17. Μήν ἐπαίρεσαι, ἄνθρωπε! Ταπεινώσου! (26/2-3/3)

ΘΕΜΑ: Μήν ἐπαίρεσαι, ἄνθρωπε! Ταπεινώσου!
ΕΒΔΟΜΑΔΑ: 26 Φεβρουαρίου-3 Μαρτίου 2024
ΑΡΘΡΟ: «Χῶμα καί στάχτη…», «Ὁ Σωτήρ», τεῦχ. 2297/1.11.23, σελ. 457-458.
ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΚΟ: Γεν. ιη΄ 27 & Ἰώβ μβ΄ 2-6.
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ: Ἀρχιμ. Θεοδώρου Κ. Μπεράτη, «Τοῦ Ὁσίου ἡ εὐχή», ἐκδ. «Ὁ Σωτήρ», σελ. 36-39, Ἀθήνα 201812.
.

 


Μεταφορτώσεις

Θέμα για τους κυκλάρχες

Άρθρο

 

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Ἀπό τήν Κυριακή πού πέρασε, 25 Φεβρουαρίου, ἄρχισε τό κατανυκτι­κότατο Τριώδιο, τό ὁποῖο θά τελειώσει μετά ἀπό 70 ἡμέρες, τό ἀπόγευμα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, στίς 4 Μαΐου. Φέτος εἶναι ἀργά τό Πάσχα. Στίς 5 Μαΐου θά γιορτάσουμε τή λαμπροφόρο Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας. Στήν ἀρχή τοῦ Τριωδίου (Κυριακή τοῦ Τελώνη καί Φαρισαίου) ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νά φύγουμε μακριά ἀπό τήν ὑπερηφάνεια τοῦ Φαρισαίου καί νά μάθουμε τήν ταπείνωση τοῦ Τελώνη: «Φαρισαίου φύγωμεν ὑψηγορίαν, καί Τελώνου μάθωμεν, τό ταπεινόν ἐν στεναγμοῖς» (Κοντάκιον Ὄρθρου). «Ὑψηγορίαν φύγωμεν Φαρισαίου κακίστην, ταπείνωσιν δέ μάθωμεν τοῦ Τελώνου ἀρίστην» (Ἐξαποστειλάριον Ὄρθρου). Δυστυχῶς ὁ μεταπτωτικός ἄνθρωπος ἔγινε πάρα πολύ ἐγωιστής καί ὑπερήφανος. Νομίζει πώς εἶναι μεγάλος καί τρανός, ἐνῶ εἶναι χῶμα καί στάχτη, ὅπως θά δοῦμε στό θέμα τοῦ Κύκλου πού θά κάνουμε σήμερα.

Α΄ ΜΕΡΟΣ: Χῶμα καί στάχτη…

1. Θά διαβάσουμε τό πρῶτο μέρος τοῦ ἄρθρου «Χῶμα καί στάχτη…», «Ὁ Σωτήρ», τεῦχ. 2297/1.11.23, σελ. 457-458, ἕως ἐκεῖ πού λέει: «Πόσο φθηνή δικαιολογία!», σελ. 458, α΄ στήλη, καί θά ρωτήσουμε τά Μέλη: Τί λέει; (Σκέψεις Μελῶν…) Λέει ὅτι ὁ μεταπτωτικός ἄνθρωπος ἐνῶ ἔχει μάτια, αὐτιά, νοῦ καί καρδιά, δέν ἀντιλαμβάνεται ποιός πραγματικά εἶναι. Νομίζει πώς εἶναι μεγάλος καί τρανός, ἐνῶ εἶναι χῶμα καί στάχτη!

