά προστάγματα τοῦ Κυρίου, ἐάν βεβαίως ἐπιθυμεῖ νά εἶναι πράγματι πιστός καί εὐάρεστος ἐνώπιον Ἐκείνου, τοῦ ἁγίου καί δίκαιου Νομοθέτη.

2. Ἄς ἔλθουμε τώρα καί στόν 12ο στίχο. Σχετίζεται ἄραγε μέ τά προηγούμενα; Ὁπωσδήποτε ναί. Ἐδῶ μάλιστα ἔχουμε συνδυασμό καί μέ τήν ἔννοια τῆς ἐλευθερίας. Εἴπαμε σέ ἄλλη συμμελέτη μας γιατί ὀνομάζεται ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ «νόμος ἐλευθερίας». Τό νά ὑπακοῦς λοιπόν σέ ὅλες ἀδιακρίτως καί ἀνεξαιρέτως τίς θεῖες ἐντολές, ἴσως θεωρεῖται ἁπό ὁρισμένους δουλεία καί στέρηση τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας καί τῆς δυνατότητας ἐπιλογῆς. Ἔχουν ὅμως ἔτσι τά πράγματα; Ποιός εἶναι ὁ πραγματικά ἐλεύθερος; Αὐτός πού κάνει ὅ,τι θέλει καί νομίζει ὁ ἴδιος, ἤ αὐτός πού συμμορφώνεται ἀπολύτως μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτό ἐκφράζεται στόν ἅγιο Νόμο Του καί ζεῖ ὡς ὑπήκοός Του; Ὁ ἀσύδοτος ἤ αὐτός πού ὑπολογίζει καί σέβεται τό θεῖο κύρος καί γνωρίζει ὅτι θά λογοδοτήσει κάποτε;

Νά συσχετίσουμε τό θέμα μέ τήν προσωποληψία, ἀπό τήν ὁποία ξεκίνησε ἡ συμμελέτη μας. Τί εἶναι ὁ προσωπολήπτης; Ἐλεύθερος ἤ δοῦλος; Μήπως δεσμεύεται ἀπό τίς συμπάθειες καί προσκλίσεις του καί δέν ἐκτιμᾶ οὔτε κρίνει ἐλεύθερα ὅλα τά πρόσωπα, μέ τά ὁποῖα ἔρχεται σέ σχέση; Ἔχει ἐπίσης ἐλεύθερη ἄποψη καί γνώμη ὁ προσωπολήπτης ἤ μήπως ἐνεργεῖ καί ἐκφράζεται ὑποκινούμενος ἀπό τίς συμπάθειές του καί ἀπό τίς ἐπιταγές τοῦ συμφέροντός του; Ἐάν ὅμως ἰσχύει αὐτό γιά ἕνα ἁμάρτημα, ὅπως εἶναι ἡ προσωποληψία, τῆς ὁποίας τή βαρύτητα καί σημασία ὑποτιμοῦν ὁρισμένοι, τί πρέπει νά λεχθεῖ γιά τόσα ἄλλα ἁμαρτήματα καί πάθη ἀκατονόμαστα, πού ὑποδουλώνουν τήν ψυχή μας; (βλ. καί Ἰω. η΄ 34, Α΄ Κορ. ζ΄ 23).

Γιατί συσχετίζει ἐπιπλέον τόν «νόμον τῆς ἐλευθερίας» καί μέ τή μέλλουσα Κρίση; Δέν παρουσιάζονται ἀντίθετες οἱ ἔννοιες τῆς ἐλευθερίας καί τῆς λογοδοσίας καί κρίσεως; Ὄχι, διότι ἡ σκέψη τῆς λογοδοσίας μᾶς προφυλάσσει ἀπό τήν ὑποδούλωση στήν ἁμαρτία. Ὁ Μ. Βασίλειος ἔλεγε χαρακτηριστικά ὅτι «ὁ τήν ἡμέραν καί τήν ὥραν πρό ὀφθαλμῶν τιθέμενος, καθ’ ἥν πᾶσα ἡ κτίσις περιστήσεται τόν Κριτήν… ἤ οὐδέν παντελῶς ἤ ἐλάχιστα ἁμαρτήσεται» (PG 32, 652).

