19. «Μή ὀμνύετε»

Μεταφορτώσεις

Θέμα για τους κυκλάρχες

 

Ἕνα μεγάλο πρόβλημα συνειδήσεως πολλῶν Χριστιανῶν καί στίς ἡμέρες μας εἶναι ὁ ὅρκος, ἡ ὁρκωμοσία. Πολλά ἔχουν γραφεῖ γι’ αὐτό καί πολλές ἐνέργειες καί παραστάσεις ἔχουν γίνει ἀπό ἰδιῶτες ἀλλά καί ἀπό Συλλόγους γιά τήν κατάργηση τῆς ὁρκωμοσίας. Τελευταῖα δίνεται ἡ δυνατότητα τῆς πολιτικῆς ὁρκωμοσίας γιά τή λήψη τοῦ πτυχίου, γιά τήν κατάληψη μιᾶς θέσεως στό Δημόσιο, στίς ὑποθέσεις τῶν δικαστηρίων κ.λπ. Τό θέμα ὅρκος θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι παντοτινό. Ἀναφέρεται σ’ αὐτό ἀπό τίς πρῶτες της σελίδες ἡ Ἁγία Γραφή. Ἀξίζει λοιπόν νά ἀφιερώσουμε μία συνάντησή μας στόν ὅρκο, μέ βάση καί τή σχετική προτροπή τοῦ ἁγίου Ἰακώβου, πού ἀκολουθεῖ στή σειρά τῆς συμμελέτης μας.

Μελέτη περικοπῆς: Ἰακ. ε΄ 12.

1. Γιατί ἄραγε ἀρχίζει τήν προτροπή του ὁ Ἅγιος μέ τίς λέξεις: «Πρό πάντων δέ, ἀδελφοί μου, μή ὀμνύετε…»; Τί σημαίνει αὐτό τό «πρό πάντων»; Φανερώνει τήν ἰδιαίτερη σπουδαιότητα τοῦ θέματος. Θέλει νά ἐπιστήσει τήν προσοχή τους σ’ αὐτό, ὥστε νά μήν ἀντιμετωπίζουν τόν ὅρκο ὡς κάτι τό ἀσήμαντο. «Ὡσάν νά τούς λέγῃ. Κανένα ἄλλο, Χριστιανοί, μή σπουδάσετε νά φυλάξετε τόσον πολλά, ἀπό ὅσα σᾶς εἶπον, ὡσάν τό νά μήν ὀμνύετε παντελῶς, ἐπειδή εἰς τούς ὅρκους ἀκολουθεῖ ἡ ἐπιορκία, ἡ δέ ἐπιορκία εἶναι βαρυτέρα ἀπό κάθε ἁμαρτίαν, διατί φέρει μαζί της τήν ἄρνησιν τοῦ Θεοῦ» (Ἅγιος Νικόδημος).

2. Τί ἔλεγε ἡ Παλαιά Διαθήκη γιά τόν ὅρκο; Θυμάστε τήν τρίτη ἐντολή τοῦ Δεκαλόγου; «Οὑ λήψει τό ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπί ματαίῳ» (Ἐξ. κ΄ 7). Ἄλλη ἐντολή τοῦ Θεοῦ ὁρίζει: «Οὐκ ὀμεῖσθε (=δέν θά ὁρκισθεῖτε) τῷ ὀνόματί μου ἐπ’ ἀδίκῳ» (Λευϊτ. ιθ΄ 12). Ὁ ψαλμωδός Δαβίδ θεωρεῖ ἀρεστό στόν Θεό τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος «ὀμνύει τῷ πλησίον αὐτοῦ καί οὐκ ἀθετεῖ» (Ψαλ. ιδ΄ [14] 4). Ὁ Σοφός Σειράχ γράφει: «Ἀνήρ πολύορκος πλησθήσεται ἀνομίας καί οὐκ ἀποστήσεται ἀπό τοῦ οἴκου αὐτοῦ μάστιξ· ἐάν πλημμελήσῃ (=ἐάν παραβεῖ δηλαδή τόν ὅρκο του), ἁμαρτία αὐτοῦ ἐπ’ αὐτῷ, κἄν ὑπερίδῃ (=ἐάν ἀδιαφορήσει ὡς κάτι ἀσήμαντο), ἥμαρτε δισσῶς· καί εἰ διακενῆς (=μάταια, ἄσκοπα) ὤμοσεν, οὐ δικαιωθήσεται, πλησθήσεται γάρ ἐπαγωγῶν (=συμφορῶν) ὁ οἶκος αὐτοῦ» (Σ. Σειρ. κγ΄ 11). Ὁ δέ προφήτης Ζαχαρίας ἀπειλεῖ μέ καταστροφή «τόν οἶκον τοῦ ὀμνύοντος τῷ ὀνόματί μου (λέγει Κύριος παντοκράτωρ) ἐπί ψεύδει»· καί προτρέπει: «ὅρκον ψευδῆ μή ἀγαπᾶτε» (Ζαχ. ε΄ 4, η΄ 17).