2. Ποιός εἶπε τόν λόγο: «Ἐγώ δέ εἰμι γῆ καί σποδός», πού ἑρ­μηνεύεται: εἶμαι χῶμα καί στάχτη, καί σέ ποιά περίσταση; (Σκέψεις Μελῶν…) Τόν εἶπε ὁ πατριάρχης Ἀβραάμ, ὅταν τοῦ ἀποκάλυψε ὁ Θεός ὅτι θά καταστρέψει τά Σόδομα καί τά Γόμορρα. Ὁ Ἀβραάμ εἶπε τότε μέ συστολή στόν ἅγιο Θεό: Κύριε, εἶναι δυνατόν νά καταστρέψεις τόν δίκαιο μαζί μέ τόν ἀσεβή; Ἄν βρεθοῦν πενήντα δίκαιοι στήν πόλη, θά τούς καταστρέψεις ὅλους; Ὁ Θεός τοῦ ἀπάντησε: Ἐάν βρεθοῦν πενήντα δίκαιοι, γιά χάρη τῶν λίγων δικαίων δέν θά καταστρέψω τήν πόλη. Ὁ Ἀβραάμ τότε πῆρε θάρρος καί, γνωρίζοντας τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἄρχισε μέ συστολή γιά δεύτερη φορά νά παρακαλεῖ: «νῦν ἠρξάμην λαλῆσαι πρός Κύριόν μου, ἐγώ δέ εἰμι γῆ καί σποδός» (Γεν. ιη΄ 27). Συγχώρησέ με, Κύριε, πού τολμῶ νά σοῦ μιλῶ καί νά σέ ἱκετεύω, ἐνῶ εἶμαι μπροστά Σου σάν τό χῶμα, πού πατοῦν οἱ ἄνθρωποι, καί σάν τή στάχτη, πού τήν πετοῦν ὡς ἄχρηστη. Ἐάν λιγοστέψουν οἱ πενήντα δίκαιοι καί βρεθοῦν στήν πόλη τῶν Σοδόμων πέντε λιγότεροι, σαράντα πέντε δίκαιοι, θά καταστρέψεις ὁλόκληρη τήν πόλη ἐξαιτίας τῆς ἐλλείψεως αὐτῶν τῶν πέντε;

3. Ἀλλά καί ὁ πολύαθλος Ἰώβ εἶπε παραπλήσιο λόγο. Σέ ποιά περίσταστη; (Σκέψεις Μελῶν…) Στό τέλος τῆς δοκιμασίας του, ὅταν συνομιλοῦσε μέ τόν Θεό, τοῦ εἶπε: «οἶδα ὅτι πάντα δύνασαι, ἀδυνατεῖ δέ σοι οὐδέν». Γνωρίζω ὅτι τά πάντα μπορεῖς νά κάνεις καί τίποτε δέν Σοῦ εἶναι ἀδύνατον. Ποιός μπορεῖ νά κρύψει ἀπό Σένα τίς σκέψεις του; Ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού νομίζει ὅτι, συγκρατώντας τά λόγια του, θά μποροῦσε νά τίς κρύψει ἀπό Σένα; Ἀλλά καί ποιός ἄλλος ἐκτός ἀπό Σένα θά μοῦ ἀποκάλυπτε ἐκεῖνα πού δέν γνώριζα, τά μεγάλα καί θαυμαστά πού δέν ἤξερα; Ἄκουσέ με ὅμως, Κύριε, γιά νά Σοῦ μιλήσω κι ἐγώ. Ἐγώ θά Σέ ρωτῶ κι Ἐσύ δίδαξέ με. Μέχρι τώρα μόνο μέ τά αὐτιά μου ἄκουγα γιά Σένα ἀπό ἄλλους, τώρα ὅμως Σέ εἶδα μέ τά μάτια μου. «Διό ἐφαύλησα ἐμαυτόν καί ἐτάκην, ἥγημαι δέ ἐμαυτόν γῆν καί σποδόν». Γι᾿ αὐτό, ἐλεεινολόγησα τόν ἑαυτό μου, ἔλιωσα ἀπό συντριβή καθώς κατάλαβα τήν πλάνη μου· αἰσθάνομαι ὅτι εἶμαι πράγματι χῶμα καί στάχτη (Ἰώβ μβ΄ 2-6).

