Μεταφορτώσεις
Θέμα για τους κυκλάρχες |
Μέ τή σημερινή συμμελέτη μας καλύπτουμε τό πρῶτο ἥμισυ τῆς Ἐπιστολῆς τοῦ ἁγίου Ἰακώβου. Διαπιστώσαμε ἤδη ἀπό προσωπική πείρα, ὅπως ἔχουμε προαναφέρει, πόσο ἐνδιαφέροντα καί πρακτικά εἶναι τά θέματα πού ἀναπτύσσει ὁ Ἅγιος, καί πόσο κατάλληλα καί γιά τούς καιρούς μας. Θά τό διαπιστώσουμε αὐτό πολύ περισσότερο σ’ αὐτή τή συμμελέτη, ἡ ὁποία θά μᾶς δώσει ἀφορμή νά συζητήσουμε ἕνα πολύ δύσκολο θέμα.
Μελέτη περικοπῆς: Ἰακ. γ΄ 1-12.
- Ποιούς δασκάλους ἐννοεῖ ὁ Ἅγιος μέ ὅσα γράφει στόν πρῶτο στίχο τῆς περικοπῆς μας; Ὄχι ἀσφαλῶς τούς ἐκπαιδευτικούς τῆς Δημοτικῆς Ἐκπαιδεύσεως, πού ἀγωνίζονται νά θέσουν τίς ρίζες καί τά θεμέλια τῆς μορφώσεως στούς μικρούς μαθητές τῆς Πατρίδας μας. Ἀλλά ποιούς; Μήπως τούς ἐντεταλμένους Ἱεροκήρυκες τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων, τούς Κατηχητές, τούς ὁποίους διορίζει ἡ Ἐκκλησία κ.λπ.; Ὄχι βεβαίως. «Ἡ προτροπή ἀναφέρεται εἰς τούς νομίζοντας μέν ὅτι εἶχον τό χάρισμα τῆς διδασκαλίας, πράγματι δέ ἐκ κενοδοξίας καί ἀλαζονείας πρός τήν διδασκαλικήν ἕδραν ἐπειγομένους» (Π. Ν. Τρεμπέλας). «Οἱ τοιοῦτοι ἤθελον νά γίνωνται διδάσκαλοι εἰς τούς ἄλλους ἀπό τήν ὑπερηφάνειαν καί φιλαρχίαν τους, νομίζοντες πώς εἶναι σοφοί καί ἐνάρετοι, τῇ ἀληθείᾳ μή ὄντες τοιοῦτοι· ἐκ τούτου δέ ἐπροξενοῦντο ἀντιλογίαι, φιλονικίαι, ψευδεῖς δόξαι καί σχίσματα εἰς τούς Χριστιανούς» ( Ἅγιος Νικόδημος).
Πάντοτε ὑπῆρχαν καί ὑπάρχουν αὐτοί πού θέλουν νά κάνουν τόν δάσκαλο καί προχειρίζονται μόνοι τους, αὐτοχειροτονοῦνται στό ἔργο τοῦ δασκάλου, θεωρώντας τόν ἑαυτό τους ἱκανό καί κατάλληλο νά μιλήσει γιά κάθε θέμα. Κάποτε βεβαίως γίνονται καταγέλαστοι ἐξαιτίας ὅσων λένε, τά ὁποῖα ἀποδεικνύουν τήν ἀνικανότητα, τήν κενότητα καί ἀναξιότητά τους.
Τί ἐπιχείρημα χρησιμοποιεῖ ὁ Ἀδελφόθεος, γιά νά παρεμποδίσει αὐτή τή διδασκαλική τάση ὁρισμένων; «Εἰδότες ὅτι μεῖζον κρῖμα ληψόμεθα». Δηλαδή; Καθένας γενικά πού διδάσκει, θά κριθεῖ αὐστηρότερα, διότι ὡς διδάσκων γνωρίζει καλύτερα τόν θεῖο Νόμο καί πρέπει ἑπομένως νά εἶναι ἀνάλογη ἡ ζωή του πρός τή διδασκαλία πού γνωρίζει καί διδάσκει (βλ. καί Λουκ. ιβ΄ 47). Αὐτός δέ πού σπεύδει νά διδάξει κινούμενος ἀπό φιλοδοξία, θά τιμωρηθεῖ ἐπιπλέον καί γιά τόν ἀπολέμητο ἐγωισμό του.
