24. «Εἰσῆλθε… εἰς τό μνημεῖον καί εἶδε καί ἐπίστευσεν»

Μεταφορτώσεις

Θέμα για τους κυκλάρχες

 

Χριστός Ἀνέστη!
«Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ, καί τά καταχθόνια· ἑορταζέτω γοῦν πᾶσα κτίσις, τήν ἔγερσιν Χριστοῦ, ἐν ᾗ ἐστερέωται». Ὑπέροχα πράγματι τά ἀναστάσιμα τροπάρια! Μᾶς βοηθοῦν νά ζοῦμε καλύτερα τόν θρίαμβο τοῦ Ἀναστάντος ἐπί τοῦ θανάτου. Μέ τούς ὕμνους αὐτούς, γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, «ἠθέλησε νά λαμπρύνῃ τήν λαμπράν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου… ὁ λαμπρός τῷ βίῳ καί λαμπρότερος τῷ λόγῳ καί λαμπρότατος τήν ψυχήν Ἰωάννης (ὁ Δαμασκηνός)… καθώς ἡ ἡμέρα τοῦ Πάσχα εἶναι ἡ ἑορτή τῶν ἑορτῶν… καί ἡ λαμπροτέρα ἡμέρα τῶν ἄλλων» («Ἑρτοδρόμιον»). Καί ὁ Ὀρθόδοξος λαός μας ἐξάλλου τήν ὀνομάζει «Λαμπρή». Ἄς μεταφερθοῦμε λοιπόν νοερά σ’ ἐκείνη τή «μίαν τῶν Σαββάτων».

Μελέτη περικοπῆς: Ἰω. κ΄ 1-10.
1. Πρῶτον, γίνεται λόγος γιά τήν ἁγία Μαρία τή Μαγδαληνή, ἡ ὁποία ἦλθε «πρωΐ σκοτίας ἔτι οὔσης εἰς τό μνημεῖον». Ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος γράφει ὅτι ἡ Μαγδαληνή μέ τίς ἄλλες Μυροφόρες ἦλθαν «ἐπί τό μνημεῖον ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου», ἐνῶ ἐδῶ ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης γράφει «σκοτίας ἔτι οὔσης». Οἱ Ἑρμηνευτές σημειώνουν ὅτι ἔγιναν περισσότερες ἀπό μία ἐπισκέψεις τῶν Μυροφόρων στόν Τάφο. Ἡ Μαγδαληνή πῆγε πιθανόν καί μόνη της νωρίτερα καί κατόπιν μέ ἄλλες. Ὁ ἀείμνηστος Ἀρχιμ. π. Γεώργιος Δημόπουλος στό ὑπέροχο βιβλίο του «Ὁ Νικητής τοῦ θανάτου» γράφει: «Δέν εἶναι ἀπίθανον νά ἐπραγματοποίησε νυκτερινήν ἐπίσκεψιν ἡ Μαρία εἰς τό μνημεῖον, νά εἰδοποίησε τούς μαθητάς περί τοῦ κενοῦ τάφου καί ἀργότερον μαζί μέ τάς ἄλλας μυροφόρους νά ἐπραγματοποίησε καί δευτέραν ἐπίσκεψιν» (1977, σελ. 40).

Νά ἐμβαθύνουμε κάπως στή συμπεριφορά αὐτή τῆς ἁγίας Μαγδα­ληνῆς. Δέν τήν «ἔπιανε ὕπνος», ὅπως λέμε, καί ἐνῶ δέν εἶχε φω­τίσει ἀκόμη ὁ ἥλιος, ἦλθε στόν Τάφο. Ἦταν ἀκίνδυνο αὐτό πού ἔκανε; Ἀσφαλῶς ὄχι. Καί ὅμως ἀψήφησε κάθε κίνδυνο καί μέ αὐταπάρνηση ἔσπευσε στό μνημεῖο. Τί φανερώνει αὐτό; Τόν ζῆλο της, τήν ἀφοσίωση, τήν ἀγάπη καί τή θερμή εὐγνωμοσύνη της. Αἰσθανόταν ὅτι ἦταν πολύ ὑποχρεωμένη ἀπέναντί Του καί «δέν ἀρκοῦσαν ὅσα τοῦ προσέφερεν, ὅταν ἔζη. Πρέπει καί τώρα πού εἶναι νεκρός εἰς τό μνημεῖον, νά ἐκδηλώσῃ τήν εὐγνωμοσύνην καί τήν λατρείαν της ἀπέναντί Του» (ὅ.π., σελ. 40-41).

