Μεταφορτώσεις
Θέμα για τους κυκλάρχες |
Στό προηγούμενο θέμα μας εἴδαμε ὅτι ὁ Θεός ἀντιτάσσεται στούς ὑπερήφανους ἀνθρώπους καί δίνει τή Χάρι Του στούς ταπεινούς. Τό γνωρίζουμε αὐτό ἀσφαλῶς θεωρητικά. Ἡ θεωρία ὅμως ἀπό τήν πράξη ἀπέχει πολύ. Ἐάν λοιπόν θέλουμε νά ἔχουμε ἐπάνω μας τή Χάρι τοῦ Θεοῦ – καί ποιός ἀπό ἐμᾶς δέν τό θέλει; – χρειάζεται νά κάνουμε ὁρισμένα βήματα πού θά μᾶς φέρουν στήν Πηγή τῆς Χάριτος. Αὐτά τά βήματα μᾶς ὑποδεικνύει ὁ ἅγιος Ἰάκωβος στήν περικοπή πού θά μελετήσουμε στή συνέχεια.
Μελέτη περικοπῆς: Ἰακ. δ΄ 7-10.
1. Ποιό τό πρῶτο βῆμα γιά νά ἔλθει ἐπάνω μας ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου; Τί ἀναφέρει στήν ἀρχή τοῦ ἕβδομου στίχου; Ἡ ὑποταγή στόν Θεό. Γιά ποιά ὑποταγή πρόκειται; Ὄχι τῆς καταναγκαστικῆς πειθαρχίας, ἀλλά τῆς ἐλεύθερης καί ἀβίαστης ὑπακοῆς στίς ἐντολές Ἐκείνου. Οὔτε μόνο τῆς ἐπιφανειακῆς ὑποταγῆς, ἀλλά τῆς ὑποταγῆς τῆς καρδιᾶς καί τοῦ ὅλου ἐσωτερικοῦ μας κόσμου. Ἡ γνήσια ὑποταγή προέρχεται «ὄχι ἐκ τρόμου ἀλλ’ ἐξ ἀγάπης» (Π. Ν. Τρεμπέλας). Εἶναι ἡ ὁλόψυχη παράδοση τοῦ ἑαυτοῦ μας «ψυχῇ καί σώματι» καί μέ θερμή διάθεση καί χαρά στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτός πού ἀληθινά ὑποτάσσεται στόν Κύριο δέν ἀρκεῖται μόνο σέ λόγια ἀφοσιώσεως σ’ Αὐτόν, ἀλλά ἐκδηλώνει μέ τήν ὅλη του ζωή αὐτή τήν ἀφοσίωση.
Γιατί εἶναι ἀπαραίτητη αὐτή ἡ ὑποταγή; Ὡραῖα ἀπαντᾶ ὁ Προφήτης Δαβίδ στούς πρώτους στίχους τοῦ ἑξηκοστοῦ πρώτου Ψαλμοῦ του, πού ἀρχίζει μέ τίς φράσεις: «Οὐχί τῷ Θεῷ ὑποταγήσεται ἡ ψυχή μου; παρ’ αὐτῷ γάρ τό σωτήριόν μου…» Σχολιάζοντας τούς στίχους 2-7 τοῦ Ψαλμοῦ αὐτοῦ ὁ ἀείμνηστος Π. Ν. Τρεμπέλας