Μεταφορτώσεις
Θέμα για τους κυκλάρχες |
Στήν παρούσα συμμελέτη θά ἐγκύψουμε στό ἐκπληκτικό γεγονός, τό ὁποῖο ἔδωσε τό ἔναυσμα γιά τή φωτιστική καί λυτρωτική πορεία τῆς Ἐκκλησίας στόν κόσμο. Πρόκειται γιά τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Παναγίου Πνεύματος, μέ τήν ὁποία ἄρχισε πλέον ἡ ἐποχή τῆς Χάριτος, στήν ὁποία ζοῦμε ὅλοι μας.
Μελέτη περικοπῆς: Πράξ. β´ 1-13.
1. Στούς τέσσερις πρώτους στίχους περιγράφει ὁ θεόπνευστος συγγραφέας τήν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί αὐτοί οἱ στίχοι θά ἀποτελέσουν τή μεγαλύτερη καί κύρια ἑνότητα τοῦ θέματός μας.
Κατά τήν ἡμέρα ἐκείνη οἱ Ἑβραῖοι ἑόρταζαν τήν ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς, μία ἀπό τίς τρεῖς μεγάλες ἑορτές τους (Πάσχα, Πεντηκοστή, Σκηνοπηγία). Κατά τίς ἑορτές αὐτές συνέρρεαν στά Ἱεροσόλυμα οἱ ὅπου γῆς Ἑβραῖοι, γιά νά λατρεύσουν τόν Θεό.
Ἡ ἰουδαϊκή Πεντηκοστή ἑορταζόταν κατά τήν ἔναρξη τοῦ θερισμοῦ, ὡς ἔκφραση εὐγνωμοσύνης πρός τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος δίνει ὅλα τά ἀγαθά τῆς γῆς. Συγχρόνως κατά τήν ἑορτή αὐτή θυμοῦνταν καί τήν παράδοση τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ στόν Μωυσῆ στό ὄρος Σινά.
Οἱ ἱεροί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ Ἑρμηνευτές τῶν Γραφῶν ἐμβαθύνοντας βρίσκουν συσχετισμούς μεταξύ τῆς Πεντηκοστῆς τῶν Ἑβραίων καί τῆς Πεντηκοστῆς τῆς Ἐκκλησίας μας. Λαμβάνουν πρός τοῦτο ἀφορμή ἀπό τό νόημα τῆς παλαιᾶς Πεντηκοστῆς. Τί μποροῦμε νά σκεφθοῦμε ἐμεῖς; Ὅτι μέ τήν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θά ἄρχιζε μιά ἄλλη καρποφορία, ἡ πνευματική ὡρίμαση τῶν ψυχῶν. Καί ὅτι Ἐκεῖνος πού παρέδωσε στόν Μωυσῆ τότε τίς πλάκες τοῦ Νόμου στό Σινά, κατέρχεται τώρα στά Ἱεροσόλυμα, γιά νά ἀρχίσει ἡ νέα ζωή στόν κόσμο· γιά νά ρυθμίζει ὁ Ἴδιος καί νά κατευθύνει τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί καθενός ἀπό τούς πιστούς.
Κατά τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος συνέβη ἡμέρα Κυριακή.
Ἐνῶ οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ λοιποί πιστοί — ἑκατόν εἴκοσι ψυχές —ἦταν συναγμένοι στό ὑπερῶο, ξαφνικά ἦλθε βοή ἀπό τόν οὐρανό ὡς σφοδρός ἄνεμος καί γέμισε τό ὑπερῶο, τό ὁποῖο γεμάτο ἀπό αὐτή τήν πνοή, σημειώνει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «καθάπερ κολυμβήθρα γέγονεν ὕδατος» (ΕΠΕ 15, 126). Ἔμοιαζε μέ κολυμβήθρα, στήν ὁποία θά βαπτίζονταν «ἐν Πνεύματι» οἱ πιστοί ἐκεῖνοι.