Ὁ θεόπνευστος αὐτός λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «ἐγώ δέ εἰμι γῆ καί σποδός», χῶμα καί στάχτη, εἶναι λόγος αὐτογνωσίας. Καί ὡς λόγος αὐτογνωσίας εἶναι πέρα γιά πέρα ἀληθινός. Ἀποδίδει τή φυσιολογική κατάσταση τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου· αὐτό πού πραγματικά εἴμαστε: Χῶμα καί στάχτη. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος δίνει τόν ἑξῆς ὁρισμό τῆς αὐτογνωσίας: «Οὗτος μάλιστά ἐστιν ὁ ἑαυτόν εἰδώς, ὁ μηδέν ἑαυτόν εἶναι νομίζων». Γνωρίζει ἀληθινά τόν ἑαυτό του αὐτός πού πιστεύει βαθιά ὅτι δέν εἶναι τίποτε.

4. Ὅμως οἱ μεταπτωτικοί ἄνθρωποι δέν τό παραδεχόμαστε αὐτό. Ἐπειδή εἴμαστε ἄρρωστοι ἀπό τή θανάσιμη ἀσθένεια τοῦ ἐγωισμοῦ, τῆς ὑπερηφάνειας, τῆς ἀλαζονείας καί τῆς ἐπάρσεως, ἔχουμε μεγάλη ὑπόληψη γιά τόν ἑαυτό μας. Νομίζουμε πώς εἴμαστε «κάποιόν τι», ὅτι ἀξίζουμε, ὅτι τά ξέρουμε ὅλα. Γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στό βιβλίο του «Ὁ ἀόρατος πόλεμος»: «ἡμεῖς νομίζομεν μέ μίαν ἀπατηλήν πρόληψιν, πώς εἴμεθα «κάποιόν τι». Ἀλλά τό νά νομίζωμεν ὅτι εἴμεθα «κάποιόν τι»· τοῦτο ὀνομάζεται οἴησις, ἥτις εἶναι ἕνα πάθος, ὁποῦ γεννᾶται μέν ἀπό τήν φιλαυτίαν, γεννᾷ δέ αὐτό πάλιν, καί γίνεται ρίζα καί ἀρχή καί αἰτία ὅλων τῶν ἄλλων παθῶν» (κεφ. Β΄). Καθαρή ὑπερηφάνεια εἶναι ὅλα αὐτά! Ἄρα δέν γνωρίζουμε ἀληθινά τόν ἑαυτό μας. Ἡ ὑπόληψη πού ἔχουμε γιά τόν ἑαυτό μας ὅτι εἴμαστε μεγάλοι καί τρανοί εἶναι ψεύτικη καί ἀνυπόστατη. Λόγου χάριν, λέμε ὅτι τά ξέρουμε ὅλα. Ἀλλά αὐτά πού γνωρίζουμε, ὅσο μορφωμένοι κι ἄν εἴμαστε, εἶναι μιά σταγόνα στόν ὠκεανό στό σύνολο τῶν γνώσεων. Λέμε ὅτι εἴμαστε δυνατοί. Ἀλλά ἔρχεται μιά ἀσθένεια βαριά καί μᾶς ἐξαντλεῖ τόσο πολύ πού δέν μποροῦμε νά πάρουμε οὔτε τά πόδια μας. Λέει ὁ Πάπας ὅτι εἶναι ἀλάθητος, ὅταν ἀποφαίνεται «ἀπό καθέδρας». Ἀλλά λάθος εἶναι καί μόνο πού τό λέει πώς εἶναι ἀλάθητος. Πόσο φθηνή δικαιολογία!

