16. «Ἐάν ὁ Κύριος θελήσῃ καί ζήσομεν καί ποιή­σομεν τοῦτο ἤ ἐκεῖνο»

Μεταφορτώσεις

Θέμα για τους κυκλάρχες

 

Πολύς λόγος γίνεται στίς ἡμέρες μας γιά τόν προγραμματισμό τῆς ζωῆς μας. Οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ἀνθρώπους προγραμματίζουν τά πάντα μέχρι λεπτομερειῶν. Καταρτίζουν σχέδια γιά τό μέλλον τους καί μετροῦν ὅλες τίς σχετικές παραμέτρους. Δέν ὑπάρχει ἀσφαλῶς κάτι τό ἐπιλήψιμο σ’ αὐτό. Ἐμφιλοχωρεῖ ὅμως ἐδῶ κάποιος ὕπουλος κίνδυνος, πού εἶναι πιθανόν νά καταστρέψει τά πάντα. Σ’ αὐτό ἀκριβῶς τό πολύ πρακτικό καί ἐνδιαφέρον θέμα ἀναφέρεται στή συνέχεια τῆς Ἐπιστολῆς του ὁ ἅγιος Ἰάκωβος.

Μελέτη περικοπῆς: Ἰακ. δ΄ 13-17.

1. Τί ἀναφέρει κατ’ ἀρχάς ὁ Ἅγιος γιά ὅσους ἐμπορεύονται καί σχεδιάζουν διάφορα γιά τίς μελλοντικές ἐπιχειρήσεις τους; Ὅτι τό αὔριο δέν ἐξαρτᾶται ἀπό ἐμᾶς. Δέν γνωρίζουμε δέ τί πρόκειται νά συναντήσουμε τήν ἑπομένη ἡμέρα, ἀλλά οὔτε καί ἐάν φθάσουμε στήν ἑπομένη. Ὁ Σοφός Παροιμιαστής ὑπογραμμίζει: «Μή καυχῶ τά εἰς αὔριον, οὐ γάρ γινώσκεις τί τέξεται ἡ ἐπιοῦσα» (Παρ. κζ΄ 1). Καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος σημειώνει: «Αὕτη (ἡ παρούσα) ἡ ζωή ἐν ἀδήλῳ κεῖται διαπαντός» (ΕΠΕ 8, 172). Ὅλα στή ζωή εἶναι ἀβέβαια καί πιθανά καί δέν μποροῦν νά προβλεφθοῦν τά πάντα.

Δέν εἴμαστε ἐμεῖς οἱ ρυθμιστές ὅλων τῶν συνθηκῶν τῆς ζωῆς μας. Πάντοτε ἀναφύονται πολλά ἀπρόβλεπτα κατά τήν πορεία μας. «Οἶδα, Κύριε», ἔλεγε ὁ Προφήτης Ἱερεμίας, «ὅτι οὐχί τοῦ ἀνθρώπου ἡ ὁδός αὐτοῦ, οὐδέ ἀνήρ πορεύσεται καί κατορθώσει πορείαν αὐτοῦ» (Ἱερ. ι΄ 23). «Ὅλον τό πᾶν τῶν ἔργων τοῦ ἀνθρώπου», γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, «δέν εἶναι εἰς τήν ἐδικήν του θέλησιν καί ἐξουσίαν». Θυμάστε καί κάποια σχετική Παραβολή τοῦ Κυρίου; Τί εἶπε στόν πλούσιο ἐκεῖνο, πού σχεδίαζε διάφορα γιά τίς ἀποθῆκες του καί γιά τήν ὑπόλοιπη ζωή του; «Ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτί τήν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ· ἅ δέ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» (Λουκ. ιβ΄ 20). Τόν χαρακτήρισε ἀνόητο. «Πῶς γάρ οὐκ ἄφρων ὁ μή γνούς ὅτι ζωῆς μέτρα παρά μόνῳ τῷ Θεῷ καί οὐκ αὐτός τις ἕκαστος ἑαυτῷ ὁριστής τῆς ζωῆς;» (Ἑρμηνευτής Θεοφύλακτος, Εἰς τό Ὑπόμνημα εἰς τό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιον τοῦ Π. Ν. Τρεμπέλα).

