Μεταφορτώσεις
Θέμα για τους κυκλάρχες |
Ἡ πρώτη συνάντηση κάθε χρόνο ἀφιερώνεται στό γενικό σύνθημα τῶν Κύκλων Μελέτης Ἁγίας Γραφῆς (Φοιτητῶν καί Ἐπιστημόνων). Τό φετινό Σύνθημα ἀποτελεῖ προτροπή τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ πρός τούς Χριστιανούς ὅλων τῶν αἰώνων καί εἶναι λόγος πού ἀπηύθυνε στούς μαθητές Του κατά τόν Μυστικό Δεῖπνο, λίγο πρό τοῦ τιμίου Πάθους Του. Λόγος βγαλμένος μέσα ἀπό τήν ἀγαπῶσα «εἰς τέλος» (Ἰω. ιγ΄ 1) καρδία Του.
Μελέτη περικοπῆς: Ἰω. ιε΄ 4-11
(Σημείωση: Τό Σύνθημα εἶναι ἡ φράση τοῦ στίχου 9: «μείνατε ἐν τῇ ἀγάπῃ τῇ ἐμῇ», ἐμεῖς ὅμως θά διαβάσουμε ὅλους τούς στίχους πού ἀποτελοῦν τή συνάφεια τῆς συγκεκριμένης φράσεως).
1. Ἀρχικά νά δοῦμε τήν ἔννοια τοῦ ρήματος πού χρησιμοποιεῖ ὁ Κύριος στή φράση τοῦ Συνθήματός μας: «μείνατε».
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι τό ρῆμα αὐτό ἐπαναλαμβάνεται στούς στίχους πού διαβάσαμε 11 φορές! Δέν εἶναι τυχαῖο. Ἡ φράση «μένειν ἐν τῷ Χριστῷ» χρησιμοποιεῖται πολύ συχνά ἀπό τόν εὐαγγελιστή Ἰωάννη, τόσο στό ἱερό του Εὐαγγέλιο, ὅσο καί στίς καθολικές του ἐπιστολές, καί ἔχει παρόμοια σημασία μέ τό χωρίο τοῦ ἀποστόλου Παύλου «ἐν Χριστῷ (ἤ: σύν Χριστῷ) εἶναι». Τί σημασία θά δίνατε στή φράση αὐτή; (Ἄς ποῦν τά Μέλη). Τρεῖς ἐπιμέρους ἔννοιες μποροῦν νά ἀνευρεθοῦν στή φράση: α) Ἡ ἔννοια τῆς πλήρους ἑνώσεως, συνάφειας μέ τόν Χριστό. Αὐτός πού «μένει ἐν τῷ Χριστῷ» εἶναι ὁ τελείως ἑνωμένος μαζί Του· ἐκεῖνος πού ζεῖ τή ζωή τοῦ ἀφοσιωμένου Χριστιανοῦ, πού βρίσκεται σέ ἀδιάσπαστη καί ἀδιάκοπη σχέση μέ τόν Χριστό, πού κρατᾶ σφιχτά μέσα του συνεχῶς τόν Χριστό, καί δέν κινεῖται μόνο κατά διαστήματα πρός Αὐτόν, κάτω ἀπό τό κράτος ἑνός πρόσκαιρου καί εὔκολα ἐξατμιζόμενου ἐνθουσιασμοῦ. Αὐτός πού σέ ὅλες τίς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς του εἶναι πιστός ἀκόλουθος τοῦ Κυρίου του, καί ὄχι ἐδῶ ἀφοσιωμένος καί ἐκεῖ μακριά ἀπό τόν Χριστό. β) Ἡ ἔννοια τῆς οἰκείας διαμονῆς κοντά στόν Χριστό. Ὅπως κανείς διαμένει στό σπίτι του. Εἶναι τό σπίτι ὁ χῶρος