5. Ἐνῶ, ἀντίθετα, τό νά αἰσθανόμαστε πώς εἴμαστε χῶμα καί στάχτη εἶναι ἡ φυσιολογική κατάσταση τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου, ὅπως γράφει ὁ π. Εὐσέβιος Ματθόπουλος στό πνευματικότατο βιβλίο του «Ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου», παράγραφος 147: Ὁ ἄνθρωπος ἀπό μόνος του εἶναι ὅλος ἔνδεια (=φτώχεια), ὅλος ἀδυναμία, ὅλος ἄγνοια. Ὅ,τι καλό ἔχει (ὀμορφιά, ἐξυπνάδα, σωματική δύναμη καί λοιπά χαρίσματα), ὅλα εἶναι δῶρα τοῦ εὐλογητοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Ἑπομένως δέν πρέπει νά ἐπαίρεται γι᾿ αὐτά τά χαρίσματα, ἀλλά νά ταπεινοφρονεῖ. Γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν Α΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολή του: «τί δέ ἔχεις ὅ οὐκ ἔλαβες; εἰ δέ καί ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μή λαβών; (δ΄ 7). Ποιό χάρισμα ἔχεις, τό ὁποῖο δέν ἔλαβες ἀπό τόν Θεό; ὅλα ἀπό τόν Θεό τά ἔχεις. Καί ἐάν κάθε τι πού ἔχεις τό πῆρες ἀπό τόν Θεό, γιατί καυχιέσαι σάν νά μήν πῆρες τίποτε; Εἶναι τόσο πολύ ὑπερήφανος ὁ μεταπτωτικός ἄνθρωπος, πού ἀντί νά χαμηλώνει, ὑψώνει συχνά τό ἀνάστημά του μέχρι τόν οὐρανό. Ἀπό τούς μαθητές καί τίς μαθήτριες, τούς φοιτητές καί τίς φοιτήτριες, μέχρι τούς ἐπιστήμονες, τούς τεχνίτες, τούς ἐπιχειρηματίες καί τούς ἡγέτες, τούς πολιτικούς, τούς στρατιωτικούς, τούς ἐκκλησιαστικούς, ὅλοι ἤ σχεδόν ὅλοι, ἐπαίρονται, ἐπαιρόμαστε.

Ἀλλά τά μηνύματα πού μᾶς δίνουν καί τό ἄρθρο πού μελετοῦμε καί τό κατανυκτικότατο Τριώδιο εἶναι νά μήν ὑπερηφανευόμαστε, ἀλλά νά ταπεινοφρονοῦμε, ὅπως θά δοῦμε στό δεύτερο Μέρος τοῦ ἄρθρου.

Β΄ ΜΕΡΟΣ: Μήν ἐπαίρεσαι, ἄνθρωπε! Ταπεινώσου!

1. Ἔπειτα θά διαβάσουμε τό ὑπόλοιπο ἄρθρο καί θά ρωτήσουμε τά Μέλη: Τί ἄλλο κάνει ὁ ἐπαιρόμενος ἄνθρωπος; Τί μᾶς λέει τό ἄρθρο; (Σκέψεις Μελῶν…) Καυχιέται γιά τά κατορθώματά του στήν ἐπιστήμη, στήν τεχνολογία, στήν ἠλεκτρονική διακυβέρνηση, στήν τεχνητή νοημοσύνη. Ὅλα αὐτά τά ἐπιτεύγματά του τόν κάνουν νά φουσκώνει σάν τό παγώνι, νά ἐπαίρεται, νά παραμιλάει, νά αὐθαδιάζει, νά θεοποιεῖ τόν ἑαυτό του. Ἐπίσης ἁπλώνει τό χέρι του στούς αἰώνιους νόμους τοῦ Θεοῦ καί ἀντινομοθετεῖ. Νομίζει πώς θά εἶναι αἰώνιος σ᾿ αὐτή τή ζωή, ἐνῶ σήμερα ζεῖ καί αὔριο πεθαίνει. Νομίζει πώς εἶναι ἄτρωτος, ἐνῶ στήν ἑπόμενη στροφή τόν περιμένει ἕνας ἀδιόρατος ἰός, μιά οἰκονομική κρίση, ἕνας πόλεμος, κάποιος σεισμός, ἀτύχημα, ναυάγιο, φωτιά πλημμύρα καί τόν ρίχνει κάτω ἀνήμπορο. Νομίζει ὅτι ἐξουσιάζει τά πάντα, ἐνῶ ὁ Θεός κυβερνᾶ τόν κόσμο. Ὁ Θεός δίνει τά χαρίσματα, τήν ἐξυπνάδα, τή δύναμη, τήν ὅποια ἐξουσία.