Πῶς φαίνεται ὅτι ὅλοι ὅσοι ἦταν παρόντες στό ὑπερῶο ἔγιναν δοχεῖα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Στόν 1ο στίχο γράφει ὅτι «ἦσαν ἅπαντες… ἐπί τό αὐτό». Στόν 2ο στίχο, ὅτι ἡ πνοή γέμισε «ὅλον τόν οἶκον». Στόν 3ο στίχο ἀναφέρει ὅτι τό Πνεῦμα τό Ἅγιο ὡς «γλῶσσαι ὡσεί πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ᾿ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν». Καί στόν 4ο στίχο γράφει ὅτι «ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου».
Τί σημαίνουν αὐτά; Ὅτι τό Πνεῦμα τό Ἅγιο τό ἔλαβαν ὄχι μόνο οἱ δώδεκα Ἀπόστολοι, ἀλλά ὅλοι οἱ συναγμένοι ἐκεῖ πιστοί, οἱ ὁποῖοι «ἦσαν ἐν σπέρματι καί δυνάμει ἡ ὅλη καθολική ἐκκλησία πασῶν τῶν γενεῶν καί ὅλων τῶν αἰώνων» (Π. Ν. Τρεμπέλας).
Γιατί ἄραγε ἀκούσθηκε ἐξαρχῆς αὐτή ἡ βοή; Πρῶτον, γιά νά τονισθεῖ τό μεγαλεῖο τοῦ παντοκράτορος Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος κατερχόταν στή γῆ, γιά νά χαράξει νέα πορεία ζωῆς στούς ἀνθρώπους. Δεύτερον, γιά νά συγκλονισθοῦν οἱ πιστοί, πρός τούς ὁποίους κατερχόταν. Τρίτον, γιά νά ἐντυπωσιασθοῦν καί νά στραφοῦν πρός τό ὑπερῶο οἱ χιλιάδες τῶν Ἑβραίων πού βρίσκονταν στά Ἱεροσόλυμα. Καί τέταρτον, γιά νά δηλωθεῖ ὅτι τίποτε δέν θά μποροῦσε νά ἀντισταθεῖ στό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο ἄρχιζε ἀπό τή στιγμή ἐκείνη ἐπίσημα (Ἰω. Χρυσόστομος, ΕΠΕ 15, 130).
Προκαλεῖ ἐντύπωση ὅτι ὁ θεοκίνητος Λουκᾶς γράφει ὅτι ἀκούσθηκε «ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας» καί φάνηκαν «γλῶσσαι ὡσεί πυρός». Γιατί ἄραγε; Ὡραῖα, ἀπαντᾶ ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Καλῶς πανταχοῦ τά “ὡς” πρόκειται, ἵνα μηδέν αἰσθητόν περί τοῦ Πνεύματος νομίσῃς» (ΕΠΕ 15, 122). Δέν ἦταν ἄνεμος, οὔτε πῦρ, ἀλλά σάν ἄνεμος καί σάν πῦρ. Ὁ Θεός εἶναι ἀπόλυτο Πνεῦμα. Πνευματικός, ὑπερκόσμιος ἦταν αὐτός ὁ ἄνεμος, πνευματικό, θεῖο καί τό πῦρ.
Νά προσέξουμε καλύτερα καί τή φράση τοῦ στίχου 3. Ἐνῶ γράφει ὅτι «ὤφθησαν διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεί πυρός» σέ πληθυντικό ἀριθμό, κατόπιν προσθέτει σέ ἑνικό ἀριθμό, «ἐκάθισέ τε ἐφ᾿ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν». Γιατί ἄραγε; Ἔχουμε συντακτικό λάθος; Ὄχι βέβαια. Τονίζει ἐδῶ ὅτι τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, τό Ὁποῖο ὡς Θεός εἶναι ἀμέριστο καί μή διαιρούμενο, κάθισε ἐξ ὁλοκλήρου στόν καθένα.