γράφει: «Ἡ ὑποταγή αὐτή ἐξυπηρετεῖ ὄχι τόν Θεόν, εἰς τόν ὁποῖον ὑποτασσόμεθα, ἀλλ’ ἀμέσως καί κατ’ εὐθεῖαν τά συμφέροντά μας. Διότι, καθώς διακηρύττει ὁ Δαβίδ, “αὐτός ὁ Θεός μου καί Σωτήρ μου”»… Ποῦ ἀλλοῦ εἶναι δυνατόν νά εὕρωμεν τήν ἀσφάλειαν καί τήν ἀκαταμάχητον προστασίαν;». Ἐάν ἀγαπᾶμε πράγματι τόν ἑαυτό μας, ὀφείλουμε νά ὑποτασσόμαστε σ’ Ἐκεῖνον, ὁ Ὁποῖος μπορεῖ νά μᾶς προστατεύσει ἀπό κάθε ἀπειλή καί νά μᾶς σώσει. Εἶναι δύσκολη αὐτή ἡ ὑποταγή; Ὁπωσδήποτε ναί· γι’ αὐτό ἄλλωστε ἔχει ἀξία καί ἀμείβεται ἀπό τόν Θεό. Τί τήν κάνει δύσκολη; Τό ὅτι ζεῖ μέσα μας ὁ παλαιός ἑαυτός μας, ὁ ὁποῖος κληρονόμησε ἀπό τούς Πρωτοπλάστους γενάρχες μας τή διάθεση τῆς ἀνυπακοῆς στόν Θεό καί τή ροπή πρός τήν ἁμαρτία. Πλέον «ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπιμελῶς ἐπί τά πονηρά ἐκ νεότητος αὐτοῦ» (Γεν. η΄ 21).
Γίνεται αὐτό φανερό ἀπό τό κοσμικό φρόνημα τῆς ἀνεξαρτησίας καί αὐτονομίας καί ἀπό τό ἀναρχικό πνεῦμα, πού εἶναι διάχυτο στήν κοινωνία μας. Οἱ ἄνθρωποι θέλουμε νά εἴμαστε ἀδέσμευτοι. Ἐνῶ ὅμως ἀρνούμαστε στήν πράξη τά δῆθεν δεσμά τῆς ὑποταγῆς στό θεῖο θέλημα, δενόμαστε τελικά μέ τά φρικτά καί ὄντως τυραννικά δεσμά τῆς ἁμαρτίας. «Σειραῖς (=σάν μέ ἄλλα καλώδια καί ἁλυσίδες) τῶν ἑαυτοῦ ἁμαρτιῶν ἕκαστος σφίγγεται» (=σφιχτοδένεται), γράφει ἡ Παλαιά Διαθήκη (Παρ. ε΄ 22).
Ἔχει τό μερίδιό του σ᾿ αὐτό ὁ διάβολος; Βεβαιότατα! Ἐκεῖνος πού ἔσυρε μαζί του στήν ἀνυποταγή τούς Πρωτοπλάστους εἰσηγεῖται καί σέ ἐμᾶς παρόμοια συμπεριφορά. Γι’ αὐτό εὐθύς ἀμέσως ὁμιλεῖ γι’ αὐτόν ὁ Ἅγιος. Μᾶς ὑποδεικνύει δηλαδή καί μία ἄλλη κίνηση, γιά νά εἶναι μαζί μας πάντοτε ὁ Κύριος.
