Τὸ λαμπρότατο ἔνδυμα τοῦ Χριστιανοῦ – Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 7 Ἰουλίου 2024

Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 7 Ἰουλίου 2024, τῆς ἁγίας Κυριακῆς ( Γαλ. γ΄ 23-δ΄ 5)

Ἀδελφοί, πρὸ τοῦ ἐλθεῖν τὴν πίστιν ὑπὸ νόμον ἐφρου­ρού­­μεθα συγκεκλει­σμένοι εἰς τὴν μέλλουσαν πίστιν ἀποκα­λυ­φθῆ­ναι. ὥστε ὁ νόμος παιδαγωγὸς ἡ­μῶν γέγονεν εἰς Χριστόν, ἵνα ἐκ πί­στεως δικαιωθῶμεν· ἐλθούσης δὲ τῆς πίστεως οὐκέτι ὑπὸ παιδαγωγόν ἐ­σμεν. πάντες γὰρ υἱοὶ Θεοῦ ἐστε διὰ τῆς πίστεως ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ· ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε. οὐκ ἔνι ᾿Ιουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ. εἰ δὲ ὑμεῖς Χριστοῦ, ἄρα τοῦ ᾿Αβραὰμ σπέρμα ἐστὲ καὶ κατ᾿ ἐπαγγελίαν κληρονόμοι. Λέγω δέ, ἐφ᾿ ὅσον χρό­νον ὁ κληρονόμος νήπιός ἐστιν, οὐδὲν διαφέρει δούλου, κύριος πάντων ὤν, ἀλλὰ ὑπὸ ἐπιτρόπους ἐστὶ καὶ οἰ­κο­νόμους ἄχρι τῆς προθεσμίας τοῦ πα­­­τρός. οὕτω καὶ ἡμεῖς, ὅτε ἦμεν νήπιοι, ὑπὸ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου ἦμεν δεδουλωμένοι· ὅτε δὲ ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν.

 

ΤΟ ΛΑΜΠΡΟΤΑΤΟ ΕΝΔΥΜΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ

«Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε»

Τὴ μνήμη τῆς ἁγίας ἔνδοξης μεγαλομάρτυρος Κυριακῆς ἑορτάζουμε σήμερα καὶ ἡ ἀποστολικὴ περικο­πὴ τῆς θείας Λειτουργίας ἀναγινώσκεται πρὸς τιμήν της, ἀπὸ τὴν πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Μᾶς παρουσιάζει ἐκεῖ ὁ Ἀπόστολος τὶς μεγάλες δωρεὲς ποὺ χάρισε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς στοὺς ἀνθρώπους. Μεταξὺ ἄλλων μᾶς τονίζει ὅτι, ὅσοι βαπτισθήκαμε στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ πιστεύοντας σ᾿ Ἐκεῖνον ὡς Σωτήρα, ἐνδυθήκαμε τὸν Χριστὸ καὶ ἑνωθήκαμε μαζί Του. Τί σημαίνει, ἀλήθεια, τὸ ὅτι ἔχουμε ἐνδυθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ πῶς θὰ παραμείνει ὁ Κύριος τὸ μόνιμο ἔνδυμα τῆς ψυχῆς μας; Στὰ δύο αὐτὰ ἐρωτήματα θὰ ἑστιάσουμε τὴν προσοχή μας.

1. «Ἐγὼ ἱμάτιον»