2. Ἄς προσέξουμε κάπως περισσότερο τόν χαρακτηρισμό πού κάνει γιά τή ζωή μας ὁ Ἅγιος. Μέ τί τήν παρομοιάζει στόν 14ο στίχο; Μέ «ἀτμίδα». Δηλαδή; Εἶναι σάν λεπτός ἀτμός, ὁ ὁποῖος «οὐδέν ἔχει τό σταθερόν καί βέβαιον. Εὐκόλως διασκορπίζεται καί χάνεται, χωρίς νά ἀφήνῃ οὐδέν ἴχνος. Οὕτω καί ἡ ἀνθρωπίνη ζωή. Δυνάμεθα νά καθορίσωμεν ἐκ προτέρου τί θά κάμωμεν τήν ἑπομένην, δέν εἶναι ὅμως δύσκολον νά ἐξαφανισθῇ ἐν τῷ μεταξύ ἡ ἐπίγειος ζωή μας» (Π. Ν. Τρεμπέλας). Ἡ ἀνθρώπινη ζωή, γράφει τό θεόπνευστο βιβλίο τοῦ Ἰώβ, «ὥσπερ ἄνθος ἀνθῆσαν ἐξέπεσεν, ἀπέδρα δέ ὥσπερ σκιά καί οὐ μή στῇ» (Ἰώβ ιδ΄ 2). Ὁ Μέγας Βασίλειος γράφει σχετικά: «οὐδέν πιστόν τῶν ἀνθρωπίνων, οὔτε πάγιον» (ΕΠΕ 1, 82). Δέν εἶναι τίποτε σταθερό ἀπό τά ἀνθρώπινα. Χάνεται σάν σκιά τό κάθε τι. «Ἐν εἰκόνι διαπορεύεται ἄνθρωπος», τονίζει καί ὁ Δαβίδ, «πλήν μάτην ταράσσεται· θησαυρίζει καί οὐ γινώσκει τίνι συνάξει αὐτά» (Ψαλ. λη΄ [38] 7). «Ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος διαπορεύεται σάν σκιώδης εἰκών, ἡ ὁποία μετ’ ὀλίγον σβήνει», σχολιάζει ὁ ἀείμνηστος Π. Ν. Τρεμπέλας (βλ. καί Ψαλ. ρβ΄ [102] 15-16).

Μήπως ὅμως ὅλα αὐτά εἶναι ἀρνητικά γιά τήν πορεία τῆς ζωῆς μας καί ὁδηγοῦν σέ μελαγχολία; Ὄχι, διότι μᾶς προσγειώνουν, ὥστε νά γνωρίζουμε ποῦ βαδίζουμε, νά μήν τρέφουμε ψευδαισθήσεις καί νά «μήν πετᾶμε στά σύννεφα», ὅπως λέει ὁ λαός μας, οὔτε νά εἴμαστε ἐκτός τόπου καί χρόνου. Ὅταν γνωρίζει κανείς τήν πραγματικότητα, δέν ζεῖ μέ αὐταπάτες καί ρυθμίζει ἀνάλογα τά τῆς ζωῆς του.

3. Ἀπαγορεύεται λοιπόν νά κάνουμε σχέδια γιά τό μέλλον μας; Δέν ἐπιτρέπεται νά ἔχουμε ὁραματισμούς γιά τίς σπουδές μας, γιά τήν ἐπιστημονική καί ἐπαγγελματική σταδιοδρομία μας, γιά τήν οἰκογενειακή μας ζωή; Αὐτό λέει ἐδῶ ὁ Ἀδελφόθεος; Ἀσφαλῶς ὄχι! Ἀλλά τί συνιστᾶ; Νά ἐξαρτᾶμε τά πάντα ἀπό τόν πάνσοφο, παντοδύναμο καί πανάγαθο Θεό. Νά συνδέουμε ὅλα τά σχέδιά μας μέ τήν πρόνοιά Του καί νά προγραμματίζουμε τή ζωή μας ὑπό τήν προϋπόθεση τῆς ἐξαρτήσεώς της ἀπό τό θέλημα τοῦ Κυρίου. Νά μή λησμονοῦμε ὅτι «καί αὐτά τά σχέδια καί αἱ ἐνέργειαί μας εἶναι ὑπό τόν ἔλεγχον τῆς προνοίας Του» (Π. Ν. Τρεμπέλας).