του, τό περιβάλλον στό ὁποῖο ἄνετα καί ἐλεύθερα μπορεῖ νά κινεῖται, νά συμπεριφέρεται, νά ἀναπτύσσεται. Ὁ Χριστός γιά τόν πιστό Χριστιανό καθίσταται τό οἰκεῖο περιβάλλον του, μέσα στό ὁποῖο ζεῖ καί ἀναπνέει πνευματικά· φυσικά, οἰκεῖα. Δέν νιώθει ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ὅτι τοῦ λείπει κάτι, ὥστε νά τό ψάξει νά τό βρεῖ ἐκτός Χριστοῦ. Οὔτε αἰσθάνεται σφιγμένα κοντά στόν Χριστό, ὅπως συμβαίνει συχνά νά ἐπιτηδευόμαστε ὅταν βρισκόμαστε ἐκτός τοῦ οἰκείου σπιτικοῦ μας περιβάλλοντος, μπροστά σέ ξένους ἀνθρώπους. Ὁ Χριστός τοῦ εἶναι τό σπίτι του, κι αὐτός εἶναι πλήρως ἀναπαυμένος ἐδῶ. γ) Ἡ ἔννοια τῆς ἐν ἀγάπῃ συναναστροφῆς μέ τόν Χριστό. Ὅπως δύο σύζυγοι μέσα στό κοινό τους σπίτι, ἤ τά παιδιά στή σχέση μέ τούς γονεῖς τους. Ὁ «μένων ἐν τῷ Χριστῷ» μένει μαζί Του μέσα στό κλίμα τῆς ἀμοιβαίας ἀγάπης καί στοργῆς. Εἶναι αὐτός πού ὅλο του τό εἶναι, σῶμα, ψυχή, νοῦ, καρδιά, θέληση, τά ἔχει παραδομένα σ᾿ Ἐκεῖνον. Πού δέν μπορεῖ νά σκεφθεῖ, νά θελήσει, νά ἐπιθυμήσει, νά πεῖ, νά κάνει κάτι πού δέν εἶναι τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας σχολιάζει ὅτι τό «μένειν ἐν Χριστῷ» σημαίνει «διά τῆς τελείας τε καί ἀνελλιποῦς ἀγάπης γνησίως ἀκολουθεῖν». Διότι ἔτσι, λέει, μπορεῖ νά διαφυλαχθεῖ ἡ δύναμη «τῆς ἐν Πνεύματι κολλήσεως», δηλαδή τῆς πνευματικῆς προσκολλήσεως, τῆς συνάφειας μέ τόν Χριστό (PG 74, 361).
Καί μέ τήν ἔννοια αὐτή ἐρχόμαστε τώρα νά δοῦμε τό καθαυτό νόημα τῆς φράσεως «μείνατε ἐν τῇ ἀγάπῃ τῇ ἐμῇ», πού ἀποτελεῖ τό γενικό μας σύνθημα.
2. Ἀρχικῶς νά σχολιάσουμε τή λέξη «καθώς» τοῦ 9ου στίχου, πού μᾶς ἐνδιαφέρει. Ὅπως, λέει ὁ Κύριος, μέ ἀγάπησε ὁ Πατέρας μου, ἔτσι κι ἐγώ σᾶς ἀγάπησα. Ὅμως, τί λέτε· ὑπάρχει ἀντικειμενική ἰσοδυναμία στήν ἀξία τοῦ ἀγαπώμενου μέρους, ἀφενός ἀπό τόν Πατέρα καί ἀφετέρου ἀπό τόν Υἱό; (Ἄς ποῦν τά Μέλη). Ὁ Πατήρ ἀγάπησε τόν Υἱό, ὁ Ὁποῖος καί ὡς ἄνθρωπος ὑπῆρξε τελείως ἀναμάρτητος καί γι᾿ αὐτό ἀπολύτως ἄξιος, ὑπεράξιος τῆς θείας ἀγάπης. Μέ ἐμᾶς τό ἴδιο συμβαίνει; Εἴμαστε ἄξιοι τῆς ἀγάπης τοῦ Υἱοῦ, ὅπως Αὐτός τοῦ Πατρός Του; Καμία σχέση δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει. Διότι ἐμεῖς, κυλιόμενοι ὁλοχρονίς στίς ἁμαρτίες καί τά πάθη, εἴμαστε ἀντικειμενικά ἐντελῶς ἀνάξιοι τῆς ἀγάπης τοῦ Κυρίου. Κι ὅμως· μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι μᾶς ἀγάπησε ὅπως, δηλαδή τό ἴδιο, ἰσάξια, μέ τόν τρόπο πού ὁ Πατέρας Του ἀγαπᾶ τόν Ἴδιο. Τί ἄλλο εἶναι αὐτό, ἄν ὄχι, ἐκπληκτική συγκατάβαση τῆς ἀγάπης, τῶν οἰκτιρμῶν, τῆς Χάριτος, τοῦ ἐλέους τοῦ Κυρίου; Ὁ ἱερός Χρυσόστομος, σχολιάζοντας τόν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου στήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολή (ε΄ 25-26) ὅτι οἱ ἄνδρες πρέπει νά ἀγαποῦν τίς γυναῖκες τους «καθώς καί ὁ Χριστός ἠγάπησε τήν ἐκκλησίαν καί ἑαυτόν παρέδωκεν ὑπέρ αὐτῆς, ἵνα αὐτήν ἁγιάσῃ καθαρίσας τῷ λουτρῷ τοῦ ὕδατος», λέει πώς ὅποια γυναίκα καί νά νυμφευθεῖς, ὅσο ἄσχημη καί νά εἶναι, δέν μπορεῖ νά εἶναι τόσο ἄσχημη ὅσο ἦταν ἡ Ἐκκλησία, τήν ὁποία νυμφεύθηκε ὁ Χριστός καί παρέδωσε σέ θάνατο τόν Ἑαυτό του γι᾿ αὐτή σάν νά ἦταν καμιά πού νά ἄξιζε τέτοιας συμπεριφορᾶς ἐκ μέρους Του, καμιά ὄμορφη, ἀγαπημένη, θαυμαστή. Τίποτε ἀπ᾿ ὅλα αὐτά. Ἦταν ἄσχημη· κι ὅμως Ἐκεῖνος θυσιάστηκε γιά χάρη της, γιά νά τήν κάνει ὡραία, «ἔνδοξον, μή ἔχουσαν σπίλον ἤ ρυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων» (Ἐφ. ε΄ 27), (βλ. ΕΠΕ 21, 200-202). Τί ἐκπληκτική, ἀνεννόητη πραγματικά, θεϊκή ἀγάπη!
3. Ἔτσι λοιπόν, σά νά μᾶς ἔχει ἀνάγκη Του ὁ Κύριος, μᾶς καλεῖ μέ τόν λόγο Του: «μείνατε ἐν τῇ ἀγάπῃ τῇ ἐμῇ». Μποροῦμε νά ἐννοήσουμε τί σημαίνει τελικά νά μένει κανείς στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ; Τί σκέφτεστε; (Ἄς ποῦν τά Μέλη). Θά δανεισθοῦμε τά λόγια κάποιων ὁσίων, πού βίωσαν μέσα τους τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Γράφει σχετικά ὁ π. Εὐσέβιος Ματθόπουλος: «Ὅταν ἡ ψυχή ἐννοήσῃ ὅτι ὁ Χριστός, ὅτι Αὐτός μόνος, εἶναι τό ἀγαθόν αὐτῆς, καί προσκολληθῇ εἰς Αὐτόν, ὅπως τό παιδίον προσκολλᾶται εἰς τήν θηλάζουσαν αὐτό