Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 5 Μαΐου 2024, Κυριακή τοῦ Πάσχα (Πράξ. α΄ 1-8 )
Τὸν μὲν πρῶτον λόγον ἐποιησάμην περὶ πάντων, ὦ Θεόφιλε, ὧν ἤρξατο ὁ ᾿Ιησοῦς ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν ἄχρι ἧς ἡμέρας ἐντειλάμενος τοῖς ἀποστόλοις διὰ Πνεύματος Ἁγίου οὓς ἐξελέξατο ἀνελήφθη· οἷς καὶ παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις, δι᾿ ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς καὶ λέγων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. καὶ συναλιζόμενος παρήγγειλεν αὐτοῖς ἀπὸ ῾Ιεροσολύμων μὴ χωρίζεσθαι, ἀλλὰ περιμένειν τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρὸς ἣν ἠκούσατέ μου· ὅτι ᾿Ιωάννης μὲν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δὲ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ οὐ μετὰ πολλὰς ταύτας ἡμέρας. οἱ μὲν οὖν συνελθόντες ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες· Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀποκαθιστάνεις τὴν βασιλείαν τῷ ᾿Ισραήλ; εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ, ἀλλὰ λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ ᾿Ιουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς.
Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ
«Ἔσεσθέ μοι μάρτυρες»
Πάσχα! Ἡ πιὸ λαμπρὴ ἡμέρα τοῦ ἔτους, ἡμέρα βγαλμένη ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα! Οἱ ἱεροὶ Ναοί μας στολισμένοι στὰ λευκά, λουσμένοι στὸ ἀναστάσιμο φῶς ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸ κενὸ Μνημεῖο, ἀντηχοῦν τὸν νικητήριο παιάνα «Χριστὸς ἀνέστη», τὸν ὁποῖο δὲν χορταίνουμε νὰ ἐπαναλαμβάνουμε οἱ πιστοί. Ἡ μικρὴ αὐτὴ φράση, οἱ δύο αὐτὲς λέξεις αἰῶνες τώρα ἐκπληρώνουν τὴν παραγγελία ποὺ ἔδωσε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές του, τὴν ὁποία ἀκούσαμε στὴν ἀποστολικὴ περικοπὴ τῆς ἀναστάσιμης θείας Λειτουργίας: «Ἔσεσθέ μοι μάρτυρες». Θὰ γίνετε μάρτυρες δικοί μου καὶ στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἰουδαία καὶ στὴ Σαμάρεια, μέχρι καὶ τὸ τελευταῖο καὶ πιὸ ἀπομακρυσμένο σημεῖο τῆς γῆς.
Ἂς δοῦμε λοιπὸν στὴ συνέχεια ὅτι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἦταν τὸ περιεχόμενο τῆς μαρτυρίας τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καὶ εἶναι ἡ διαρκὴς μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας μας.
1. Ἡ μαρτυρία τῶν ἁγίων Ἀποστόλων
Τὰ ὅσα εἶδαν καὶ ἄκουσαν κοντὰ στὸν Κύριο οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι στὰ χρόνια ποὺ ἔζησαν μαζί Του, ἀσφαλῶς σφράγισαν ἀνεξίτηλα τὴν ψυχή τους. Αὐτὰ περιέγραψαν στὰ κηρύγματα ποὺ ἔκαναν κατὰ τὶς περιοδεῖες τους. Αὐτὰ ἐξιστοροῦν στὰ κείμενά τους, ποὺ περιλαμβάνονται στὴν Καινὴ Διαθήκη. Τὸ κήρυγμά τους πάντα κατέληγε στὸ ἴδιο συμπέρασμα, ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἀναστήθηκε. Τὸ σωτήριο γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως ἦταν τὸ θεμέλιο, τὸ κέντρο τῆς μαρτυρίας τους. «Εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, κενὸν ἄρα τὸ κήρυγμα ἡμῶν» (Α΄ Κορ. ιε΄ 14), ἐπισημαίνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἂν δὲν ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, δὲν ἔχει κανένα νόημα τὸ κήρυγμά μας.
Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι κήρυξαν τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Ἰουδαίας, ὅπως ἀκριβῶς τοὺς εἶχε προτρέψει ὁ Κύριος. Σκορπίσθηκαν στὴν οἰκουμένη καὶ κάλεσαν Ἰουδαίους καὶ εἰδωλολάτρες νὰ πιστέψουν στὸν ἀναστημένο Χριστό, ὑπομένοντας συχνὰ νηστεῖες, ὁδοιπορίες καὶ κακοπάθειες γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ κηρύγματος. Σὲ πολλὲς μάλιστα περιπτώσεις τὸ ἐπισφράγιζαν μὲ βασανιστήρια καὶ θάνατο μαρτυρικό. Αὐτὸ ἦταν μία ἐπιπλέον ἀπόδειξη τῆς γνησιότητας τοῦ κηρύγματός τους, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Βεβαίωσις τοῦ εὐαγγελίου ἡ ἅλυσις» (PG 63, 499). Οἱ ἁλυσίδες μὲ τὶς ὁποῖες ἦταν δεμένοι καὶ γενικότερα τὰ μαρτυρικὰ ὄργανα βεβαίωναν τὴν ἀλήθεια τοῦ κηρύγματός τους. Ἔγιναν μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ὄχι μόνο μὲ τὴ διδασκαλία τους, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ ἴδιο τους τὸ αἷμα.
2. Ἡ διαρκὴς μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας
«Ἔσεσθέ μοι μάρτυρες», εἶπε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές του. Ἡ προτροπή του αὐτὴ εἶναι ταυτόχρονα καὶ προφητεία, ἡ ὁποία διαρκῶς ἐκπληρώνεται μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας του. Ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια, τὴν ἐποχὴ τῶν διωγμῶν, μέχρι καὶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας δὲν ἔπαψε νὰ δίνει μὲ κάθε τρόπο τὴ μαρτυρία της γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Αὐτὸ βεβαιώνουν τὰ ἑκατομμύρια τῶν ἁγίων Μαρτύρων ποὺ ἀψήφησαν τὶς φυλακές, τὰ θηρία, τὴν ὠμότητα τῶν δημίων καὶ μὲ ζῆλο ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸν ἀναστημένο Χριστό, ἀποβλέποντας στὴν αἰώνια ζωὴ κοντά Του. «Νυνὶ δὲ Χριστὸς ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο» (Α΄ Κορ. ιε΄ 20), σημειώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ βεβαιώνει ὅτι θὰ ἀκολουθήσει καὶ ἡ ἀνάσταση τῶν κεκοιμημένων.
Ἐπὶ 2.000 χρόνια ἡ Ἐκκλησία μας αὐτὴ τὴ μαρτυρία δίνει. Αὐτὸ τὸ κήρυγμα ἐπαναλαμβάνει, παγκόσμιο καὶ ἀναλλοίωτο. Αὐτὸ μαρτυροῦν τὰ πλήθη τῶν πιστῶν ποὺ γεμίζουν τοὺς ἱεροὺς Ναούς μας καὶ ψάλλουν τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», παρὰ τὸν χλευασμὸ ποὺ μέχρι καὶ σήμερα δέχεται ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. Αὐτὸ διασαλπίζουν κάθε Κυριακή, ἡμέρα ποὺ μὲ λαμπρότητα τελεῖται ἡ ἀναστάσιμη θεία Λειτουργία. Αὐτὴ τὴ βαθιὰ πίστη ἐξαγγέλλουν κάθε φορὰ ποὺ ὁμολογοῦν στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν. Καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ θεμελιώνεται τὸ ἱερὸ οἰκοδόμημα τῆς Ἐκκλησίας μας.
Τὴ μαρτυρία τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου καλούμαστε νὰ δίνουμε κι ἐμεῖς μὲ τὴ ζωή μας. Καὶ θὰ τὴ δίνουμε, ὅταν εἶναι ἀναστημένη ἡ ζωή μας· ὅταν μένουμε πιστοὶ στὸ θέλημα τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ καὶ δὲν προσκυνοῦμε τὰ σύγχρονα εἴδωλα· ὅταν πορευόμαστε «ἐν καινότητι ζωῆς» (Ρωμ. Ϛ΄ 4), μὲ νέα ἀναστημένη ζωή, ἐλευθερωμένοι ἀπὸ τὰ πάθη· ὅταν ἀντιμετωπίζουμε μὲ ὑπομονὴ καὶ ἐλπίδα τὶς θλίψεις· ὅταν μένουμε εἰρηνικοὶ ἀπέναντι στὸν θάνατο, προσδοκώντας τὸν Νικητὴ τοῦ θανάτου. Αὐτὴ ἡ ἀναστημένη ζωὴ εἶναι τελικὰ ἡ πιὸ δυνατὴ μαρτυρία ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ζωντανός. Αὐτὸς ἐνδυναμώνει τοὺς πιστούς του καὶ τοὺς ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια χαρὰ τῆς Βασιλείας του.