Γιατί ἐμφανίσθηκε τό Ἅγιο Πνεῦμα «ὡς γλῶσσαι πυρός»; Γιά νά φανεῖ ὅτι τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας θά ἦταν κηρυκτικό, πρός διαφώτιση τῶν ἀνθρώπων σχετικά μέ τίς θεῖες ἀλήθειες. Μέ τή γλώσσα τους οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ συνεχιστές τοῦ ἔργου τους θά παρουσίαζαν καί θά τόνιζαν στόν κόσμο τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος «ἔδωκε Πνεῦμα εἰς τούς μαθητάς, διά νά μεταδώσῃ εἰς αὐτούς ὄχι μόνον τήν σωτηριώδη γνῶσιν, ἀλλά καί τήν δύναμιν, ὅπως διακηρύξουν καί διαδώσουν εἰς τόν κόσμον τήν γνῶσιν, τήν ὁποίαν ἔλαβον» (Π. Ν. Τρεμπέλας).
Καί γιατί ἔμοιαζαν μέ φλόγες πυρός αὐτές οἱ γλῶσσες; Διότι τό πῦρ ἐθεωρεῖτο «σύμβολον τῆς παρουσίας καί τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ» (Ἐξ. γ´ 2, Μαλαχ. γ´ 2) (Ὑπόμνημα). Πῶς ἐμφανίσθηκε ὁ Θεός στόν Μωυσῆ στό Σινά; Ἀπό τή φλεγομένη καί μή κατακαιόμενη βάτο. Στήν Π. Διαθήκη ὀνομάζεται ὁ Θεός «πῦρ καταναλίσκον» (Δευτ. δ´ 24).
Μήπως τό πῦρ ἐν προκειμένῳ φανερώνει καί τίς ἐνέργειες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων; Μάλιστα. Ὅπως τό ὑλικό πῦρ φωτίζει, ἔτσι καί τό πῦρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος φωτίζει τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νά μπορεῖ νά διακρίνει τήν ἀλήθεια. Ὅπως τό πῦρ θερμαίνει, ἔτσι καί τό Ἅγιο Πνεῦμα θερμαίνει τήν καρδιά καί ἀνάβει ἐντός της τήν κάμινο τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό. Ὅπως ἐπίσης τό πῦρ καίει, κατακαίει καί καθαρίζει τή γῆ ἀπό κάθε τι ἄχρηστο καί μολυσμένο, ἔτσι καί τό Ἅγιο Πνεῦμα κατακαίει κάθε πνευματική σκωρία καί ρυπαρότητα πού τυχόν ὑπάρχει μέσα μας.
Νά προσέξουμε καί τό θαῦμα τῆς γλωσσολαλιᾶς. Ἄρχισαν, γράφει, ἀμέσως μετά τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νά μιλοῦν ξένες γλῶσσες. Δέν ἔβγαζαν ἄναρθρες κραυγές ἤ ἀκατανόητες λέξεις, ὅπως κάνουν οἱ αἱρετικοί Πεντηκοστιανοί. Μιλοῦσαν καί κατανοοῦσαν, ὅσοι τούς ἄκουγαν, αὐτά πού ἔλεγαν. Ποῦ ἔγκειται τό θαῦμα; Στήν “λαλιά”, ὁμιλία αὐτῶν πού μιλοῦσαν ἤ στήν ἀκοή αὐτῶν πού ἄκουγαν; Στή “λαλιά”. «Τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ὑπερφυσικῶς ἐχορήγει εἰς τούς Ἀποστόλους τήν δύναμιν νά χρησιμοποιῶσι ξένας γλώσσας, τάς ὁποίας οὐδέποτε εἶχον μάθει» (Ὑπόμνημα). Ἐνίσχυε ἄραγε τό θαῦμα αὐτό τούς ἴδιους τούς Ἀποστόλους; Ἀσφαλῶς ναί, διότι τούς βεβαίωνε ὅτι Ἐκεῖνος πού τούς ἀπέστελλε σέ ὅλο τόν κόσμο, θά τούς χορηγοῦσε καί τή δυνατότητα νά κηρύξουν παντοῦ τόν σωτήριο λόγο Του.