- Στή συνέχεια παρακινεῖ ἔμμεσα τούς πάντες σέ αὐτοέλεγχο. Πῶς; Μέ τή φράση «πολλά γάρ πταίομεν ἅπαντες». Πῶς συνδέεται μέ τά προηγούμενα; Εἶναι σάν νά λέει: Ἀντί νά σπεύδουμε νά παραστήσουμε τόν δάσκαλο τῶν ἄλλων, ἄς σκεφθοῦμε τά δικά μας πταίσματα καί ἄς φροντίζουμε νά διδάσκουμε καί νά παιδαγωγοῦμε τόν ἑαυτό μας.
Ἀναφέρει δέ στή συνέχεια ὡς ἁπλή καί πρόχειρη βεβαίωση γιά τό ὅτι φταῖμε ὅλοι, τά ἀτοπήματα τῆς γλώσσας, τά ὁποῖα εἶναι συχνότατα καί δέν μπορεῖ κανείς νά τά ἀποκρύψει. Καί ἐκεῖνος λοιπόν πού παριστάνει τόν δάσκαλο τῶν ἄλλων θά πρέπει νά παραδεχθεῖ ὅτι φταίει καί ὁ ἴδιος, διότι παρασύρεται κάποτε καί αὐτός «ἀπό τήν εὐκολοκρήμνιστον εἰς τά σφάλματα γλῶσσαν» ( Ἅγιος Νικόδημος).
Αὐτός πού δέν φταίει στή γλώσσα εἶναι τέλειος, προσθέτει ὁ Ἅγιος. Μπορεῖ νά χαλιναγωγεῖ ὅλο τό σῶμα του. Ποιός ὅμως ἄνθρωπος μπορεῖ νά καυχηθεῖ γιά τόν ἑαυτό του ὅτι ἔχει ἀλάνθαστη καί ἀναμάρτητη γλώσσα; Μόνο ὁ Θεάνθρωπος Κύριος «ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδέ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ» (Α΄ Πέτρ. β΄ 22). Πολύ σχετικό μέ αὐτό εἶναι ἐκεῖνο πού γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς «Κλίμακος»: «Ὁ ἐπιγνούς παραπτώματα (=αὐτός πού συναισθάνεται τά λάθη καί τήν ἀναξιότητά του), ἐκράτησε γλώσσης· ὁ δέ πολύλογος, οὔπω ἐπέγνω ἑαυτόν ὡς δεῖ» (Λόγ. ΙΑ΄ & δ΄).
- Ἀναφέρει κατόπιν ὁ Ἁγιοπνευματοκίνητος Ἀδελφόθεος μερικές εἰκόνες καί μεταφορές ἀπό τήν καθημερινή ζωή καί τή φύση, γιά νά παρουσιάσει ζωηρότερα τή δυσκολία ἀλλά καί τή σπουδαιότητα τῆς αὐτοσυγκράτησης τῆς γλώσσας. Ποιές εἶναι αὐτές οἱ εἰκόνες; Τά χαλινάρια τῶν ἵππων μέ τούς ὁποίους κατευθύνουμε τά ζῶα ὅπου θέλουμε, καί τό πηδάλιο τοῦ πλοίου μέ τό ὁποῖο τό ὁδηγεῖ ὁ πλοίαρχος μέ ἀσφάλεια στήν πορεία του. Τί σημαίνουν αὐτά; Ὅτι χρειάζεται χαλιναγώγηση τῆς γλώσσας, διότι χωρίς αὐτήν ὁδηγούμαστε στήν καταστροφή, ὅπως συμβαίνει μέ ἕνα ἄλογο χωρίς χαλινάρι καί μέ τό πλοῖο πού δέν ἔχει πηδάλιο.