Ὅταν οἱ Πρωτόπλαστοι περιφρόνησαν τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ καὶ ὑπέκυψαν στὴν ἁμαρτία, διέκοψαν τὴν ἐπικοινωνία μαζί Του. Ἔχασαν τὴν ἀγαθὴ κλίση πρὸς τὴν ἀρετή. Ἀπώλεσαν τὴ θεοΰφαντη στολὴ τῆς θείας Χάριτος, μὲ τὴν ὁποία τοὺς εἶχε προικίσει ὁ Θεός. Προσπάθησαν δὲ νὰ καλύψουν τὴν αἰσχύνη τους μὲ περιζώματα ἀπὸ φύλλα συκῆς. Θρηνεῖ ὁ Ἀδάμ: «Ἐνδέδυμαι διερρηγμένον χιτῶνα, ὃν ἐξυ­φάνατό μοι ὁ ὄφις τῇ συμβουλῇ, καὶ καταισχύνομαι» (βλ. ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης, Μέγας Κανών). Ἐγὼ ποὺ μὲ περιέβαλλε τόση δόξα, τώρα εἶμαι ντυμένος μὲ τὸν σχισμένο χιτώνα τῆς ἁμαρτίας, τὸν ὁποῖο μοῦ ὕφανε ὁ διάβολος μὲ τὴν ἀντίθεη συμβουλή του. Αὐτὸ ἦταν ἀπὸ τότε τὸ ἔνδυμα τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἐπαναστάτησε ἐναντίον τοῦ Θεοῦ· ἡ ἁμαρτία.

Ὁ Κύριος ὅμως μὲ τὴ σταυρικὴ θυσία του μᾶς καθάρισε ἀπὸ τοὺς ρύπους τῆς ἁμαρτίας καὶ μᾶς περιέβαλε μὲ ἔνδυμα, ποὺ παρόμοιό του δὲν ὑπάρχει. Ἔγινε ὁ Ἴδιος ἡ στολή μας· στολὴ πολὺ λαμπρότερη ἀπὸ τὰ ἐνδύματα ποὺ φοροῦσαν οἱ Πρωτόπλαστοι στὸν Παράδεισο. Μὲ τὴ συμμετοχή μας στὸ ἱερὸ Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος ὁ Χριστὸς μᾶς ἀποκαθιστᾶ στὸ πρωτόκτιστο κάλλος. Ἐκεῖνος γίνεται τὸ βασιλικὸ ἔνδυμά μας, ἡ πάλλευκη στολή μας. «Χιτῶνά μοι παράσχου φωτεινόν, ὁ ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον», ψάλλουμε κατὰ τὸ ἱερὸ Βάπτισμα. Ἔνδυσέ με, Κύριε, μὲ τὸν φωτεινὸ χιτώνα τῆς Χάριτός σου, Ἐσὺ ποὺ φέρεις ὡς ἔνδυμά σου τὸ φῶς. Ἐνδύεται μάλιστα ὁ νεοφώτιστος μὲ λευκὰ ροῦχα, τὰ ὁποῖα θυμίζουν ὅτι ἔνδυμά του πλέον εἶναι ὁ καθαρότατος, πανάσπιλος καὶ ἀναμάρτητος Κύριος.

«Ἐγὼ πατήρ, ἐγὼ ἀδελφός, ἐγὼ ἱμάτιον, πᾶν ὅπερ ἂν θέλῃς ἐγώ» (PG 58, 700), σημειώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Δηλαδή, Ἐγὼ εἶμαι ὁ Πατέρας σου, ὁ Ἀδελφός σου, μᾶς λέει ὁ Κύριος. Ἐγὼ εἶμαι καὶ τὸ ἔνδυμά σου· ἡ βασιλικὴ στολὴ ποὺ σὲ περιβάλλει. Ὁτιδήποτε θέλεις, εἶ­μαι Ἐγὼ γιὰ σένα. Ἂν ἔχεις Ἐμένα, ἂν φέρεις Ἐμένα ὡς ἔνδυμα, τίποτε ἄλλο δὲν θὰ χρειάζεσαι· τίποτε δὲν θὰ σοῦ λείπει.