Αὐτό πού «ὁ Ἀδελφόθεος κατηγορεῖ ἐδῶ εἶναι ἐκείνους ὁποῦ ἀφίνουσι τήν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ καί καυχῶνται εἰς τάς ἀλαζονείας των» (Ἅγιος Νικόδημος). Φρονοῦν ὅτι θά ρυθμίσουν τή ζωή τους μόνοι τους βασιζόμενοι στίς ἱκανότητές τους καί δέν ὑπολογίζουν τή θέληση καί τή δύναμη τοῦ Θεοῦ. «Μή θάλλει πάπυρος ἄνευ ὕδατος ἤ ὑψωθήσεται βούτομον (=καλαμιά) ἄνευ πότου;» (=χωρίς πότισμα), ἐρωτᾶ τό βιβλίο τοῦ Ἰώβ (η΄ 11). Ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ γιά τά σχέδιά μας εἶναι ὅ,τι τό νερό καί τό πότισμα γιά τήν αὔξηση καί τή ζωή τῶν φυτῶν. Ἐντελῶς δηλαδή ἀπαραίτητη καί ἐκ «τῶν ὧν οὐκ ἄνευ». Μήπως μία ἀξίνη ἤ ἕνα πριόνι μποροῦν νά κάνουν κάποιο ἔργο χωρίς νά τά κινεῖ τό ἀνθρώπινο χέρι; ρωτᾶ καί ὁ μεγαλοφωνότατος προφήτης Ἡσαΐας, γιά νά καταδείξει τό ἀνόητο τῆς ἀνθρώπινης καυχήσεως καί ἀλαζονείας. «Μή δοξασθήσεται ἀξίνη ἄνευ τοῦ κόπτοντος ἐν αὐτῇ; ἤ ὑψωθήσεται πρίων ἄνευ τοῦ ἕλκοντος αὐτόν;» (Ἡσ. ι΄ 15). Αὐτά ἑπομένως πού θεωροῦνται αὐτονόητα καί λογικά ἐν προκειμένῳ πρέπει νά τά ἔχουμε κατά νοῦν καί γιά κάθε σχεδιασμό μας γιά τό μέλλον. Οἱ φράσεις τοῦ λαοῦ μας «ἐάν ζήσουμε, ἐάν θέλει ὁ Θεός, πρῶτα ὁ Θεός» κ.τ.ὅ. πρέπει νά ἀποτελοῦν φρόνημά μας βαθύ καί στήριγμα καί προϋπόθεση κάθε ἐνέργειάς μας.

Μήπως ὅμως ἡ προϋπόθεση αὐτή εἶναι στέρηση τῆς ἐλευθερίας μας; Ὁπωσδήποτε ὄχι. Γιατί; Διότι δέν μᾶς δεσμεύει ὁ Θεός νά ἐνεργήσουμε στό παρόν, τό ὁποῖο ἔχουμε στή διάθεσή μας, ὅπως ἐμεῖς κρίνουμε. Καί μία ὥρα ἐάν διαρκεῖ ἡ ζωή μας, μποροῦμε νά τή διαθέσουμε κατά τήν κρίση μας. Ἔχουμε δέ τό τραγικό προνόμιο νά εἴμαστε ἐλεύθεροι νά λέμε ἀκόμη καί «ὄχι» στόν Θεό. Οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς μας ρυθμίζονται βεβαίως βασικά ἀπό Ἐκεῖνον. Ὁ τρόπος ὅμως κατά τόν ὁποῖο θά κινηθοῦμε σέ αὐ­τές τίς συνθῆκες ἐπαφίεται στήν ἐλευθερία μας. Γι’ αὐτό ἄλλωστε εἴμαστε καί ὑπεύθυνοι γιά τίς ἐπιλογές μας καί γιά κάθε ἐνέργειά μας.

