24. Ἡ δίκη τοῦ Κυρίου ἐνώπιον τοῦ Καϊάφα (15-21/4)

ΘΕΜΑ: Ἡ δίκη τοῦ Κυρίου ἐνώπιον τοῦ Καϊάφα
ΕΒΔΟΜΑΔΑ: 15-21 Ἀπριλίου 2024
ΑΡΘΡΟ:
ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΚΟ: Ματθ. κς΄ 57-68
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ: † Γεωργίου Ἰ. Δημοπούλου, «Τά πάθη τά σεπτά», Ἡ δίκη τοῦ Ἰησοῦ, σελ. 121-141, ἐκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθήνα 201512.

 


Μεταφορτώσεις

Θέμα για τους κυκλάρχες

Άρθρο

 

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Στό περσινό θέμα τῶν πάνσεπτων Παθῶν τοῦ Κυρίου μας ἀρχίσαμε νά μελετοῦμε τήν Ἰουδαϊκή ἤ ἐκκλησιαστική ἤ θρησκευτική δίκη τοῦ Ἰησοῦ ἐνώπιον τοῦ Ἄννα, τοῦ Καϊάφα καί τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Συνεδρίου καί προλάβαμε νά ἐξετάσουμε μόνο τή νυχτερινή ἀνάκρισή Του ἐνώπιον τοῦ Ἄννα: Ἰω. ιη΄ 12-23. Σήμερα θά ἐξετάσουμε τή δεύτερη φάση τῆς θρησκευτικῆς δίκης Του ἐνώπιον τοῦ Καϊάφα. Θά ἔχουμε ὡς βάση μας τό ἁγιογραφικό Ἀνάγνωσμα: Ματθ. κς΄ 57-68. Ἀλλά ἐκ προοιμίου νά ποῦμε ὅτι περιγράφεται ἡ δεύτερη φάση τῆς θρησκευτικῆς δίκης Του καί στό κατά Μᾶρκον ἱερό Εὐαγγέλιο (ιδ΄ 53-65) καί στό κατά Λουκᾶν ἱερό Εὐαγγέλιο (κβ΄ 54-65), ἐνῶ ὁ ἱερός εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἁπλῶς τήν ἀναφέρει (ιη΄ 24).
ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Θά διαβάσουμε τό κείμενο καί τήν ἑρμηνεία τοῦ ἁγιογραφικοῦ Ἀναγνώσματος: Ματθ. κς΄ 57-68.
Α΄ ΜΕΡΟΣ: Ἑρμηνευτικά σχόλια
1. Πρῶτον, γιά νά συνδέσουμε καί μέ τά προηγούμενα, νά ποῦμε ὅτι στήν πρώτη φάση τῆς δίκης ὁ Ἄννας δημοσίως δέν ἀνακοίνωσε καμιά ἀπόφασή του οὔτε ὑπέρ οὔτε κατά τοῦ Ἰησοῦ, οὔτε διεβίβασε κάποια γραπτή ἐντολή στόν Καϊάφα. Ἀλλά ὑπογείως καί παρασκηνιακῶς ἦταν αὐτός πού κινοῦσε τά νήματα καί προετοίμασε τό ἔδαφος γιά τή δεύτερη φάση τῆς δίκης ἐνώπιον τοῦ Καϊάφα.
2. «Οἱ δέ κρατήσαντες τόν Ἰησοῦν ἀπήγαγον πρός Καϊάφαν» (στίχ. 57). Ὅταν λέει τό ἱερό κείμενο ὅτι τόν ἔφεραν ἀπό τόν Ἄννα στόν Καϊάφα, μήν ὑποθέσετε ὅτι τόν πῆγαν κάπου μακριά. Τό ἴδιο κτήριο ἦταν, μέ τήν ἴδια αὐλή καί γιά τούς δύο ἀρχιερεῖς. Ἁπλῶς τόν ἔφεραν ἀπό τή μία αἴθουσα τοῦ δικαστηρίου στήν ἄλλην, ἀπό τόν ἕνα ἀρχιερέα στόν ἄλλον.