Πῶς ἄκουσαν τά πλήθη τούς Ἀποστόλους, ἐφόσον αὐτοί ἦταν στό ὑπερῶο; Οἱ Ἑρμηνευτές λένε ὅτι, ἐπειδή ἦταν ὥρα προσευχῆς, ἀμέσως μετά τήν ἐπιφοίτηση οἱ Ἀπόστολοι μετέβησαν στόν Ναό τοῦ Σολομῶντος γιά προσευχή καί καθ᾿ ὁδόν μιλοῦσαν.
Οἱ Ἑρμηνευτές σημειώνουν ἐπίσης ὅτι ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι μιλοῦσαν ὅλες τίς γλῶσσες καί ὄχι οἱ μέν αὐτές, οἱ δέ ἄλλες. Μιλοῦσαν μία «ἐπουράνιον» γλώσσα, «κατά τοιοῦτον τρόπον, ὥστε νά μεταφράζηται ἐξ αὐτῆς καί αὐτομάτως εἰς τάς διαφόρους γλώσσας τῆς ἀνθρωπότητος» (Ὑπόμνημα).
Ὅπως δέ κατά τήν πυργοποιΐα τῆς Βαβέλ τιμωρημένοι οἱ ἄνθρωποι «συνεχύθησαν» καί διασκορπίσθηκαν οἱ γλῶσσες τους, ἀντίθετα τώρα μέ τήν ἐπουράνια γλώσσα κλήθηκαν ὅλοι σέ ἑνότητα ἐντός τῆς Ἐκκλησίας. Τό τονίζει καί τό Κοντάκιο τῆς Πεντηκοστῆς. Τό θυμάστε; «Ὅτε καταβάς τάς γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν ἔθνη ὁ Ὕψιστος· ὅτε τοῦ πυρός τάς γλώσσας διένειμεν, εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε…»
2. Οἱ στίχοι 5-13 ἀναφέρονται στήν ἐντύπωση πού προκλήθηκε στά πλήθη ἀπό τό θαῦμα τῆς γλωσσολαλιᾶς. Ἄνθρωποι πού ζοῦσαν σέ διάφορες χῶρες, Ἰουδαῖοι κατά βάση, οἱ ὁποῖοι μιλοῦσαν τίς γλῶσσες καί διαλέκτους τῶν χωρῶν ὅπου ζοῦσαν, ἔμειναν ἔκπληκτοι. «Ἐξίσταντο καί διηπόρουν».
Γιατί ὅμως δέν πίστευσαν ὅλοι στό θαῦμα καί γιατί ὁρισμένοι χαρακτήρισαν τούς Ἀποστόλους ὡς μεθυσμένους; Διότι «οὐ πάντων ἡ πίστις» (Β´ Θεσσ. γ´ 2). Ἡ πίστη γίνεται δεκτή μόνο ἀπό ἐκείνους πού ἔχουν εὐθεία καί εἰλικρινή διάθεση. Λίγα μήπως θαύματα ἔκανε ὁ Θεάνθρωπος; Δέν τά ἔβλεπαν ὅλοι; Καί ὅμως, οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι ὄχι μόνο δέν πίστευαν, ἀλλ᾿ ἐπιχειροῦσαν νά δυσφημήσουν τόν Κύριο στά πλήθη, γιά νά μήν Τόν πιστεύουν. Δέν ὀνόμασαν τόν Κύριον «οἰνοπότην»; (Λουκ. ζ´ 34). Γιατί νά μή χαρακτηρίσουν καί τούς δικούς Του ὡς μεθυσμένους; Δέν λείπουν καί σήμερα τά θαύματα.
Θυμάστε τί συνέβη καί πρόσφατα μέ τό σκήνωμα τοῦ ἁγίου Βησσαρίωνος; Πῶς ἀντέδρασαν ἀρκετοί ἄθεοι καί κοσμικοί;
Ἂς παρακαλοῦμε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο νά σκηνώνει μέσα μας, νά μᾶς καθαρίζει «ἀπό πάσης κηλῖδος» καί νά μᾶς χαριτώνει, γιά νά πορευόμαστε στή ζωή μας κατά τό θέλημά Του.
ΣΥΝΘΗΜΑ: «Ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου» (Πράξ. β´ 4).