Παράδειγμα αἰώνιο γιά ὅλους μας. Παράδειγμα ἀφοσιώσεως, λατρείας καί ἰσόβιας εὐγνωμοσύνης πρός Ἐκεῖνον, ὁ Ὁποῖος μέ τή σταυρική Του θυσία καί τήν Ἀνάστασή Του μᾶς λύτρωσε ἀπό τόν τυραννικό ζυγό τῆς ἁμαρτίας καί τόν θάνατο καί ἄνοιξε γιά χάρη μας τόν Παράδεισο (βλ. καί Κολασ. α΄ 21-22). Πόσα δέν ἔκαμε πράγματι καί γιά τόν καθένα μας ἰδιαιτέρως! Εἶναι τόσο πολλά αὐτά πού Τοῦ ὀφείλουμε, ὥστε, ὅπως λένε «οἱ Χαιρετισμοί», «ἰσαρίθμους τῇ ψάμμῳ ᾠδάς ἄν προσφέρωμεν» σ᾿ Ἐκεῖνον, «οὐδέν τελοῦμεν ἄξιον ὧν δέδωκεν ἡμῖν».

2. Τί ἔκανε ἡ ἁγία Μαγδαληνή, ὅταν εἶδε ἀνοικτό τόν Τάφο; Δέν φαντάσθηκε βεβαίως ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Κύριος. Δέν ἦλθε στόν νοῦ της τή στιγμή ἐκείνη ἡ πρόρρηση τοῦ Κυρίου γιά τήν «ἐκ νεκρῶν» Ἀνάστασή Του. Δέν εἶχε συμβεῖ ἄλλωστε ποτέ κάτι ἀνάλογο. Δέν εἶχε κατέλθει ἀκόμη τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὥστε μέ τόν φωτισμό Του νά καταλάβει τί εἶχε συμβεῖ. Ἡ κατανόηση τῶν προρρήσεων τοῦ Κυρίου γιά τόν θάνατο καί τήν Ἀνάστασή Του ἔγινε μετά τήν Πεντηκοστή. Ἡ πιστή καί ἀφοσιωμένη Μαθήτρια, ὅταν εἶδε ἀποκυλισμένο τόν λίθο ἀπό τή θύρα τοῦ μνημείου, κυριεύθηκε ἀπό ἀνησυχία καί ταραχή. Δέν ἀναφέρει ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής ὅτι εἰσῆλθε στόν Τάφο.

Ποιά ἦταν ἡ ἀνησυχία της; Ἐφόσον ἦταν ἀνοικτό τό μνημεῖο, τό ὁποῖο τό εἶχε δεῖ προηγουμένως σφραγισμένο, σκέφθηκε ὅτι κάτι θά ἔκαναν οἱ σκληροί Ἑβραῖοι στό σῶμα τοῦ Διδασκάλου. Κάπου θά τό μετέφεραν. Κάτι ἐπιπλέον θά σχεδίασαν εἰς βάρος Του. Ἐκείνη τή στιγμή ἐκδηλώθηκε ἡ ἀδύναμη γυναικεία φύση της καί φοβήθηκε. Φοβήθηκε γιά τόν ἑαυτό της; Ὄχι! Τό ἀπέδειξε, εἴπαμε, μέ τό ὅτι εἶχε ἔλθει στόν ἐπικίνδυνο ἐκεῖνο τόπο τοῦ Γολγοθᾶ «σκοτίας ἔτι οὔσης». Φοβήθηκε γιά τό σῶμα τοῦ Λατρευτοῦ της Διδασκάλου. Δέν μποροῦσε νά πιστεύσει τή στιγμή ἐκείνη ὅτι καί νεκρός στόν Τάφο ὁ Θεάνθρωπος ἦταν ὁ Παντοκράτορας. Ὅτι «ἡ κουστωδία μάτην ἐφύλασσε» τόν Τάφο Ἐκείνου, ὁ Ὁποῖος ἦταν ἡ «αὐτοζωΐα», καί δέν ἦταν δυνατόν νά «κρατῆται ὑπό τοῦ θανάτου ὁ ἀρχηγός τῆς ζωῆς».

Παρά τήν ταραχή της ὅμως ἐνήργησε μέ σύνεση καί ἐνημέρωσε τούς δύο Μαθητές Πέτρο καί Ἰωάννη, «τόν μέν ὡς κορυφαῖον, τόν δέ ὡς ἠγαπημένον», σημειώνει ὁ ἑρμηνευτής Ζιγαβηνός. Γιατί τούς ἐνημέ­ρωσε; Γιά νά κινηθοῦν μέ τήν ἀνδρική ψυχραιμία καί δύναμή τους καί νά φροντίσουν γιά τό σῶμα τοῦ Διδασκάλου.