Φαίνεται δηλαδή ἀπό αὐτά, ὅπως γράφει ὁ ἀείμνηστος ἀρχι­μανδρίτης π. Σεραφείμ Παπακώστας στό ἐξαίρετο σύγγραμμά του «Ἡ ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία τοῦ Κυρίου», ὅτι «ἡ Παλαιά Διαθήκη ἐπέτρεπε τόν ὅρκον διά τήν διευκόλυνσιν τῶν σχέσεων τοῦ τότε βίου, ἀπηγόρευεν ὅμως αὐστηρῶς τήν ἐπιορκίαν καί τήν ψευδορκίαν». Τά ἤθη τῶν ἀνθρώπων ἦταν ἀκόμη ἄγρια, δέν εἶχαν καλλιεργηθεῖ ψυχικά. Ἐν πολλοῖς ἐπικρατοῦσε ὁ πατέρας τοῦ ψεύδους διάβολος. Γι’ αὐτό παιδαγωγικά τούς συγκρατοῦσε ὁ Θεός, μέ τό νά ζητεῖ νά εἶναι εὔορκοι.

3. Τί διακήρυξε ὅμως ὁ Κύριος, ὅταν ἦλθε στή γῆ γιά νά διαλύσει τά ἔργα τοῦ διαβόλου καί νά φέρει τήν τέλεια ἀποκάλυψη τοῦ ἁγίου θελήματός Του; «Ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις οὐκ ἐπιορκήσεις, ἀποδώσεις δέ τῷ Κυρίῳ τούς ὅρκους σου. Ἐγώ δέ λέγω ὑμῖν μή ὀμόσαι ὅλως…» (Ματθ. ε΄ 33-34). Καταργεῖται πλέον ἡ παλαιά νομοθεσία ἡ σχετική μέ τόν ὅρκο καί ἀπαγορεύεται ἐντελῶς κάθε εἴδους ὅρκος.

Γιατί ἡ ἀπαγόρευση; Ποῦ ἔγκειται ἡ βαρύτητα τοῦ ἁμαρτήματος τοῦ ὅρκου; Εἶναι ἀσέβεια κατά τοῦ ἁγίου Θεοῦ τό νά χρησιμοποιοῦμε τό ἅγιο Ὄνομά Του καί νά ἐπικαλούμαστε τή μαρτυρία Του γιά καθημερινά, ὑλικά, σαρκικά θέματά μας, γιά τήν ἐξασφάλιση τῶν συμφερόντων μας καί τήν ἐπικύρωση τῶν λόγων μας. Δέν τό θέλει ὁ Ἴδιος. Καί ἐφόσον ὁρίζει κάτι ὁ Θεός, ὁ πάνσοφος καί παντογνώστης, αὐτό καί πρέπει νά ἐφαρμοσθεῖ, διότι τό θέλημά Του εἶναι «ἀγαθόν… καί τέλειον» (Ρωμ. ιβ΄ 2). Ἡ ἀπαγόρευση τοῦ ὅρκου, ἔλεγε ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «νόμος ἐστί θεῖος… καί παραβῆναι αὐτόν οὐκ ἀσφαλές» (PG 49, 136). Ὁ ὅρκος, ἔλεγε καί ὁ Μ. Βασίλειος, εἶναι «ἀπηγορευμένον πρᾶγμα» (PG 32, 465). Ὑπάρχει καί σχετική ἀπόφαση τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Ὅρκῳ μή ἐθίσωμεν τό στόμα, ἀλλά τῆς Κυριακῆς φωνῆς ἀκούσωμεν λεγούσης τό· “ἐγώ δέ λέγω ὑμῖν μή ὀμόσαι ὅλως”». Ἀλίμονο δέ ἐάν θέλουμε νά θέτουμε ὑπό κρίση προηγουμένως τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ καί κατόπιν νά τόν ἐφαρμόζουμε. Χρέος δικό μας εἶναι ἡ πιστή ἐφαρμογή του.