Ὁ Νόμος τοῦ Θεοῦ δόθηκε γιά τήν αἰώνια ἐλευθερία μας. Ἡ ἐλευθερία ὅμως αὐτή χαρίζεται μέ μία βασική προϋπόθεση. Ποιά; Ὅτι θά τηρεῖται ἐπακριβῶς καί θά εἶναι σεβαστός μέχρι λεπτομερειῶν ὁ θεῖος Νόμος. Ἐάν ὑποτιμοῦμε ὁρισμένες ἐντολές του καί ἀντί νά ρυθμίζουμε τή ζωή μας μέ βάση αὐτόν, τόν κρίνουμε ἐγωιστικά, δέν παράγει τόν γλυκύ καρπό τῆς ἐλευθερίας μέσα μας.

3. Στόν 13ο στίχο γίνεται λόγος γιά τή μέλλουσα Κρίση τοῦ Θεοῦ σέ συνδυασμό μέ ὅσα λέχθηκαν προηγουμένως. Καί μάλιστα σχετικά μέ ὅσα ἀφοροῦν στήν προσωποληψία. Πῶς γίνεται ὁ συσχετισμός; Ὅταν ἀδικεῖς καί φέρεσαι χωρίς ἀγάπη καί εὐσπλαχνία σέ κάποιον, ἐπειδή δέν τόν συμπαθεῖς καί δέν πρόκειται νά ἐπωφεληθεῖς ἀπό ἐκεῖνον, θά κριθεῖς καί σύ τελικἀ ἀπό τόν Κύριο χωρίς εὐσπλαχνία. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ἀδελφός τοῦ Μ. Βασιλείου, γράφει ὅτι «ὁ ἔλεος» εἶναι «ἐπίτασις ἀγάπης», δηλαδή ἔνταση καί αὔξηση τῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία μᾶς ἐξομοιώνει μέ τόν Θεό πού εἶναι ἀγάπη. Καί προσθέτει: «Ἡ δικαία τοῦ Θεοῦ κρίσις ταῖς ἡμετέραις διαθέσεσιν ἐξομοιοῦται, οἷα περ τά παρ’ ἡμῶν ᾖ, τοιαῦτα ἡμῖν ἐκ τῶν ἰδίων παρέχουσα» (PG 44, 1255-1256). Ὁ Θεός θά φερθεῖ ἀπέναντί μας, ὅπως φερόμαστε ἐμεῖς ἀπέναντι στούς συνανθρώπους μας. Θυμάστε κάποια σχετικά λόγια τοῦ Θεανθρώπου; «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες ὅτι αὐτοί ἐλεηθήσονται». «Ἐάν ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τά παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καί ὑμῖν ὁ πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος» (Ματθ. ε΄ 7, ς΄ 14). «Καί ὅταν στήκητε προσευχόμενοι, ἀφίετε εἴ τι ἔχετε κατά τινος, ἵνα καί ὁ πατήρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς ἀφῇ ὑμῖν τά παραπτώματα ὑμῶν» (Μάρκ. ια΄ 25). «Μή καταδικάζετε καί οὐ μή καταδικασθῆτε. ἀπολύετε καί ἀπολυθήσεσθε» (Λουκ. ς΄ 37).

Ὁ συσχετισμός κρίσεως καί ἐλέους μᾶς ὑπενθυμίζει τήν εὐαγ­γελική περικοπή γιά τή μέλλουσα Κρίση. Τί ἔδειξαν ἐκεῖνοι πού κλήθηκαν ἀπό τόν Κριτή νά κληρονομήσουν τήν «ἡτοιμασμένην βασιλείαν»; Ἔλεος καί εὐσπλαχνία πρός τούς «πεινῶντας, τούς διψῶντας, τούς γυμνούς, τούς ἀσθενεῖς καί φυλακισμένους» (βλ. Ματθ. κε΄ 34-40).

Ἀξίζει νά προσέξουμε καί τή φράση «κατακαυχᾶται ἔλεος κρίσεως». Πῶς τήν ἀντιλαμβάνεσθε; Ἡ ἀγάπη ὑπερνικᾶ τήν κρίση. Τό ἔλεος ἀνοίγει τόν Παράδεισο. Ὁ δίκαιος Κριτής, πού εἶναι ταυτόχρονα καί πολυεύσπλαχνος, ἐλεεῖ ὅσους εἶναι εὔσπλαχνοι καί ἄνθρωποι ἐλέους (βλ. καί Παρ. ιζ΄ 5).

ΣΥΝΘΗΜΑ: «Ἡ κρίσις ἀνίλεως τῷ μή ποιήσαντι ἔλεος» (Ἰακ. β΄ 13).