Στή συνέχεια παρουσιάζει τήν εἰκόνα τῆς πυρκαγιᾶς. Τί τονίζει μέ αὐτήν; Ὅπως μία σπίθα προκαλεῖ τεράστια καταστροφή, παρόμοια καί τό μικρό αὐτό μέλος τοῦ σώματός μας, ἡ γλώσσα, μπορεῖ νά προξενήσει ἀνυπολόγιστες καταστροφές. Βλάπτει καί τούς ἄλλους καί τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο, στόν ὁποῖο ἀνήκει, καί στήν παρούσα ζωή καί στή μέλλουσα. Πόσοι κλαῖνε στά χαλάσματα τῆς οἰκογένειας καί τῆς ἐργασίας τους ἐξαιτίας τῆς γλώσσας! Καί πόσοι θά ὁδηγηθοῦν, ἐάν δέν μετανοήσουν, στήν Κόλαση ἕνεκα τῆς γλώσσας! «Ἡ πολύτροπος ἁμαρτία», γράφει ὁ Μ. Βασίλειος, «διά γλώσσης ἐστίν ἐνεργουμένη… Πεπλήρωται ἡμῶν ὁ βίος τῶν ἀπό γλώσσης πταισμάτων. αἰσχρολογία, εὐτραπελία, μωρολογία, τά οὐκ ἀνήκοντα, καταλαλιαί, λόγοι ἀργοί, ἐπιορκίαι, ψευδομαρτυρίαι. Πάντα ταῦτα τά κακά καί ἔτι πλείω τούτων τῆς γλώσσης ἐστί δημιουργήματα» (ΕΠΕ 5, 234). Ὅλα δέ αὐτά ἀποδιώκουν τήν εἰρήνη ἀπό τήν ψυχή μας καί γίνονται αἰτία δυσαρεσκειῶν καί δυσαρμονιῶν στό περιβάλλον μας καί κλείνουν ἐμπρός μας τήν πύλη τοῦ Παραδείσου (βλ. καί Ψαλ. λγ΄ [33] 13-14, Α΄ Πέτρ. γ΄ 10).
Ποιά ἄλλη μεταφορά χρησιμοποιεῖ ὁ Ἅγιος; Ἐκείνη τοῦ θηριοδαμαστῆ. Ὁ ἄνθρωπος μέ τό λογικό καί τίς ἄλλες ἱκανότητες πού τοῦ χάρισε ὁ Θεός, μπορεῖ νά δαμάσει κάθε εἶδος θηρίων, ἔστω καί ἄν αὐτά εἶναι κατά πολύ ἰσχυρότερα ἀπό ἐκεῖνον σωματικά. Ἡ γλώσσα ὅμως εἶναι θηρίο ἀδάμαστο καί μοιάζει μέ φίδι, πού ρίχνει δηλητήριο θανατηφόρο. «Γλώσσα φαρμακερή», ὅπως λέει καί ὁ λαός μας, «πού δαγκώνει σάν ὀχιά».
Ποιά μαρτυρία παρέχει ἡ καθημερινή πραγματικότητα; Εἶναι μήπως ὑπερβολικά τά ὅσα ἀναφέρει ὁ Ἅγιος; Ὄχι. Εἶναι πράγματι τρομερά καί φοβερά αὐτά πού προέρχονται ἀπό τήν ἀπρόσεκτη γλώσσα. Γι’ αὐτό ἔλεγε καί ὁ Σοφός Σειράχ: Καλύτερα νά γλιστρήσεις καί νά σπάσεις τό πόδι σου, παρά νά ὀλισθήσει ἡ γλώσσα σου: «Ὀλίσθημα ἀπό ἐδάφους μᾶλλον ἤ ἀπό γλώσσης» (Σ. Σειρ. κ΄ 18).