4. Ἄς δοῦμε ὅμως τό θέμα καί ἀπό ἄλλη πλευρά. Γίνεται πιστευτός αὐτός πού ὁρκίζεται; Πιστεύουν, γιά παράδειγμα, οἱ δικαστές ὅτι αὐτός πού καταθέτει κάποια μαρτυρία μέ ὅρκο λέει πάντοτε τήν ἀλήθεια; Μήπως κατ’ οὐσίαν εἶναι περιττός ὁ ὅρκος; Ἐάν κάποιος θεωρεῖται ἀξιόπιστος, πρέπει νά γίνεται πιστευτός ἀνεξαρτήτως τοῦ ὅρκου. Πολύ ὡραῖα εἶναι αὐτά πού γράφει σχετικά ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Εἰ μέν πιστεύεις ὅτι ἀληθής ἐστιν ὁ ἀνήρ, μή ἐπαγάγῃς τοῦ ὅρκου τήν ἀνάγκην· εἰ δέ οἶδας ὅτι ψεύδεται, μή ἀναγκάσῃς ἐπιορκεῖν» (PG 49, 1610). Ἐάν ἤμασταν Χριστιανοί ὅπως πρέπει, τίμιοι, εἰλικρινεῖς καί φιλαλήθεις, καί δέν ψευδολογούσαμε “εἰς ἀλλήλους”, ὅπως γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Κολασ. γ΄ 9), ὁ ὅρκος θά ἦταν ἀχρείαστος, περιττός. Εἴμαστε ὅμως πράγματι πιστοί, ἐμπιστευόμαστε ὁ ἕνας τόν ἄλλο; Μᾶλλον ὄχι. Καί γι’ αὐτό ἐπέβαλε ἡ πολιτεία τόν ὅρκο ὡς ἐγγύηση κατά τοῦ ψεύδους. Ὁ ὅρκος αὐτός καλεῖται ἀναγκαῖος. Δέν εἶναι ὅμως σύμφωνος μέ τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀκρίβεια τοῦ χριστιανικοῦ ἤθους δέν συμβιβάζεται μέ τόν ὅρκο ἐπ’ οὐδενί λόγῳ. Καί ἐάν ἀναγκασθεῖ κάποιος νά ὁρκισθεῖ στό Δικαστήριο ἤ γιά νά καταλάβει κάποια θέση στό Δημόσιο, δέν ἀμνηστεύεται. Πρέπει νά ἐξομολογηθεῖ τήν πράξη του ὡς ἁμάρτημα, ὡς παράβαση τῆς συγκεκριμένης καί σαφεστάτης ἐντολῆς τοῦ Κυρίου. Τόν λόγο ἔχει τότε ὁ Πνευματικός γιά τή γαλήνευση τῆς συνειδήσεώς του.