3. Τή νύχτα ἐκείνη στήν αὐλή τοῦ ἀρχιερέως ἔλαβε χώρα καί ἡ ἄρνηση τοῦ Πέτρου (στίχ. 58). Στό φετινό θέμα τῶν Παθῶν δέν θά ἀναφερθοῦμε στίς ἀρνήσεις τοῦ Πέτρου, ἀλλά θά ἐπικεντρώσουμε ὅλη τήν προσοχή μας στή δεύτερη φάση τῆς δίκης.
4. Ὁ ἀρχιερέας Καϊάφας ἦταν ὁ κύριος δικαστής σ᾿ αὐτή τή φάση τῆς δίκης, ἀλλά προσῆλθαν καί μέλη τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Συνεδρίου, «ὅπου οἱ γραμματεῖς καί οἱ πρεσβύτεροι συνήχθησαν» (στίχ. 57).
5. Ὅλοι αὐτοί «ἐζήτουν ψευδομαρτυρίαν κατά τοῦ Ἰησοῦ ὅπως θανατώσωσιν αὐτόν, καί οὐχ εὗρον» (στίχ. 59-60). Γιά νά πάρουν ἀπόφαση νά φονεύσουν τόν Κύριό μας, ἔπρεπε νά στηριχθοῦν σέ μιά κατηγορία πού νά δικαιολογεῖ τόν φόνο. Τέτοια κατηγορία δέν ἔβρισκαν καί «ἐζήτουν ψευδομαρτυρίαν κατά τοῦ Ἰησοῦ». Τί φοβερό κατάντημα δίκης, νά ἀναζητοῦν ψευδομάρτυρες καί ψευδομαρτυρίες, πάνω στίς ὁποῖες ἤθελαν νά στηρίξουν τήν καταδικαστική ἀπόφαση τους κατά τοῦ Ἰησοῦ σέ θάνατο!
6. «καί πολλῶν ψευδομαρτύρων προσελθόντων, οὐχ εὗρον» (στίχ. 60). Προσῆλθαν πολλοί ψευδομάρτυρες νά καταθέσουν, ἀλλά οἱ ψευδομαρτυρίες πού κατέθεταν δέν συμφωνοῦσαν μεταξύ τους. Ἡ ἀσυμφωνία τῶν ψευδοκατηγοριῶν ἔφερε σέ πολύ δύσκολη θέση τόν Καϊάφα ὡς πρός τό νά ἐκδώσει καταδικαστική ἀπόφαση σέ θάνατο «κατά τοῦ Ἰησοῦ», διότι τό Δευτερονόμιο ὅριζε τά ἑξῆς: «Ἐπί δυσί μάρτυσιν ἤ ἐπί τρισί μάρτυσιν ἀποθανεῖται ὁ ἀποθνῄσκων· οὐκ ἀποθανεῖται ἐφ᾿ ἑνί μάρτυρι» (Δευτ. ιζ΄ 6). Γιά νά καταδικασθεῖ κάποιος σέ θάνατο καί νά θανατωθεῖ, πρέπει νά ὑπάρχουν ἐναντίον του καταθέσεις τουλάχιστον δύο ἤ τριῶν μαρτύρων. Μέ τήν κατάθεση ἑνός μόνο μάρτυρα δέν πρέπει νά θανατώνεται κανείς.
7. Ἔπρεπε λοιπόν νά βρεθοῦν δύο ἤ τρεῖς ψευδομάρτυρες, πού νά καταθέσουν στό δικαστήριο τίς ἴδιες ψευδεῖς μαρτυρίες. «Ὕστερον δέ προσελθόντες δύο ψευδομάρτυρες εἶπον· οὗτος ἔφη, δύναμαι καταλῦσαι τόν ναόν τοῦ Θεοῦ καί διά τριῶν ἡμερῶν οἰκοδομῆσαι αὐτόν» (στίχ. 60-61). Ὕστερα ἀπό πολλές προσπάθειες πού ἔκαναν καί δέν ἐπετύγχαναν, παρουσιάστηκαν μπροστά στό δικαστήριο δύο ψευδομάρτυρες καί εἶπαν: Αὐτός εἶπε: Μπορῶ νά γκρεμίσω τόν ναό τοῦ Θεοῦ καί μέσα σέ τρεῖς ἡμέρες νά τόν ξαναχτίσω.
