Κυριακὴ ΙΔ΄ Ἐπιστολῶν – Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 29 Σεπτεμβρίου 2024

Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 29 Σεπτεμβρίου 2024, Κυριακὴ ΙΔ΄ Ἐπιστολῶν (Β΄ Κορ. α΄ 21 – β΄ 4)

21 ὁ δὲ βεβαιῶν ἡμᾶς σὺν ὑμῖν εἰς Χριστὸν καὶ χρίσας ἡμᾶς Θεός, 22 ὁ καὶ σφραγισάμενος ἡμᾶς καὶ δοὺς τὸν ἀρρα­βῶνα τοῦ Πνεύματος ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν. 23 Ἐγὼ δὲ μάρτυρα τὸν Θεὸν ἐπικαλοῦμαι ἐπὶ τὴν ἐμὴν ψυχήν, ὅτι φειδόμενος ὑμῶν οὐκέτι ἦλθον εἰς Κόρινθον. 24 οὐχ ὅτι κυριεύομεν ὑμῶν τῆς πίστεως, ἀλλὰ συνεργοί ἐσμεν τῆς χαρᾶς ὑμῶν· τῇ γὰρ πίστει ἑστήκατε.
Εκρινα δὲ ἐμαυτῷ τοῦτο, τὸ μὴ πάλιν ἐν λύπῃ ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς. 2 εἰ γὰρ ἐγὼ λυπῶ ὑμᾶς, καὶ τίς ἐστιν ὁ εὐφραίνων με εἰ μὴ ὁ λυπούμενος ἐξ ἐμοῦ; 3 καὶ ἔγραψα ὑμῖν τοῦτο αὐτό, ἵνα μὴ ἐλθὼν λύπην ἔχω ἀφ᾿ ὧν ἔδει με χαίρειν, πεποιθὼς ἐπὶ πάντας ὑμᾶς ὅτι ἡ ἐμὴ χαρὰ πάντων ὑμῶν ἐστιν. 4 ἐκ γὰρ πολλῆς θλίψεως καὶ συνοχῆς καρδίας ἔγρα­ψα ὑμῖν διὰ πολλῶν δακρύ­ων, οὐχ ἵνα λυπηθῆτε, ἀλ­λὰ τὴν ἀγάπην ἵνα γνῶτε ἣν ἔχω περισσοτέρως εἰς ὑ­μᾶς.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

21 Ἐκεῖνος λοιπόν πού δίνει τή βεβαιότητα καί σέ μᾶς καί σέ σᾶς, καί μᾶς στηρίζει νά μένουμε πιστοί καί ἀσά­λευτοι στό Χριστό καί πού μᾶς ἔχρισε μέ τή χάρη τοῦ Πνεύματός του, εἶναι ὁ Θεός. 22 Αὐτός καί μᾶς σφράγισε ὡς δικούς του καί ἔδωσε στίς καρδιές μας τό Πνεῦμα του ὡς ἀρραβώνα καί ἀσφα­­­­­λή ἐγγύηση γιά τό ὅτι θά ἐκπληρώσει ὅλες τίς ὑπο­­­­­­­σχέσεις πού μᾶς δίνει μέ τό Εὐαγγέλιό του. 23 Καί γιά νά ἐπανέλθω στό ζήτημα τοῦ ταξιδιοῦ μου, ἐπικαλοῦμαι τόν καρδιογνώστη Θεό νά δεῖ αὐτός τά βάθη τῆς ψυχῆς μου καί νά μαρτυρήσει ἄν εἶναι ἀλήθεια ὅτι δέν ἦλθα ἀκόμη στήν Κόρινθο ἐπειδή σᾶς λυποῦμαι καί δέν θέλω νά δοκιμάσετε τήν αὐστηρότητά μου. 24 Καί δέν λέω τό τελευταῖο αὐτό ἐπειδή δῆθεν εἴμαστε κύριοι τῆς πίστεώς σας καί ἔχουμε ἐξουσία ἐπάνω σας σάν νά εἶστε δοῦλοι μας. Ἀντιθέτως εἴμαστε συνεργάτες τῆς χαρᾶς σας καί θέλουμε νά συντελοῦμε ὥστε νά αὐξάνει ἡ χαρά σας. Καί ἀποκλείεται ὁλότελα νά ἐξουσιάζουμε τήν πίστη σας, διότι ἐσεῖς στέκεστε καλά καί εἶστε στερεωμένοι στήν πίστη.
Καί τό ἀποφάσισα αὐτό καί γιά τόν ἑαυτό μου. Βρῆ­­­κα δηλαδή καλύτερο καί γιά τόν ἑαυτό μου νά μήν ἔλθω πάλι σέ σᾶς ἀναγκασμένος κι ἐγώ νά σᾶς προ­­­­ξε­νῶ λύπη μέ τούς ἐλέγχους μου, ἀλλά κι ἐσεῖς νά μοῦ προ­ξενεῖτε λύπη μέ τίς ἀταξίες πού θά βλέπω ἀνά­με­­σά σας. 2 Ὁπωσδήποτε λοιπόν ἤ ἐγώ ἤ ἐσεῖς θά αἰσθανόμασταν λύπη. Διότι, ἐάν ἐγώ μέ τούς ἐλέγχους μου προκαλῶ λύπη μετανοίας σέ σᾶς, ποιός ἄλλος μέ εὐφραίνει παρά ἐκεῖνος πού δέχεται τούς ἐλέγχους μου καί λυπᾶται ἀπό τίς δικές μου ἐπιτιμήσεις; Ἔτσι, ἐάν δέν λυπᾶμαι ἐγώ, θά λυπάστε ὅμως ἐσεῖς. 3 Καί σᾶς ἔγραψα ἀκριβῶς αὐτό σέ προηγούμενη ἐπι­­­στο­λή μου, γιά νά διορθώσετε στό μεταξύ τίς ἀταξίες, ὥστε, ὅταν ἔλθω στήν Κόρινθο, νά τά βρῶ ὅλα ἐντά­­ξει καί νά μή νιώσω λύπη ἀπό ἐκείνους πού ἔπρε­­πε νά μοῦ δώσουν χαρά. Ἄλλωστε ἡ λύπη μου θά λυποῦσε κι ἐσᾶς. Διότι ἔχω γιά ὅλους σας τήν πε­ποί­θη­ση ὅτι ἡ χαρά μου εἶναι χαρά ὅλων σας. 4 Καί μή νομίσετε ὅτι γιά τούς ἐλέγχους πού σᾶς ἔγρα­­ψα στήν ἐπιστολή μου ἐκείνη ἐγώ δέν ἔνιωσα καμία λύπη. Διότι σᾶς ἔγραψα πλημμυρισμένος ἀπό θλίψη καί στενοχώρια στήν καρδιά μου, μέ δάκρυα πολλά, ὄχι γιά νά λυπηθεῖτε, ἀλλά γιά νά γνωρίσετε τήν ὑπερβολική ἀγάπη πού ἔχω γιά σᾶς.