15. «Μή καταλαλεῖτε ἀλλήλων, ἀδελφοί»

Μεταφορτώσεις

Θέμα για τους κυκλάρχες

 

Τό θέμα πού θά μελετήσουμε σήμερα εἶναι πολύ σοβαρό. Θά διαπιστώσουμε δέ ὅτι ἄλλος λιγότερο καί ἄλλος περισσότερο πα­ρουσιαζόμαστε ἔνοχοι ὡς πρός αὐτό καί ὑπόλογοι ἐνώπιον τοῦ ἁγίου Θεοῦ. Ἀναφέρεται σ’ ἕνα συνηθισμένο ἁμάρτημα, πού καταν­τᾶ πάθος φοβερό καί ζημιώνει τήν ψυχή μας καί τήν κοινωνία μας ἀνυπολόγιστα. Ἐάν δέν πολεμηθεῖ, μᾶς ὁδηγεῖ καί μόνο αὐτό στήν Κόλαση, ἀφοῦ θά ἔχει κάνει προηγουμένως κόλαση τή ζωή μας.

Μελέτη περικοπῆς: Ἰακ. δ΄ 11-12.

1. Ποιό εἶναι τό ἁμάρτημα καί τό πάθος αὐτό; Ἡ κατάκριση. Χρησιμοποιεῖ ὁ Ἅγιος δύο ρήματα, γιά νά παρουσιάσει τή βαρύ­τατη αὐτή ἀσθένεια τῆς ψυχῆς. Ποιά; «Καταλαλῶν… καί κρίνων». Μετοχές ἐνεστώτα, χρόνου δηλαδή πού σημαίνει διάρκεια. Τί θέλει νά τονίσει μέ αὐτό; Ὅτι ἡ κατάκριση, γιά τήν ὁποία ὁμιλεῖ, δέν εἶναι ἁμάρτημα στό ὁποῖο ὑπέπεσε κάποιος ἐκ συναρπαγῆς καί κατόπιν μετανόησε· ἀλλ’ εἶναι μόνιμη κατάσταση τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία παρατείνεται καί ἐκδηλώνεται «πάλιν καί πολλάκις». «Καταλαλῶ» σημαίνει ξεστομίζω κατηγορίες εἰς βάρος τοῦ ἄλλου καί βλάπτω τή φήμη του. Ἡ λέξη «κρίνων» χρησιμοποιεῖται ἐδῶ «ἀντί τοῦ κατακρίνων»· μέ τήν ἔννοια δηλαδή ὄχι ἁπλῶς τῆς κρίσεως καί κριτικῆς, ἀλλά τῆς κακόβουλης κρίσεως καί τῆς ἐμπαθοῦς κριτικῆς, ἡ ὁποία ἀποσκοπεῖ στήν ὑποτίμηση τοῦ ἄλλου. Θά μποροῦσε δέ νά θεωρηθεῖ ἐδῶ ἡ μέν λέξη «κρίνων» ὡς ὑποδομή καί ὑπόστρωμα τῆς κακεντρεχοῦς ψυχῆς, ἡ δέ λέξη «καταλαλῶν» ὡς ἐξωτερίκευση τοῦ πάθους πού ἐμφωλεύει στήν ψυχή αὐτή.

2. Εἶναι ἄραγε σοβαρό αὐτό τό ἁμάρτημα; Αὐτό καταφαίνεται ἀπό ὅσα λένε οἱ ἱεροί Πατέρες γι’ αὐτό. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος χαρακτηριστικά τονίζει: «Ὁ κατηγορῶν (=ὁ καταλαλῶν) ἀδελφικά κρέα ἔφαγε, τήν σάρκα τοῦ πλησίον ἔδακε (=δάγκωσε)… οὐκ ἐνέπηξας τῇ σαρκί τούς ὀδόντας, ἀλλά ἐνέπηξας τῇ ψυχῇ τήν κατηγορίαν» (ΕΠΕ 32, 34). Καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς «Κλίμακος» προσθέτει: «Καταλαλιά ἐστιν, ἀποκύημα μίσους, παχεῖα, κεκρυμμένη καί λανθάνουσα βδέλλα, ἀγάπης ἐκδαπανῶσα καί ἐξαφανίζουσα αἷμα… μνησικάκων γνώρισμα καί βασκάνων (=φθονερῶν)» (Λόγ. Ι΄ & α΄, ιγ΄).

Πῶς φαίνεται ἀπό τήν περικοπή μας ὅτι ἡ κατάκριση φανε­ρώνει μεγάλη ἔλλειψη ἀγάπης; Ἀπό τό ὅτι τρεῖς φορές χρησιμοποιεῖ ὁ Ἀδελφόθεος τή λέξη «ἀδελφός». Εἶστε ἀδελφοί μεταξύ σας, λέει. Πῶς εἴμαστε ἀδελφοί μεταξύ μας; Εἴμαστε τέκνα τοῦ ἴδιου οὐράνιου Πατέρα καί ἀναγεννηθήκαμε μέσῳ τῆς ἴδιας Μητέρας μας Ἐκκλησίας. Αὐτός ἑπομένως πού κατακρίνει, βλάπτει τόν ἀδελφό του, πρός τόν ὁποῖο ὀφείλει ἀγάπη. Ποιός λογικός καί συνετός ἄνθρωπος διαπομπεύει καί διασύρει τά μέλη τῆς οἰκογένειάς του; Μόνον ὁ ἐμπαθής καί φθονερός καί ἀνόητος ἄνθρωπος φθάνει σέ τέτοιο κατάντημα. Γιατί εἶναι ἀνόητος; Διότι δέν σκέπτεται ὅτι, ἐφόσον ἀνήκει ὡς ἀδελφός στήν ἴδια οἰκογένεια, κατηγορεῖ καί βλάπτει κατ’ οὐσίαν καί τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του, τό φύραμά του. Κάτι σχετικό μᾶς ὑπενθυμίζει καί ἡ Εὐχή τοῦ ὁσίου Ἐφραίμ μέ τό γνωστότατο αἴτημά της: «δώρησαί μοι… μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου».

3. Μέ ποιό ἄλλο φοβερό πάθος σχετίζεται ἡ κατάκριση; Ποιό πάθος μᾶς ὠθεῖ στό νά ὑποτιμήσουμε τόν ἀδελφό συνάνθρωπό μας; Ὁ ἐγωισμός καί ἡ οἴηση, ἡ μεγάλη ἰδέα πού ἔχουμε γιά τόν ἑαυτό μας. Πῶς διαφαίνεται αὐτό ἀπό τήν περικοπή μας; Τί μᾶς λένε οἱ φράσεις «ὁ καταλαλῶν ἀδελφοῦ καί κρίνων τόν ἀδελφόν αὐτοῦ καταλαλεῖ νόμου καί κρίνει νόμον» (στίχ. 11) καί «σύ δέ τίς εἶ ὅς κρίνεις τόν ἕτερον;» (στίχ. 12). Ὅτι ὁ μικρός καί ἀσήμαντος ἄνθρωπος ὑψώνει τό νανῶδες ἀνάστημά του καί κρίνει τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ, πού ὁρίζει ἀγάπη, καί τόν ἀθετεῖ θεωρώντας τον ἀσύμφορο, ἀνεφάρμοστο καί ἀνεδαφικό. Ὑπῆρξαν πράγματι κατά καιρούς καί οἱ ἄνθρωποι πού θεωροῦσαν τήν ἀγάπη ὡς ἀδυναμία καί δεῖγμα τῶν ἀδύναμων ἀνθρώπων καί κήρυτταν ἀντιθέτως τό μίσος. Τί φανερώνει ἡ «θρασεῖα» αὐτή «ἀξίωσις», ὅπως χαρα­κτηρίζει ὁ ἀείμνηστος Π. Ν. Τρεμπέλας τήν ἐνέργεια αὐτή; Τί ἄλλο παρά ἑωσφορικό ἐγωισμό. Χωρίς ἴσως νά τό συναισθάνονται, διαπράττουν ἀντιποίηση ἀρχῆς καί ἐξουσίας καί ἐπεμβαίνουν στή θεία Νομοθεσία, χωρίς νά ἔχουν τέτοιο δικαίωμα. «Τό ἰδικόν μας ἔργον ἐν τῇ θρησκείᾳ εἶναι οὐχί νά νομοθετῶμεν ἤ νά τροποποιῶμεν τούς ἤδη καθωρισμένους ὑπό τοῦ Θεοῦ νόμους, ἀλλά νά ὑπακούωμεν εἰς αὐτούς» (Π. Ν. Τρεμπέλας).