Ποιά ἄλλη εἰκόνα ἀναφέρει ὁ Ἀδελφόθεος; Αὐτήν τῆς πηγῆς. Πῶς τήν ἀντιλαμβάνεσθε; Ἀπό τήν πηγή ἕνα μόνο εἶδος νεροῦ θά ἀναβλύζει, ἤ πικρό ἤ γλυκύ. Δέν μπορεῖ νά τρέχει συγχρόνως καί πικρό καί γλυκύ νερό. Αὐτό πρέπει νά ἰσχύει καί γιά τό στόμα μας, ἀπό τό ὁποῖο σάν ἀπό ἄλλη πηγή ἐξέρχονται τά λόγια μας. Δέν εἶναι λογικό μέ τό ἴδιο στόμα νά ὑμνολογοῦμε τόν Θεό καί μέ τό ἴδιο νά καταριόμαστε καί νά κακολογοῦμε τούς ἀνθρώπους, πού εἶναι εἰκόνες τοῦ Θεοῦ καί σκοπό ἔχουν νά μοιάσουν μέ Ἐκεῖνον. Δέν στέκει νά εἶναι ἡ γλώσσα μας συγχρόνως ὄργανο καλοῦ καί κακοῦ, ἀλήθειας καί ψεύδους.
«Ποῖος ποτέ φρόνιμος μέ τό αὐτό κοχλιάριον ἀνακατώνει τό μῦρον καί ἐν ταυτῷ καί τόν βόρβορον;» ( Ἅγιος Νικόδημος). Ἐάν ἐξέρχονται βρώμικοι λόγοι ἀπό τό στόμα μας, προδίδεται ὁ βόρβορος πού ὑπάρχει μέσα μας, ὅσο καί ἄν προσπαθοῦμε νά τόν ἀποκρύψουμε μέ τά ἐπιχρίσματα καί μύρα τῆς ὑποκρισίας. «Εἰ γάρ τό ρεῖθρον (=τό στόμα) οὕτως ἀκάθαρτον, ἐννόησον οἵα (=ποιά) ἡ πηγή τοῦ βορβόρου τούτου» (Ἱερ. Χρυσόστομος, ΕΠΕ 19, 192) (βλ. καί Λουκ. ς΄ 45).
Μέ ποιά εἰκόνα κλείνει τήν ἀναφορά του γιά τή γλώσσα στήν περικοπή μας ὁ Ἀδελφόθεος; Μέ τήν εἰκόνα τριῶν δένδρων: τῆς συκιᾶς, τῆς ἐλιᾶς καί τῆς ἀμπέλου. Ἡ συκιά δέν παράγει ἐλιές καί σταφύλια οὔτε ἡ ἄμπελος σύκα. Τί θέλει νά πεῖ μέ τοῦτο; Ἡ φυσική κατάσταση καί λειτουργία τῆς γλώσσας, γιά τήν ὁποία μᾶς τή χάρισε ὁ Θεός, εἶναι νά εὐλογοῦμε τό μέγα καί προσκυνητό Ὄνομά Του, νά συνεννοούμαστε μέ τούς συνανθρώπους μας, νά ἐξυπηρετούμαστε στήν ἐργασία καί τίς ἀνάγκες μας καί νά βοηθοῦμε τούς ἄλλους, μέ τά τονωτικά καί παρήγορα λόγια μας. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι ἀφύσικα, ἁμαρτωλά καί ἔνοχα.
Τί λοιπόν πρέπει νά γίνει; Χρειάζεται προσοχή καί προσευχή πολλή ἀπό μέρους μας, ὥστε νά χαλιναγωγοῦμε τή γώσσα· νά μήν προτρέχει τῆς διάνοιάς μας καί νά περιορίζουμε τά λόγια μας, γνωρίζοντας πῶς καί πότε νά μιλήσουμε. Πολύ ὡραῖο εἶναι αὐτό πού ἀναφέρει ὁ Σοφός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: «….σιωπῶν εἰδώς καιρόν» (Σ. Σειρ. κ΄ 6). Νά μή σπεύδουμε νά μιλήσουμε καί νά μήν εἶναι ἀτέλειωτα τά λόγια μας. Βεβαίως μᾶς χρειάζεται γι’ αὐτό ἀπαραίτητα ἡ θεία Χάρις.
ΣΥΝΘΗΜΑ: «Ἡ γλῶσσα πῦρ» (Ἰακ. γ΄ 6).