2. Μόνιμο ἔνδυμά μας

Οἱ ἄνθρωποι ὅμως εἴμαστε ἀδύναμοι. Ρέπουμε πρὸς τὴν ἁμαρτία. Ὁ μισόκαλος διάβολος μᾶς πολεμεῖ διαρκῶς. Γιὰ νὰ παραμείνει λοιπὸν καὶ μετὰ τὸ ἅγιο Βάπτισμα ὡς μόνιμο ἔνδυμά μας ὁ Χριστός, χρειάζεται συνεχὴς πνευματικὴ ἐ­γρήγορση. Εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἀπεκδυθοῦμε σὰν ἄλλο ἀκάθαρτο ἔνδυμα κάθε πάθος, νὰ πετάξουμε κάθε βάρος ποὺ μᾶς κρατεῖ προσηλωμένους στὴ γῆ, νὰ μισήσουμε τὸ ἁμαρτωλὸ θέλημά μας, νὰ μὴ ζοῦμε πλέον ἐμεῖς, ἀλλὰ νὰ ζεῖ μέσα μας ὁ Χριστός. Ἐκεῖνος νὰ κατευθύνει τὶς σκέψεις μας, τὶς ἐπιθυμίες μας, τὶς πράξεις μας. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἐπισημαίνει ἀκόμη ὅτι, ἂν ἔχεις ἐνδυθεῖ τὸν Χριστό, τότε Ἐκεῖνον ἔχεις μέσα σου, ἀπὸ Ἐκεῖνον ἔχεις ἀφομοιωθεῖ, μ᾿ Ἐκεῖνον ἔχεις συγγένεια. «Εἰς μίαν ἰδέαν ἤχθης» (ΕΠΕ 20, 316). Ἔχεις γίνει πλέον δική του εἰκόνα!

Μὲ τὸν Χριστὸ ἦταν ἐνδεδυμένη καὶ ἡ ἁγία μεγαλομάρτυς Κυριακή. Ἡ σεμνὴ αὐτὴ κόρη ὁμολόγησε τὴ χριστιανικὴ πίστη της σὲ κάποιον εἰδωλολάτρη ποὺ ἤθελε νὰ τὴ νυμφευθεῖ κι ἐκεῖνος τὴν κατήγγειλε στὸν Ρωμαῖο αὐτοκράτορα. Στὶς ἀπειλὲς τοῦ ἄρχοντα ἡ Ἁγία ἀποκρίθηκε ὅτι τίποτε δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὴ χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ξεκίνησε τότε τὸ φρικτὸ μαρτύριό της. Τὴ χτύπησαν ἐπὶ πολλὴ ὥρα μὲ βούνευρα. Τὴν κρέμασαν ἀπὸ τὰ μαλλιά. Ἔκαψαν τὸ σῶμα της μὲ ἀναμμένους πυρσούς. Ἀλλὰ ὁ Κύριος ἐμφανίσθηκε σ’ αὐτὴν τὴ νύχτα καὶ θεράπευσε τὶς πληγές της. Τὴν ὁδήγησαν κατόπιν στὸν Ναὸ τῶν εἰδώλων. Ἡ παρθένος κόρη προσευχήθηκε καὶ τότε ἕνας ἰσχυρὸς σεισμὸς γκρέμισε τὰ εἴδωλα. Τὴν ἔβαλαν στὴ συνέχεια σὲ φωτιά. Ἡ Ἁγία ὡστόσο παρέμενε ἀβλαβής. Τὴν ἔριξαν καὶ στὰ λιοντάρια. Ἐκεῖνα ὅμως σὰν ἥμερα πρόβατα ξάπλωσαν στὰ πόδια της. Ταπεινωμένος τελικὰ ὁ Ρωμαῖος διοικητὴς διέταξε νὰ τὴν ἀποκεφαλίσουν. Ἡ νεαρὴ Μάρτυς συνάντησε ἔτσι τὸν Νυμφίο Χριστό, τὸν Ὁποῖο τόσο ἀγάπησε καὶ ὁ Ὁποῖος ἦταν τὸ διαρκὲς ἔνδυμα τῆς ψυχῆς της.

Ἂς ἀγωνιζόμαστε κι ἐμεῖς, μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς ἁγίας Κυριακῆς, ὥστε νὰ φέρουμε τὸν Χριστὸ ὡς μόνιμο ἔνδυμά μας, μέχρι νὰ ἀτενίσουμε τὸ θεῖο Πρόσωπό του στὴν οὐράνια Βασιλεία του.