Ὁ Χριστός, ὅταν ἔδιωξε τούς ἐμπόρους ἀπό τόν ναό τοῦ Σολομῶντος, δέν τούς εἶπε: «δύναμαι καταλῦσαι τόν ναόν τοῦ Θεοῦ», ἀλλά τούς εἶπε: «λύσατε τόν ναόν τοῦτον», ἐννοώντας ὅτι θά τόν σταυρώσουν. Οὔτε εἶπε: «καί διά τριῶν ἡμερῶν (δύναμαι) οἰκοδομῆσαι αὐτόν», ἀλλά εἶπε: «καί ἐν τρισίν ἡμέραις ἐγερῶ αὐτόν» (Ἰω. β΄ 19). Δηλαδή, μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες θά ἀναστηθῶ. Ἑπομένως, κατέθεσαν οἱ δύο αὐτοί ψευδομάρτυρες ψεύτικη κατηγορία. Ἀλλά οὔτε κι αὐτή τήν κατηγορία τήν κατέθεσαν μέ τά ἴδια ἀκριβῶς λόγια. «Οὐδέ οὕτως ἴση ἦν ἡ μαρτυρία αὐτῶν» (Μάρκ. ιδ΄ 59). Ὅταν κλήθηκαν «κατ᾿ ἀντιπαράστασιν» νά βεβαιώσουν τήν κατηγορία τους κατά τοῦ Ἰησοῦ, δέν θυμόνταν καλά αὐτά πού τούς δασκάλεψαν οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων νά ποῦν καί περιέπεσαν σέ ἀντιφάσεις.
8. «καί ἀναστάς ὁ ἀρχιερεύς εἶπεν αὐτῷ» (στίχ. 62). Ὁ ἀρχιερέας Καϊάφας βρέθηκε πάλι σέ ἀδιέξοδο. Πάνω στήν ἀμηχανία του πιάστηκε ἀπό τό ὅτι «ὁ Ἰησοῦς ἐσιώπα». Σηκώθηκε ὄρθιος καί μέ προσποιητή ἀγανάκτηση τοῦ εἶπε: «οὐδέν ἀποκρίνῃ; Τί οὗτοι σοῦ καταμαρτυροῦσιν;» Δέν ἔχεις νά ἀποκριθεῖς τίποτε; Τί εἶναι αὐτά πού σέ κατηγοροῦν αὐτοί; (στίχ. 62).
9. «ὁ δέ Ἰησοῦς ἐσιώπα» (στίχ. 63). Ὁ Κύριος δέν ἀπάντησε στίς ψευδεῖς καί ἀνυπόστατες κατηγορίες. Πρῶτον, διότι ἦταν ἀνώφελο νά μιλήσει, ἐφόσον ἡ ἀπόφαση τοῦ θανάτου Του εἶχε ἤδη ληφθεῖ. Δεύτερον, διότι τρία χρόνια τούς δίδασκε, ἐπιτελοῦσε θαύματα καί δέν πείσθηκαν. Ἑπομένως οὔτε καί τώρα εἶχαν διάθεση νά πεισθοῦν. Καί τρίτον, διότι βάδιζε στό ἑκούσιο Πάθος Του «ὡς ἀμνός ἐναντίον τοῦ κείραντος αὐτόν ἄφωνος» (Ἡσ. νγ΄ 7).
10. Τότε ὁ Καϊάφας πρόσθεσε μέ θυμό: «ἐξορκίζω σε κατά τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος ἵνα ἡμῖν εἴπῃς εἰ σύ εἶ ὁ Χριστός ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ» (στίχ. 63). Σέ ἐξορκίζω στό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ζεῖ καί τιμωρεῖ τούς ἐπίορκους, νά μᾶς πεῖς ἄν εἶσαι ἐσύ ὁ Χριστός, ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ.