3. Τί ἔκαναν οἱ δύο Μαθητές, ὅταν ἄκουσαν τήν εἴδηση; Ἔσπευσαν ἀμέσως καί «ἤρχοντο εἰς τό μνημεῖον». Τό ἱερό Κείμενο ὅμως ἔχει καί ὁρισμένες χαρακτηριστικές λεπτομέρειες, οἱ ὁποῖες ἀφενός φανερώνουν ὅτι τά γράφει κάποιος αὐτόπτης μάρτυρας, ἀφετέρου περικλείουν διδάγματα σπουδαῖα. Ἄραγε μόνο λόγῳ διαφορᾶς ἡλικίας ὁ Ἰωάννης «προέδραμε τάχιον τοῦ Πέτρου», ἤ μήπως ὑπάρχει καί βαθύτερος λόγος; Ὁ ἠγαπημένος Μαθητής εἶχε πολλή ἀγάπη μέσα του γιά τόν Κύριο καί ἡ ἀγάπη αὐτή ἔδινε φτερά στά πόδια του. Τά βήματα ἀντίθετα τοῦ Πέτρου βάρυναν κάπως περισσότερο καί μέ τή σκέψη καί ἀνάμνηση τῆς ἀρνήσεως. Θά σκεπτόταν, ὅπως ἀναφέρει ἕνας ὕμνος: «ἆρα καλέσει με τοῦ λοιποῦ μαθητήν ἤ πάλιν δείξει με ἁλιέα βυθοῦ;»

Γιατί, ὅταν ἔφθασε πρῶτος ὁ Ἰωάννης στόν Τάφο, δέν εἰσῆλθε ἀμέσως σ’ αὐτόν; Μόνο ἀπό εὐγένεια ἔναντι τοῦ μεγαλύτερου Πέτρου; Ἡ ἐπικρατέστερη ἄποψη εἶναι ὅτι «ὁ φόβος τόν ἐκράτησεν ἔξω ἀπό τόν τάφον… Ὁ ἴδιος γράφει διά τόν ἑαυτόν του ὅτι ἐδειλίασε καί δέν εἶχε τήν τόλμην νά εἰσέλθῃ εἰς τό μνημεῖον… Αὐτό θά πεῖ φιλαλήθεια καί εἰλικρίνεια τῶν ἱερῶν Εὐαγγελιστῶν. Δέν ἐκθέτουν μόνον τά ὅσα διά τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ κατώρθωσαν. Ἐκθέτουν καί τάς ἀδυναμίας των καί τάς πτώσεις των» (ὅ.π., σελ. 51).

Ἀντίθετα ὁ Πέτρος, θέλοντας πιθανόν νά «ξεπλύνῃ» καί τήν ντροπή του λόγῳ τῆς ἀρνήσεώς του, εἰσῆλθε μέ ἀφοβία στόν Τάφο. Ἔδειξε ἀνδρεία, ψυχραιμία, σταθερότητα καί ἀποφασιστικότητα, τά ὁποῖα ἐκδήλωναν, κατά κάποιον τρόπο, καί τή μετάνοιά του γιά τήν πτώση του. Αὐτά δέ τά συστατικά τῆς γενναίας ἐν Χριστῷ ζωῆς ἦταν πλέον μέχρι τό τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς του γνωρίσματα χαρακτηριστικά τῆς ὅλης βιοτῆς του.

4. Τί εἶδαν καί οἱ δύο ἅγιοι Μαθητές μέσα στόν Τάφο καί ἀσφαλῶς ἀπόρησαν καί πίστεψε ὁ Ἰωάννης γι᾿ αὐτό ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Κύριος, ὅπως γράφει ὁ ἴδιος γιά τόν ἑαυτό του; Ὁμιλεῖ γιά τόν ἑαυτό του ἀποφεύγοντας νά ἀναφέρει τίς ἐντυπώσεις τοῦ Πέτρου ἀπό τή θέα τοῦ κενοῦ μνημείου. Εἶδαν «τά ὀθόνια κείμενα, καί τό σουδάριον, ὅ ἦν ἐπί τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, οὐ μετά τῶν ὀθονίων κείμενον, ἀλλά χωρίς ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα τόπον». Ὅπως σημειώνει στό Ὑπόμνημά του ὁ ἀείμνηστος Καθηγητής Π. Ν. Τρεμπέλας, «τό ἀναστάν σῶμα χωρίς νά θέσῃ εἰς ἀταξίαν τά ἐντάφια σπάργανα ἀπέθεσεν αὐτά κατά γῆς εἰς τήν ἀρχικήν των θέσιν».