4. Ἄς ἔλθουμε τώρα καί στόν τελευταῖο στίχο τῆς περικοπῆς καί τοῦ κεφαλαίου. Εἶναι συμπερασματικός. Πῶς συνδέεται μέ τά προηγούμενα; Ἐάν γνωρίζουμε ὅτι αὐτά πού εἴπαμε εἶναι καλά καί ὀρθά καί ὅμως δέν συμμορφώνουμε τή ζωή μας ἀνάλογα μέ αὐτά, ἁμαρτάνουμε. Ἐάν μέν συμφωνοῦμε μέ τόν λόγο τοῦ Θεανθρώπου «χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰω. ιε΄ 5), ἀλλά στήν πράξη σχεδιάζουμε τά τῆς ζωῆς μας χωρίς νά Τόν λαμβάνουμε ὑπόψη μας, εἴμαστε ὄχι μόνο ἀνόητοι ἀλλά καί ἁμαρτωλοί. Γιατί; Διότι προσβάλλουμε τήν ἀλήθεια τῶν λόγων Του, ἀλλά καί τήν πατρική πρόνοιά Του.

Ἡ φράση ὅμως αὐτή τοῦ Ἁγίου ἰσχύει καί γενικότερα, ἀνεξαρτήτως ὅσων προείπαμε. Πῶς τήν κατανοεῖτε; Ὡραία εἶναι ἡ ἀπάντηση τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτη: «Ἐάν ἠξεύρῃς ἕνα πρᾶγμα πώς εἶναι καλόν καί συμφέρον, καί δύνασαι νά τό κάμῃς καί δέν τό κάμνεις, ἁμαρτίαν ἔχεις· ἔχεις δέ νά κατακριθῇς ἀπό τόν Θεόν δι’ αὐτό, διατί γνωρίζοντας αὐτό συμφέρον, καί δυνάμενος νά τό κάμῃς, δέν τό ἔκαμες· καθώς ἐκατακρίθη καί ὁ τό ἕν τάλαντον καταχώσας, καί μή πραγματευσάμενος αὐτό». Θά δώσουμε δηλαδή λόγο καί γιά τίς παραλείψεις τῶν καλῶν ἔργων μας. Ἁμαρτία δέν εἶναι μόνον ἡ διάπραξη τοῦ κακοῦ, ἀλλά καί ἡ μή κατόρθωση τοῦ καλοῦ λόγῳ τῆς ἀμέλειάς μας. Αὐτό ἰσχύει καί γιά ὅλους ἐμᾶς πού μελετᾶμε συστηματικά τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί γνωρίζουμε καλά ποιό εἶναι τό καλό καί θεάρεστο. «Αἱ παραλείψεις τῶν ἀγαθῶν ἔργων, τά ὁποῖα ἠδυνάμεθα νά πράξωμεν καί ἠμελήσαμεν νά πράξωμεν, εἶναι ἔνοχοι καί καθιστοῦν ἡμᾶς ὑπευθύνους ἁμαρτίας… Ἐάν δύναταί τις νά παρηγορήσῃ τεθλιμμένον τινά καί παραμελῇ τοῦτο, ἁμαρτάνει» (Π. Ν. Τρεμπέλας). Δέν ἀρκεῖ νά εἶναι μόνο καθαρά ἀπό ἁμαρτίες τά χέρια μας· χρειάζεται νά εἶναι καί γεμάτα ἀπό ἀγαθά ἔργα. Ἡ πραγμάτωση αὐτῶν κατορθώνεται μέ τή συνεργασία τῆς θείας Χάριτος καί τῆς δικῆς μας δραστηριότητας (βλ. καί Λουκ. ιβ΄ 47).

ΣΥΝΘΗΜΑ: «Ἐάν ὁ Κύριος θελήσῃ καί ζήσομεν καί ποιή­σομεν τοῦτο ἤ ἐκεῖνο» (Ἰακ. δ΄ 13).