2. Ποιά εἶναι ἡ δεύτερη κίνηση πού ὑποδεικνύει; Ἡ ἀποφασιστική καί γενναία ἀντίσταση ἐναντίον τοῦ διαβόλου. «Ἀντίστητε τῷ διαβόλῳ καί φεύξεται ἀφ’ ὑμῶν», γράφει. Πῶς εἶναι δυνατόν νά γίνει αὐτό; Δέν εἶναι δυνατός ὁ σατανάς; Δέν εἴμαστε πολύ ἀνίσχυροι ἐμεῖς ὡς ἄνθρωποι; Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γράφει σχετικά: Ἀντισταθεῖτε στό διάβολο γενναῖα καί ἀνδρεῖα «νομίζοντες αὐτόν ὡσάν ἕνα κυνάριον, καί καταφρονοῦντες αὐτόν ὡσάν ἕνα κώνωπα». Ὁ ἀπόστολος Πέτρος, ὁ ὁποῖος γράφει ὅτι «ὁ διάβολος ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ», προσθέτει: «ᾧ (=σ’ αὐτόν, δηλαδή στό διάβολο) ἀντίστητε στερεοί τῇ πίστει» (Α΄ Πέτρ. ε΄ 8-9). Εἶναι βεβαίως δυνατός, ὡς πνεῦμα πονηρίας πού εἶναι ὁ σατανάς, ἀλλά δέν μπορεῖ νά μᾶς βλάψει, ἐάν δέν τοῦ ἀνοίξουμε ἐμεῖς τή θύρα τῆς ψυχῆς μας καί ἐάν εἴμαστε ἑνωμένοι μέ τόν παντοκράτορα Κύριο. Ὁ διάβολος, τονίζει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, εἰσβάλλει στήν ψυχή, «ὅταν μή εὕρῃ νοῦν ἔνθεον, ὅταν μή σώφρονα λογισμόν» (ΕΠΕ 19, 72). Ἐάν ἑπομένως ἔχουμε νήψη, ἀγρυπνοῦμε καί ἀντιστεκόμαστε στίς ἐπιθέσεις του καί ἀποκρούομε σταθερά καί μέ ἀποφασιστικότητα τίς προσβολές του, δέν μπορεῖ νά εἰσχωρήσει στό φρούριο τῆς ψυχῆς μας. Θά ἀναγκασθεῖ νά φύγει ὁπωσδήποτε. Πῶς τόν ἀπέκρουσαν καί τόν κατανίκησαν οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας; Θυμάστε πῶς τόν κατεξευτέλισε ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ὁ ὁποῖος ὡς ἄνθρωπος ἦταν ἀσθενέστερός του; Ἔχουμε ὁπλισμό ἰσχυρό, μέ τόν ὁποῖο μποροῦμε νά ἀντισταθοῦμε στόν Διάβολο; Ὅταν μελετήσαμε τήν πρός Ἐφεσίους Ἐπιστολή, εἴδαμε ποιά ὅπλα ἔχουμε στή διάθεσή μας «πρός τό δύνασθαι… στῆναι πρός τάς μεθοδείας τοῦ διαβόλου» (Ἐφ. στ΄ 10-18).
3. Ποιά ἄλλη κίνηση ὑποδεικνύει ὁ Ἀδελφόθεος, γιά νά ἔχουμε τή Χάρι τοῦ Θεοῦ; Τήν προσέγγιση σ’ Ἐκεῖνον. «Ἐγγίσατε τῷ Θεῷ καί ἐγγιεῖ ὑμῖν». Πῶς κατανοεῖτε αὐτό τόν λόγο; Πῶς θά ἐγγίσουμε τόν Κύριο, ἐφόσον Αὐτός εἶναι πανταχοῦ παρών; Τί ἐννοεῖ ὁ Ἅγιος; «Ἐγγίζομεν εἰς Αὐτόν ἠθικῶς καί ἐν πνευματικῇ ἐννοίᾳ» (Π. Ν. Τρεμπέλας). «Ἐγγίζει ὁ Χριστιανός εἰς τόν Θεόν ὄχι μέ τά χείλη καί τήν ἐξωτερικήν κίνησιν τοῦ σώματος… ἀλλά… μέ τήν καρδίαν καί μέ τήν ἐσωτερικήν διάθεσιν τῆς ψυχῆς του ἀγαπῶντας αὐτόν μέ ὅλην του τήν δύναμιν καί φυλάττοντας μέ ὅλην τήν θέλησιν τάς ἁγίας του ἐντολάς» (Ἅγιος Νικόδημος). Τί εἶπε ὁ Κύριος γιά τούς Ἑβραίους, πού ἀρκοῦνταν μόνο στήν τυπική λατρεία; «Ἐγγίζει μοι ὁ λαός οὗτος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ καί ἐν τοῖς χείλεσιν αὐτῶν τιμῶσί με, ἡ δέ καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ’ ἐμοῦ» (Ἡσ. κθ΄ 13· βλ. καί Ματθ. ιε΄ 8). Νά Τόν ἐγγίζουμε ὅπως ἡ αἱμορροοῦσα γυνή. Τόν συνέθλιβαν οἱ ὄχλοι, ἀλλά μόνο ἐκείνη Τόν ἄγγιξε πράγματι καί ὠφελήθηκε οὐσιαστικά (βλ. Μάρκ. ε΄ 25-34).