μητέρα, διά τοῦ ἀδιαρρήκτου δεσμοῦ τοῦ πόθου καί τῆς ἀγάπης, τότε θά αἰσθάνεται τήν ὑπερφυσικήν ἐκείνην χαράν καί εὐφροσύνην, τήν ὁποίαν ἐξ οὐδενός ἄλλου ἀντικειμένου τοῦ κόσμου τούτου εἶναι δυνατόν ποτε νά δοκιμάσῃ. Ταύτην δέ τήν ὑπερφυσικήν καί ἄρρητον εὐφροσύνην γινώσκουσιν ἐκεῖνοι καί μόνοι, οἵτινες ἔλαβον αὐτῆς πεῖραν. Γνωρίσασα δέ ἡ ψυχή τό ἀληθές αὐτῆς ἀγαθόν (τόν Χριστόν) καί κατασχεθεῖσα ὑπό τῆς ἀγάπης Αὐτοῦ, γίνεται ἔνθους καί ὑπεράνθρωπος. Πάντα τά λοιπά θεωρεῖ τότε σκύβαλα καί οὐδενός ἄξια, καταφρονεῖ ἔτι καί αὐτῆς τῆς ζωῆς· οὐδέν ἄλλο θεωρεῖ πράγματι τερπνόν καί ἄξιον ἰδιαιτέρας προσοχῆς· πᾶσα ἡ ἐνθύμησις αὐτῆς, ὅλος ὁ πόθος καί ἡ ἐπιθυμία της εἶναι ἐστραμμένα πρός τόν Ποθητόν αὐτῆς, πρός τόν Νυμφίον αὐτῆς, εἰς ὅν καί μόνον εὑρίσκει τήν ἀληθινήν τέρψιν καί ἀνάπαυσιν. Γινώσκει τότε ὁ Χριστιανός, ὅτι κατέχων τόν Χριστόν, κατέχει τό πᾶν· διότι μόνον ἐν τῷ Χριστῷ συγκεντροῦνται πάντα τά καλά καί ἀγαθά». (Σημείωση γιά τόν Κυκλάρχη: Μπορεῖ αὐτό τό ὑπέροχο ἀπόσπασμα νά διανεμηθεῖ στά μέλη τοῦ Κύκλου, γιά νά τό πάρουν μαζί τους. Ὑπάρχει στό βιβλίο τοῦ Ἀρχιμ. Σεραφείμ Παπκώστα, Εὐσέβιος Ματθόπουλος, ἐκδ. «Ζωή», σελ. 30). Στό ἴδιο μῆκος κύματος κινεῖται καί ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης: «Ψυχή, ἥτις ἐγνώρισε τόν Κύριον καί ἐτέρφθη ὑπ᾿ Αὐτοῦ, οὐδέν πλέον ἐπιθυμεῖ ἐπί τῆς γῆς καί εἰς οὐδέν γήϊνον προσκολλᾶται· καί ἐάν εἰσέτι καί βασιλείαν ἐπρότεινον εἰς αὐτήν, δέν θά ἐδέχετο, διότι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ εἶναι τοσοῦτον τερπνή καί προξενεῖ τοσαύτην χαράν καί ἀγαλλίασιν εἰς τήν ψυχήν, ὥστε ἡ βασιλική ζωή δέν θά ἠδύνατο πλέον νά ἱκανοποιήσῃ αὐτήν. (…) Ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἕλκει τήν ψυχήν, ἵνα ἀγαπᾷ τόν Κύριον δι᾿ ὅλου τοῦ εἶναι τοῦ ἀνθρώπου, καί ἐν τούτῳ τῷ πληρώματι τῆς θείας ἀγάπης ἡ ψυχή γίνεται ἐκτός κόσμου, καίτοι ζῇ ἐπί τῆς γῆς» (Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, ἐκδ. Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, σελ. 466-467).