Γιατί ἡ θέση αὐτή τῶν ὀθονίων (νεκρικῶν ἐπιδέσμων) καί τοῦ σουδαρίου (νεκρικοῦ φακιολίου) συνετέλεσε στό νά ἐκπλαγοῦν οἱ Μαθητές; Ἡ θέση τους αὐτή ἀπέκλειε τήν κλοπή τοῦ σώματος καί βεβιασμένες κινήσεις. «Ἄν κάποιο ἄγνωστον πρόσωπον παρεβίαζε τόν τάφον, μέ σκοπόν νά ἀφαιρέσῃ ἀπό ἐκεῖ τό σῶμα τοῦ Λυτρωτοῦ, εἷναι ὅλως ἀπίθανον ὅτι θά ἀφαιροῦσε τά μέ πολλήν δυσκολίαν ἀφαιρούμενα ὀθόνια, ἀφοῦ ἦσαν πολύ σφιχτά προσκεκολλημένα εἰς τό σῶμα διά τῶν ἀρωμάτων, ἀλλά θά ἔπαιρνε τόν νεκρόν ὅπως ἦτο, μαζί δηλαδή μέ τά ὀθόνια. Τώρα ὅμως ἡ θέσις τῶν ὀθονίων εἶναι τοιαύτη, ὥστε νά φανερώνῃ, ὅτι τό σῶμα τρόπον τινά διωλίσθησε διά μέσου αὐτῶν καί ἠλευθερώθη ἀπό αὐτά, ἀπορριφθέντος καί τοῦ σουδαρίου ἀπό τῆς κεφαλῆς. Ἦτο λοιπόν καί ἡ θέσις καί ἡ διάταξις τῶν ὀθονίων δηλωτική τοῦ συντελεσθέντος θαύματος» (ὅ.π., σελ. 53-64). Αὐτά ἦταν «σημεῖα τῆς ἀναστάσεως ἀναμφίβολα», σημειώνει ὁ ἑρμηνευτής Ζιγαβηνός.

«Ἀπό τούτου τῇ ἀναστάσει ἐπίστευσαν» οἱ Μαθητές, γράφει ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Καί ὁ μέν Ἰωάννης «ἰδών τά ὀθόνια κείμενα, οὐδέν πλέον πολυπραγμονεῖ», ὁ δέ Πέτρος «ἅπαντα κατώπτευσεν ἀκριβῶς… καί τότε οὗτος ἐπί τῇ θέᾳ παρεκλήθη» (ΕΠΕ 14, 684-686). Ὁ καθένας φέρθηκε ἀνάλογα μέ τόν χαρακτήρα του. Καί οἱ δύο ὅμως εἶδαν καί ἀντιλήφθηκαν ὅτι βρίσκονταν πρό θαυμαστοῦ γεγονότος, τό ὁποῖο ἦταν ἀνεξήγητο ἀνθρωπίνως. Αὐτό πού ἔβλεπαν ἐμπρός τους τούς ἔπειθε ὅτι δέν ἐκλάπη τό σῶμα τοῦ Κυρίου καί ὅτι «ἐπερίττευε πλέον πᾶσα ἔρευνα περί τοῦ σώματος» (Ὑπόμνημα). Εἶχαν πλέον λογικό πειστήριο γιά τό τρισμέγιστο θαῦμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, γιά τήν ὁποία εἶχαν μέν ἀκούσει τόν Διδάσκαλό τους, ἦταν ὅμως ἀνίκανοι νά τήν κατανοήσουν. Τώρα βλέπουν καί βεβαιώνονται ὅτι ἀναστήθηκε.

Οἱ δύο Μαθητές μέ τή Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ρίχθηκαν κατόπιν μέ ἐνθουσιασμό καί αὐταπάρνηση στό ἱερώτατο ἔργο τῆς μεταλαμπαδεύ­σεως τοῦ φωτός τῆς Ἀναστάσεως σέ ὅλο τόν κόσμο. Ὑπέγραψαν δέ τε­λικά τό κήρυγμά τους αὐτό ὁ μέν Ἰωάννης μέ ἐξορία, ὁ δέ Πέτρος μέ σταυ­ρικό θάνατο. Ἀπόδειξη γιά τό ὅτι εἶχαν πεισθεῖ ἀπολύτως ὅτι ὁ Χρι­στός ἀνέστη!

ΣΥΝΘΗΜΑ: «Εἰσῆλθε… εἰς τό μνημεῖον καί εἶδε καί ἐπίστευσεν» (Ἰω. κ΄ 8).