Ὅταν Τόν προσεγγίζουμε μέ αὐτό τόν τρόπο, θά μᾶς ἐγγίζει καί Ἐκεῖνος, ὁ Ὁποῖος βεβαιώνει μέσῳ τοῦ Προφήτη Του ὅτι εἶναι «Θεός ἐγγίζων». «Θεός ἐγγίζων ἐγώ εἰμι, λέγει Κύριος, καί οὐ Θεός πόρρωθεν» (Ἱερεμ. κγ΄ 23). Τί σημαίνει αὐτό; Εὐαρεστεῖται σ᾿ ἐμᾶς, μᾶς προστατεύει ἀπό κάθε κίνδυνο, δέν μᾶς ἀφήνει μόνους, στέλνει τίς εὐλογίες Του καί δείχνει τήν εὔνοια καί Χάρι Του.
4. Ἀκολουθεῖ ἄλλη κίνηση: Ἡ κάθαρση. «Καθαρίσατε χεῖρας ἁμαρτωλοί καί ἁγνίσατε καρδίας δίψυχοι». Ἐννοεῖ μέ αὐτό ὅτι χρειάζεται σωματική καί ψυχική καθαρότητα. Τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ δέν ἔρχεται νά μείνει ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει «μολυσμός σαρκός καί πνεύματος». «Ἀκαθάρτου μή ἅπτεσθε, κἀγώ εἰσδέξομαι ὑμᾶς», τονίζει ὁ Κύριος (βλ. Γεν. ς΄ 3, Β΄ Κορ. ς΄ 17, ζ΄ 1). Χρειάζεται κάθαρση στό λουτρό τῆς Μετάνοιας καί Ἐξομολογήσεως. Ὅταν κάποιος ἔχει μολυσμένη τήν καρδιά του καί παρουσιάζεται ἐξωτερικά ὡς πιστός, εἶναι «δίψυχος». Αὐτό εἶναι ἀσθένεια πού ἑδράζεται στήν καρδιά. Γιά τόν δίψυχο ὅμως ἄνθρωπο μιλήσαμε σέ ἄλλη εὐκαιρία (βλ. Ἰακ. α΄ 8).
5. Προχωρεῖ ὁ Ἅγιος καί ὑποδεικνύει καί ἄλλη κίνηση, προκειμένου νά γίνουμε δοχεῖα κατάλληλα νά δεχθοῦμε τή Χάρι τοῦ Θεοῦ. Ποιό εἶναι τό βῆμα αὐτό; Τό πένθος τῆς ψυχῆς μας. Μέ χαρακτηριστικές λέξεις τό τονίζει αὐτό ὁ Ἀδελφόθεος στόν 9ο στίχο. Τί θέλει νά πεῖ μέ ὅλα αὐτά; «Ἐκφράζει πληρέστερον καί ζωηρότερον τό βάθος καί τήν εἰλικρίνειαν τῆς συντριβῆς καί μετανοίας» (Π. Ν. Τρεμπέλας)· καί ὅτι δέν συμβιβάζεται ἡ πνευματική ζωή μέ τή ζωή τῶν ἀνέσεων, τῶν ἡδονῶν καί ἀπολαύσεων τοῦ κόσμου. Ποιός Ἅγιος ἁγίασε χωρίς βία στόν ἑαυτό του, χωρίς πένθος κατά Θεόν, χωρίς νηστεία καί ἄσκηση, χωρίς ἀγώνα σκληρό καί δάκρυα ὑλικά καί πνευματικά; Ὁ Κύριος μακάρισε τούς «πενθοῦντες» καί τούς «κλαίοντες» (βλ. Ματθ. ε΄ 4, Λουκ. ς΄ 23-25). Ἄνθρωπος πού συναισθάνεται ζωηρά τήν ἁμαρτωλότητά του εἶναι φυσικό νά μή χασκογελᾶ.