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γράφει ὅτι ἐδῶ ὁ Ἀδελφόθεος εἶναι σάν νά λέει: «Διατί ἐσύ, Χριστιανέ, χωρίς νά εἶσαι νομοθέτης, γίνεσαι τοῦ ἄλλου κριτής, καί ἁρπάζεις τήν ἀξίαν τοῦ Νομοθέτου καί Κριτοῦ Θεοῦ; Καί μ’ ὅλον ὁποῦ καί σύ εἶσαι ἕνας ἀπό τούς νομοθετουμένους, καί ὑπόδικος εἰς τάς αὐτάς τιμωρίας μέ ὅλους, διατί καί σύ παραβαίνεις τούς τοῦ Θεοῦ νόμους;».

Ἡ ἐρώτηση «σύ τίς εἶ, ὅς κρίνεις τόν ἕτερον» εἶναι ἐντυπωσιακή καί πολύ ταπεινωτική γιά τόν ἄνθρωπο πού κατακρίνει. «Καταβιβάζει εἰς τήν ἐσχάτην ταπείνωσιν καί ἐξευτελισμόν ἐκεῖνον τόν Χριστιανόν, ὁποῦ καταφρονεῖ τόν ἀδελφόν του μέ μεγάλην ὑπερηφάνειαν καί καταλαλεῖ καί κατακρίνει» (Ἅγιος Νικόδημος) (βλ. καί Ρωμ. ιδ΄ 4).

Ποιός πράγματι μᾶς ὅρισε ἐλεγκτές καί κριτές τῶν πράξεων τῶν ἄλλων; Ὑπάρχουν οἱ ἁρμόδιοι γι’ αὐτό. Τό νά κατηγορεῖς καί νά κατακρίνεις, διότι θέλεις, ὅπως ἰσχυρίζεσαι, νά διορθώσεις τά κακῶς κείμενα, δέν εἶναι ὁ ἐνδεδειγμένος τρόπος. Δάκρυσε, προσευχήσου, συμβούλευσε ἀδελφικά κατ’ ἰδίαν, παρακάλεσε, δεῖξε ἀγάπη, πεῖσε τόν ἄλλον ὅτι τόν ἀγαπᾶς καί ἐπιζητεῖς πράγματι τό καλό του. Τότε εἶναι πολύ πιθανόν ὅτι θά σέ ἀκούσει καί θά διορθωθεῖ.

4. Γιατί ἄραγε κατακρίνουν συνήθως πολλοί καί τί νομίζουν ὅτι θά κερδίσουν μέ αὐτό; Ὅλα ξεκινοῦν ἀπό τή φιλαυτία καί τήν εἰδωλοποίηση τοῦ ἐγώ. Ἔχουν τήν ἰδέα ὅτι, ἐάν παρουσιάσουν τόν ἄλλον ὡς ἁμαρτωλό καί τονίσουν τίς κακίες του, ὑψώνονται οἱ ἴδιοι. Θυμάστε κάποια σχετική Παραβολή τοῦ Κυρίου; Πρόκειται γιά τήν Παραβολή τοῦ Τελώνη καί τοῦ Φαρισαίου. «Οὐκ εἰμί ὥσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί», φρονοῦσε καί ἔλεγε ὁ Φαρισαῖος καί τό τόνισε αὐτό μέ τήν κατάκριση τοῦ παρόντος τήν ὥρα ἐκείνη στόν Ναό Τελώνη λέγοντας: «ἤ καί ὡς οὗτος ὁ τελώνης»! Δέν εἶμαι σάν αὐτόν τόν Τελώνη! Αὐτή ἡ ὑψηλή ἰδέα γιά τόν ἑαυτό μας εἶναι πού μᾶς ὁδηγεῖ σέ παραλογισμό. Χρησιμοποιοῦμε καί προβάλλουμε τά ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων γιά τή δική μας ὕψωση! Πόση διαστροφή τῆς καρδιᾶς! (βλ. Λουκ. ιη΄ 10-14).