11. «Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· σύ εἶπας» (στίχ. 64) Τό εἶπες ἐσύ ὅτι εἶμαι ὁ Χριστός. Ἤ, ὅπως τό διατύπωσες στήν ἐρώτησή σου, ἔτσι ἀκριβῶς εἶναι». Ἤ, «Ἐγώ εἰμι», ὅπως τό διατυπώνει ὁ ἱερός εὐαγγελιστής Μᾶρκος. Μάλιστα, εἶμαι Αὐτός πού εἶπες. Εἶμαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. «πλήν λέγω ὑμῖν, ἀπ᾿ ἄρτι ὄψεσθε τόν υἱόν τοῦ ἀνθρώπου καθήμενον ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως καί ἐρχόμενον ἐπί τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ» (στίχ. 64). Σᾶς λέω ὅτι σύντομα θά δεῖτε τόν υἱό τοῦ ἀνθρώπου, τόν Θεάνθρωπο Μεσσία, νά κάθεται στά δεξιά τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ καί νά ἔρχεται πάνω στά σύννεφα τοῦ οὐρανοῦ ὡς ἔνδοξος Κριτής.
12. Τότε ὁ ἀρχιερέας ἔσχισε τά ροῦχα του, γιά νά ἐκδηλώσει ὑποκριτικά τήν ἀγανάκτηση καί τήν ἀποδοκιμασία του, γιά τή φρικτή δῆθεν βλασφημία πού ἀκούστηκε καί εἶπε ἐπιτιμητικά: Ὁ κατηγορούμενος βλασφήμησε. Τί μᾶς χρειάζονται πλέον μάρτυρες; Νά μόλις τώρα ἀκούσατε τή βλασφημία. Τί γνώμη ἔχετε; Κι αὐτοί ἀποκρίθηκαν: «Ἔνοχος θανάτου ἐστί» (στίχ. 65-66).
Στό σημεῖο αὐτό ἡ δίκη οὐσιαστικά τελείωσε. Μέ μιά σύντομη ἐρώτηση καί μιά σύντομη ἀπάντηση διά βοῆς. Ὅλες οἱ ἐνέργειες τῶν δικαστῶν τῆς πολύκροτης αὐτῆς δίκης δείχνουν ὅτι Τόν εἶχαν τόν Κύριό μας προαποφασισμένο γιά θάνατο. Τήν ἀπόφασή τους τήν πῆραν μία μέ τρεῖς τά μεσάνυχτα.
13. Ἔπειτα οἱ δικαστές ἀποσύρθηκαν νά ξεκουραστοῦν δυό – τρεῖς ὧρες καί τόν Χριστό Τόν παρέλαβαν οἱ ὑπηρέτες τους, γιά νά Τόν ταπεινώσουν καί νά Τόν ἐξευτελίσουν. «Τότε ἐνέπτυσαν εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ καί ἐκολάφισαν αὐτόν, οἱ δέ ἐρράπισαν λέγοντες· προφήτευσον ἡμῖν, Χριστέ, τίς ἐστιν ὁ παίσας σε;» (στίχ. 67-68). Τόν ἔφτυναν στό πρόσωπο, Τόν χτυποῦσαν στόν αὐχένα, καί Τόν χαστούκιζαν καλύπτοντας τό πρόσωπό Του μέ μαντήλι καί λέγοντας: Προφήτευσέ μας, Χριστέ, ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού Σέ χτύπησε;
Β΄ ΜΕΡΟΣ: Σχόλια ἐπί τῆς δίκης
1. Ἡ δίκη αὐτή δέν ἦταν σωστή δίκη, ἀλλά παρωδία δίκης. «Οὐχί δικαστήριον, ἀλλά σύστασις καί τυραννίς τά γενόμενα»! Στήν πραγματικότητα ἦταν ἔφοδος ἀπό ληστές! θά πεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος.