2. Ἑπομένως, χρειάζεται νά κάνουμε μία διορθωτική κίνηση. Νά μή συνεχίσουμε νά ἐπαιρόμαστε, ἀλλά νά ταπεινωθοῦμε. Τί ἔχετε νά πεῖτε πάνω σ᾿ αὐτό; (Σκέψεις Μελῶν…) Ἐάν δέν ταπεινωθεῖ ἀπό μόνος του ὁ ἐπαιρόμενος ἄνθρωπος καί συνεχίσει νά ὑψώνει τό ἀνάστημά του, θά τόν ταπεινώσει ὁ Θεός. Νά ἀναφέρουμε παραδείγματα: * Ἤθελαν ἀπό ὑπερηφάνεια οἱ ἀπόγονοι τοῦ Νῶε νά οἰκοδομήσουν πύργο πού ἡ κορυφή του νά ἔφθανε μέχρι τόν οὐρανό. Ἀλλά ἐπέτρεψε ὁ Θεός νά πάθουν σύγχυση γλωσσῶν καί δέν τελείωσε τό ἔργο πού ξεκίνησαν νά κάνουν. * Οἰκοδόμησαν οἱ ἀπόγονοί τους τή Βαβυλώνα μέ ὅραμα νά εἶναι ἡ μεγαλύτερη, ἡ ὡραιότερη καί ἡ πιό καλά ὁχυρωμένη πόλη τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Ἀλλά «ἔπεσεν ἡ Βαβυλών ἡ μεγάλη»! Οὔτε τά ἐρείπιά της δέν ἀνευρίσκονταν. Εἶναι ἀκατοίκητη αἰῶνες τώρα! * Ἤθελαν ἀπό ὑπερηφάνεια οἱ κάτοικοι τῆς Ἰδουμαίας νά χτίσουν τά σπίτια καί τά κρυσφύγετά τους ψηλά σέ ἀπρόσιτα μέρη, γιά νά μήν τούς βρίσκει κανείς. Καί ὁ Θεός τούς ἀπάντησε μέ τόν προφητικό λόγο τοῦ Ὀβδιού: «ἐάν μετεωρισθῇς ὡς ἀετός καί ἐάν ἀναμέσον τῶν ἄστρων θῇς νοσσιάν σου, ἐκεῖθεν κατάξω σε, λέγει Κύριος» (Ὀβδ. α΄ 4) Ἀκόμη κι ἄν χτίσεις πιό ψηλά τή φωλιά σου ὅπως ὁ ἀετός, ἀκόμη κι ἄν χτίσεις τή φωλιά σου ἀνάμεσα στά ἀστέρια, καί πάλι ἀπό ἐκεῖ θά σέ γκρεμίσω κάτω», λέει ὁ Κύριος. * Ποιός τό περίμενε μές στό κατακαλόκαιρο νά πνίξουν οἱ πλημμύρες τόν Θεσσαλικό κάμπο; Τά παραδείγματα αὐτά, καί ἄλλα πού θά μποροῦσε νά προσθέσει κανείς, δείχνουν ὅτι ὅποιος ὑψώνει τόν ἑαυτό του, θά πέσει καί θά συντριβεῖ: «Πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτόν ταπεινωθήσεται…» (Λουκ. ιη΄ 14).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Κέρδος μας εἶναι νά μήν ταπεινωθοῦμε ἀναγκαστικά, ἀλλά μέ τήν ἐλεύθερη θέλησή μας. Αὐτό τό μήνυμα μᾶς δίνει τό κατανυκτικότατο Τριώδιο: «ταπεινωθῶμεν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, τελωνικῶς». Τό ἴδιο μήνυμα μᾶς δίνει καί τό ἄρθρο πού μελετήσαμε: Μήν ἐπαίρεσαι ἄνθρωπε! Ταπεινώσου! Ἡ ταπείνωση θά ἑλκύσει τή Χάρι τοῦ Θεοῦ καί θά σέ ὑψώσει. Αὐτή εἶναι ἡ σειρά τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί ὄχι τό ἀντίστροφο.

ΣΥΝΘΗΜΑ
«ἐγώ δέ εἰμι γῆ καί σποδός» (Γεν. ιη΄ 27)

Τό ἑπόμενο θέμα μας θά εἶναι ἀπό τό ἄρθρο «Ἐλέησόν με ὁ Θεός…», «Ὁ Σωτήρ», τεῦχ. 2302/1.2.24, σελ. 69-70.