5. Πῶς πολεμεῖται αὐτό τό πάθος; Πῶς θεραπεύεται ἡ βαριά αὐτή ἀσθένεια; Πρῶτον, μέ τή συναίσθηση τῆς δικῆς μας ἁμαρτωλότητας. Ἐάν ἔχουμε διαρκῶς κατά νοῦν ὅτι κι ἐμεῖς ἁμαρτάνουμε καί κάνουμε τά ἴδια καί χειρότερα ἀπό αὐτά πού βλέπουμε νά κάνουν οἱ ἄλλοι καί τούς κατακρίνουμε, δέν θά εἴμαστε πρόχειροι καί εὔκολοι γιά κατάκριση. Θά γίνουμε συμπαθεῖς πρός τούς συναμαρτωλούς ἀδελφούς μας. Θά τούς βλέπουμε μέ κατανόηση καί ἀγάπη.

Χρειάζεται βεβαίως γι’ αὐτό καί ἡ πανσθενής θεία Χάρις, «ἡ τά ἀσθε­νῆ θεραπεύουσα». Ἡ βαρύτατη αὐτή ἀσθένεια καί πληγή τῆς ψυχῆς δέν θεραπεύεται μέ μόνες τίς δικές μας δυνάμεις. Θά συναισθανθοῦμε, εἴπαμε, τήν ἁμαρτωλότητά μας, θά κλάψουμε γιά τήν ἀσχήμια τῆς ψυχῆς μας, θά ἀγωνιζόμαστε νά μή λέμε λόγια κατακρίσεως, ἀλλά οὔτε καί νά κυκλοφοροῦν μέσα μας σκέψεις κατακρίσεως. Ὅλα δέ αὐτά μέ τή συμμαχία καί τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν προσευχή, τήν εἰλικρινή Ἐξομολόγηση καί τήν τακτική καί θεάρεστη συμμετοχή στό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας θά συνδεόμαστε μέ Ἐκεῖνον, διά τῆς Χάριτος τοῦ Ὁποίου τά ἀδύνατα γίνονται δυνατά.

Καί κάτι πρακτικό: Νά ἀποφεύγουμε νά μελετᾶμε ἔντυπα πού μᾶς διεγείρουν σέ κατάκριση καί νά μή συναναστρεφόμαστε ἀνθρώπους πού ἀρέσκονται στήν κατάκριση, τό κουτσομπολιό κ.λπ. Ὁ Δαβίδ σέ ἕναν Ψαλμό του ἀναφέρει σχετικά ὅτι ἔκανε τό ἑξῆς: «τόν καταλαλοῦντα λάθρᾳ τόν πλησίον αὐτοῦ, τοῦτον ἐξεδίωκον» (Ψαλ. ρ΄ [100] 5). Δέν ἤθελε καμία σχέση μέ ἀνθρώπους πού ἔρχονταν σ’ αὐτόν γιά νά κατηγορήσουν κρυφά τούς ἄλλους. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἔλεγε γι’ αὐτή τήν περίπτωση: «Εἰπέ πρός τόν πλησίον, ἔχεις ἐπαινέσαι τινά καί ἐγκωμιάσαι; ἀνοίγω τάς ἀκοάς, ἵνα δέξωμαι τά μύρα· ἄν δέ κακῶς ἐθέλῃς εἰπεῖν, ἀποφράττω τήν εἴσοδον τῶν ρημάτων· οὐ γάρ ἀνέχομαι κόπρον καί βόρβορον δέχεσθαι. Τί μοι τό κέρδος ἐκ τοῦ μαθεῖν ὅτι πονηρός ὁ δεῖνα; Μέγιστον μέν οὖν ἀπό τούτου βλάβη καί ἐσχάτη ζημία» (ΕΠΕ 32, 38) (βλ. καί Ματθ. ζ΄ 1-5).

ΣΥΝΘΗΜΑ: «Μή καταλαλεῖτε ἀλλήλων, ἀδελφοί» (Ἰακ. δ΄ 11).