5. Ὑπάρχει ἄραγε ἐξαίρεση στόν κανόνα; Ὑπάρχουν πε­ριπτώσεις θεμιτοῦ ὅρκου; Τί φαίνεται ἀπό τή ζωή τοῦ Κυρίου, τοῦ ἀποστόλου Παύλου καί ἄλλων Ἁγίων μας; Κατά τή δίκη Του ἐνώπιον τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Συνεδρίου, ὅταν προκλήθηκε ἀπό τόν Καϊάφα, ὁ Κύριος ἔδωσε ἔνορκη διαβεβαίωση ὅτι ἦταν «ὁ Χριστός, ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ» (βλ. Ματθ. κς΄ 63-64, Μάρκ. ιδ΄ 61-62). Ὅπως γράφει ὁ π. Σεραφείμ Παπακώστας, «τό ζήτημα ἦτο ὕψιστον καί ἀνταπεκρίνετο εἰς τόν ὅλον σκοπόν τοῦ ἔργου του καί τοῦ βίου του· δηλαδή ἡ ὁμολογία καί βεβαίωση αὐτοῦ τοῦ Κυρίου ὅτι εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἐκ τῆς ὁποίας βεβαιώσεως ἐξαρτᾶται ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου…».

Κάτι ἀνάλογο ἰσχύει καί γιά τίς περιπτώσεις ὅρκων τοῦ ἀποστόλου Παύλου (βλ. Ρωμ. α΄ 9-10, Β΄ Κορ. α΄ 23, Φιλιπ. α΄ 8, Α΄ Θεσ. β΄ 5). «Ὡρκίσθη εἴτε διά νά ἀποκρούσῃ τούς ψευδοδιδασκάλους, οἱ ὁποῖοι τόν κατηγόρουν ὅτι δέν εἶναι γνήσιος τοῦ Χριστοῦ Ἀπόστολος… εἴτε διά νά βεβαιώσῃ τούς Χριστιανούς περί τῆς πολλῆς πρός αὐτούς ἀγάπης του, ἡ ὁποία βεβαίωσις ἦτο ἀπαραίτητος πρός τήν τήρησιν τῶν παραγγελιῶν του… Διάσημοι δέ τῆς Ἐκκλησίας Πατέρες εὑρέθησαν εἰς τήν ἀνάγκην νά βεβαιώσουν ἐνόρκως τούς λόγους των· διότι κατηγορήθησαν ὡς αἱρετικοί ἤ εὑρέθησαν ὑπό τό βάρος βαρείας συκοφαντίας ἱκανῆς νά… σκανδαλίσῃ ψυχάς καί νά καταστρέψῃ τό ἔργον τῆς σωτηρίας τοῦ ποιμνίου των» (π. Σεραφείμ Παπακώστας). Οἱ ὅρκοι αὐτοί ἀναφέρονται σέ ὕψιστα πνευματικά θέματα πού σχετίζονται μέ τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Δέν πρέπει νά συγχέονται μέ τούς συνηθισμένους ὅρκους, πού δίνονται γιά ἀσήμαντα θέματα καί οἱ ὁποῖοι ἀπαγορεύονται ἐντελῶς.

6. Ἄς δοῦμε τέλος τί σημαίνει ἡ φράση τοῦ θεόπνευστου Ἁγίου «ἥτω δέ ὑμῶν τό ναί ναί καί τό οὐ οὐ…». Κάτι ἀνάλογο εἶπε καί ὁ Θεάνθρωπος ἀναφερόμενος στόν ὅρκο (βλ. Ματθ. ε΄ 37). Αὐτό πού λέμε ὡς «ναί» νά εἶναι πράγματι «ναί», καί ἀντιθέτως τό «ὄχι» μας νά εἶναι πράγματι «ὄχι». Τί τονίζει μέ αὐτό ὁ θεῖος λόγος; Τήν ἀλήθεια, τό ἀνυπόκριτο καί ἀπονήρευτο πού πρέπει νά διακρίνουν τά λόγια μας. Ὅταν ὅσα λέμε ἀνταποκρίνονται στήν πραγματικότητα, δέν θά χρειάζονται οἱ ὅρκοι καί δέν θά εἴμαστε ἑπομένως ἔνοχοι καί ὑπόδικοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

ΣΥΝΘΗΜΑ: «Μή ὀμνύετε» (Ἰακ. ε΄ 12).