2. Ἐπίσης ἦταν παράνομη δίκη γιά ἕνδεκα λόγους: α) Διότι ἔγινε τή νύχτα. Δέν ἐπιτρέπεται νά γίνονται δίκες τή νύχτα. β) Διότι ἐξέτασαν τόν Χριστό χωριστά ὁ Ἄννας καί ὁ Καϊάφας. Ὁ Ἰουδαϊκός νόμος προέβλεπε δύο δικαστές νά βρίσκονται στήν ἕδρα τήν ὥρα τῆς δίκης. γ) Διότι ἡ δίκη ἄρχισε χωρίς μηνύσεις ἐναντίον τοῦ κατηγορουμένου, πράγμα ἀπαραίτητο γιά τή νομιμοποίηση κάθε δίκης. δ) Διότι ὁ Καϊάφας εἶπε στόν Χριστό: Σέ ἐξορκίζω στό ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή, προσπάθησε νά Τόν ἐκβιάσει νά ἐνοχοποιήσει τόν Ἑαυτό του. ε) Διότι ἡ ἐξέτασή Του ἄρχισε μέ ἐρώτηση στρεψόδικη, ὅπως ὀνομάζεται. Δηλαδή, ἔψαχναν νά βροῦν ἀπό τά λόγια πού θά τούς ἔλεγε ὁ Χριστός κάποια φράση, στήν ὁποία θά στηρίξουν τήν καταδικαστική τους ἀπόφαση. ς) Κάθε δίκη δέν ἔχει μόνο μάρτυρες κατηγορίας, ἔχει καί μάρτυρες ὑπερασπίσεως. Τόν Χριστό Τόν δίκασαν χωρίς μάρτυρες ὑπερασπίσεως. ζ) Οἱ μάρτυρες κατηγορίας δέν ἐπιτρεπόταν νά καταθέτουν συγχρόνως, γιά νά μήν ἀκούει ὁ ἕνας τί λέει ὁ ἄλλος. Αὐτοί τούς ἔβαλαν νά καταθέσουν μαζί. Ἀλλά καί πάλι δέν θυμόνταν ὁ ἕνας τί εἶπε ὁ ἄλλος. η) Ὁ δικαστής ἔπρεπε νά εἶναι φιλάνθρωπος καί εὐγενικός πρός τόν κατηγορούμενο. Ὁ Καϊάφας ἦταν ὑβριστικός. θ) Δέν ἐξακριβώθηκε ἡ ἠθική ἀκεραιότητα τῶν μαρτύρων, οὔτε τούς ἔβαλαν νά ὁρκισθοῦν, ὅπως τό προέβλεπε ὁ Μωσαϊκός νόμος. ι) Ἄν οἱ μάρτυρες καταθέτουν ψεύτικες κατηγορίες, βάσει τοῦ νόμου τιμωροῦνται. Σ᾿ αὐτή τή δίκη οἱ ἴδιοι οἱ δικαστές ἔψαξαν καί βρῆκαν ψευδομάρτυρες καί οἱ ἴδιοι οἱ δικαστές τούς δασκάλεψαν ποιές ψευδομαρτυρίες νά καταθέσουν. ια) Κάποιοι ἀπό τούς ὑπηρέτες χαστούκισαν τόν Χριστό. Αὐτό ἀπαγορεύεται αὐστηρά νά γίνεται στίς δίκες σέ βάρος ὁποιουδήποτε κατηγορουμένου.
3. «Ἐνέπτυσαν εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ». Ποιόν φτύνετε, ἄνθρωποι; Αὐτόν πού Τόν εἶδε ἡ θάλασσα καί ἡσύχασε ἀπό τό κύμα της! Αὐτόν πούΤόν εἶδε ὁ ἥλιος ἐπάνω στόν Σταυρό καί ἔκρυψε τίς ἀκτίνες του!
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ (προσευχή)
Ὦ Κύριε, οἱ ἄνομοι διά βοῆς Σέ κατεδίκασαν σέ θάνατο, ἐμεῖς ὅμως ὡς εὐγνώμονες ἀκόλουθοί Σου, «προσκυνοῦμεν Σου τά Πάθη Χριστέ, δεῖξον ἡμῖν καί τήν ἔνδοξόν Σου Ἀνάστασιν»!
ΣΥΝΘΗΜΑ
«Προσκυνοῦμεν Σου τά Πάθη Χριστέ…»
Τό ἑπόμενο θέμα μας θά εἶναι ἁγιογραφικό, τό ἀναστάσιμο: Ἰω. κ΄ 1-10 & Λουκ. κδ΄ 33-35 & Α΄ Κορ. ιε΄ 3-5.