Ἐπειδή ὅμως τό νά μένει κανείς στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι οὔτε ἁπλῶς ἕνας λόγος οὔτε ἕνα σκέτο συναίσθημα, γι’ αὐτό ὁ Κύριος δίνει καί τό ἀληθινό κριτήριο, μέ τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἐλέγξει τόν ἑαυτό του ἄν πράγματι βρίσκεται καί μένει στήν ἀγάπη Του. Ποιό εἶναι αὐτό; (Ἄς ποῦν τά Μέλη). Ὁ λόγος Του πού περιέχεται στόν 10ο στίχο: Τό μέτρο τῆς παραμονῆς μας στήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου εἶναι τό κατά πόσο τηροῦμε τίς ἐντολές Του. Κάποτε ὡστόσο ἡ ἐντολή Του μπορεῖ νά σημάνει γιά ἐμᾶς κάτι ὄχι εὐχάριστο γιά τίς αἰσθήσεις τοῦ σώματος: κάποια θλίψη, δοκιμασία, διωγμό, μίσος ἐνδεχομένως ἀπό τόν κόσμο. Αὐτή τήν ἔννοια ἔχει καί τό: «καθώς ἐγώ τάς ἐντολάς τοῦ πατρός μου τετήρηκα καί μένω αὐτοῦ ἐν τῇ ἀγάπῃ». Στήν προκειμένη περίπτωση ὁ Θεός Πατήρ ζητοῦσε ἀπό τόν Υἱό Του κάτι πολύ ὀδυνηρό γιά Ἐκεῖνον: τή σταυρική Του θυσία χάριν τοῦ κόσμου. Ὁ Κύριος ὑπακούει προθύμως στήν ἐντολή, καί αὐτή ἡ ὑπακοή Τοῦ δίνει μέσα Του ζωντανή τήν αἴσθηση τῆς ἀγάπης τοῦ Πατρός. Τό ἴδιο μπορεῖ νά συμβεῖ καί στούς μαθητές Του ὅλων τῶν ἐποχῶν. (Σημείωση γιά τόν Κυκλάρχη: Πολύ εὔστοχη στό σημεῖο αὐτό ἡ γνώμη τοῦ ἑρμηνευτῆ Θεοφύλακτου, στό Ὑπόμνημα, σελ. 545).
4. Ποιό εἶναι τό ἄμεσο ἀποτέλεσμα τῆς συναισθήσεως στόν ἄνθρωπο ὅτι μένει στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, καί αὐτή ἡ ἀγάπη ζεῖ καί ὑπάρχει μέσα του; Τί λέτε; (Ἄς ποῦν τά Μέλη). Τό λέει ὁ Κύριος στόν στίχο 11: Ἡ χαρά. (Ἄς ἔχει ὁ Κυκλάρχης ἐκ τῶν προτέρων μελετήσει ὅλο τόν σχολιασμό τοῦ στίχου ἀπό τό Ὑπόμνημα. Εἶναι θαυμάσιος καί πλουσιότατος). Ὄχι ὁποιαδήποτε χαρά, ἀλλά «ἡ χαρά ἡ ἐμή»· τοῦ Χριστοῦ ἡ χαρά, αὐτή πού νιώθει ὁ Ἴδιος νά κατακλύζει τό ἐσωτερικό Του, λίγες μόνο ὧρες πρό τοῦ ὀδυνηρότατου Πάθους Του. Ἐκπληκτικό! Ἡ χαρά στόν Χριστό πού προέρχεται ἀπό τή συναίσθηση ὅτι βρίσκεται στήν τέλεια ὑπακοή πρός τόν Πατέρα Του, γι᾿ αὐτό καί στήν κορύφωση τῆς ἀγάπης τοῦ Πατρός πρός Ἐκεῖνον. Ἡ ἀληθινή συνεπῶς χαρά εἶναι τό βίωμα τῆς ψυχῆς, ὅταν αὐτή γεμίσει ἀπό τή θεία ἀγάπη. Γι᾿ αὐτό καί ὁ ἀπ. Παῦλος ἀπαριθμεῖ τή χαρά ὡς δεύτερο καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀμέσως μετά τήν ἀγάπη (βλ. Γαλ. ε΄ 22). Ἀπό τέτοια χαρά γεμίζει καί τό ἐσωτερικό τοῦ Χριστιανοῦ πού ζεῖ καί παραμένει στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Χαρά πού ὁ κόσμος οὔτε μπορεῖ νά ἐννοήσει, οὔτε, πολύ περισσότερο, νά τήν παράσχει. (Μπορεῖ στό σημεῖο αὐτό ὁ Κυκλάρχης νά διαβάσει στά Μέλη τίς πνευματικότατες σκέψεις τοῦ Καθηγητῆ Παν. Τρεμπέλα, μέ τίς ὁποῖες κατακλείει τόν σχολιασμό τοῦ στίχου αὐτοῦ στό Ὑπόμνημα).
ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΝΘΗΜΑ: «Μείνατε ἐν τῇ ἀγάπῃ τῇ ἐμῇ» (Ἰω. ιε΄ 9).