Ἡ ὁδός πού ὁδηγεῖ στή μακαριότητα τοῦ οὐρανοῦ εἶναι «στενή καί τεθλιμμένη», μᾶς εἶπε ὁ Κύριος (βλ. Ματθ. ζ΄ 13-14). Μέ αὐτά πού γράφει ὁ Ἀδελφόθεος εἶναι σάν νά λέει: «Ἄφετε τήν πλατεῖαν στράταν τῶν ἡδονῶν καί τῆς ἁμαρτίας, ἥτις σᾶς κρημνίζει εἰς τήν ἀπώλειαν· πενθήσατε καί κλαύσατε· ἐπειδή τό πένθος καί ἡ κατά Θεόν λύπη καί μάλιστα τό κλαύσιμον καί τά δάκρυα αὐτά πολλά βοηθοῦν εἰς τό νά καθαρίσῃ ὁ ἄνθρωπος τόν μολυσμόν τῆς καρδίας του, καί νά λάβῃ συγχώρησιν τῶν ἁμαρτιῶν του» (Ἅγιος Νικόδημος) (βλ. καί Ψαλ. ς΄ 7, λζ΄ 5- 10).
6. Καί καταλήγει ὁ Ἅγιος στό σημεῖο πού εἶναι καί ἡ ἀφετηρία τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ὅλα τά πιό πάνω συνοψίζονται στήν ταπείνωση καί ἐκφράζουν τήν ὑψοποιό αὐτή ἀρετή. Γιατί εἶναι ὑψοποιός; «Ὅποιος εἶναι ταπεινός ὑψοῦται παρά Θεοῦ καί ἐν τῇ παρούσῃ ζωῇ· διατί λαμβάνει ἔνοικον εἰς τήν ψυχήν του τήν τοῦ Θεοῦ χάριν· διατί γίνεται ὑψηλότερος ἀπό τά πάθη καί ἀπό τάς παγίδας τοῦ διαβόλου· διατί ζῇ μίαν ζωήν ἀναπαυμένην…» (Ἅγιος Νικόδημος). Ὅπου ὑπάρχει τό ταπεινό φρόνημα, ὁ Θεός «σφογγίζει τά δάκρυα» τοῦ πιστοῦ, γεμίζει τήν ψυχή του μέ ἀνέκφραστη χαρά καί τόν «ὑψώνει ἀπό τῆς καταστάσεως τοῦ ἐν συντριβῇ μετανοοῦντος εἰς τήν κατάστασιν τοῦ συγκεχωρημένου υἱοῦ» (Π. Ν. Τρεμπέλας) (βλ. καί Παραβολή τοῦ Ἀσώτου, Λουκ. ιε΄ 11-32). Ἡ δέ ὕψωση καί θέωση μέσῳ τῆς κοινωνίας μας μέ τόν Θεό, τήν ὁποία διέκοψε ὁ ἑωσφορικός ἐγωισμός, καί ἡ αἰώνια μακαριότητά μας πλησίον Του εἶναι τό τέρμα τῆς «ἀρίστης ὁδοῦ τῆς ταπεινώσεως». Τό αἰώνιο λοιπόν συμφέρον μας ἀπαιτεῖ καί ἐπιβάλλει νά γίνουμε ἄνθρωποι ταπεινοί.
ΣΥΝΘΗΜΑ: «Ταπεινώθητε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καί ὑψώσει ὑμᾶς» (Ἰακ. δ΄ 7).