Κυριακὴ E΄ Λουκᾶ – Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 3 Νοεμβρίου 2024

Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 3 Νοεμβρίου 2024, Ε΄ Λουκᾶ (Λουκ. ις΄ 19-31)

19 νθρωπος δέ τις ν πλούσιος, κα νεδιδύσκετο πορφύραν κα βύσσον ε­φ­ραινόμενος καθ᾿ μέραν λαμπρς. 20 πτωχς δέ τις ν νό­ματι Λάζαρος, ς βέβλητο πρς τν πυλνα ατο λ­κωμένος 21 κα πιθυμν χορτασθ­­ναι π τν ψιχίων τν πιπτόντων π τς τραπέζης το πλουσίου· λλ κα ο κύνες ρχόμενοι πέλειχον τ λκη ατο. 22 γένετο δ ποθανεν τν πτωχν κα πενεχθ­ναι ατν π τν γγέλων­ ες τν κόλπον βρα­άμ· πέθανε δ κα  πλούσιος κα τάφη. 23 κα ν τ δ πάρας τος φθαλμος ατο­­πάρχων ν βασάνοις, ρ τν βραμ π μακρόθεν κα Λάζαρον ν τος κόλποις ατο. 24 κα ατς φωνήσας ε­πε·­ πάτερ βραάμ, λέη­σόν με κα πέμψον Λάζαρον ­να βά­ψ τ κρον το δακτύλου ατο δατος κα καταψύξ τν γλσσάν μου, τι δυ­νμαι ν τ φλογ ταύτ. 25 επε δ βραάμ· τέκνον, μνήσθητι τι πέλαβες σ τ γαθά σου ν τ ζω­­ σου, κα Λάζαρος ­­­μοίως­ τ κακά· νν δ ­­δε πα­ρακαλεται, σ δ δυ­ν­σαι· 26 κα π πσι τούτοις με­ταξ μν κα μν χάσμα μέγα στήρικται, πως ο θέλοντες διαβναι νθεν πρς μς μ δύνωνται, μη­δ ο κεθεν πρς μς δια­περσιν. 27 επε δέ· ρωτ ον σε, πάτερ, να πέμψς ατν ες τν οκον το πατρός μου· 28 χω γρ πέντε δελ­φούς· πως διαμαρτύρηται­ ατος, να μ κα ατο λ­θωσιν ες τν τόπον το­τον τς βασάνου. 29 λέγει ατ βραάμ· ­­χουσι Μωϋσέα κα τος προφήτας· κουσάτωσαν α­τν. 30  δ επεν· οχί, πάτερ βραάμ, λλ᾿ άν τις π νεκρν πορευθ πρς α­τούς, μετανοήσουσιν. 31 επε δ ατ· ε Μωϋσέως κα τν προφητν οκ κούουσιν, οδ άν τις κ νεκρν ναστ πεισθή­σον­ται.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

19 Συνεχίζοντας ὁ Κύριος τή διδασκαλία του γιά τήν κα­λή χρησιμοποίηση τοῦ πλούτου, εἶπε καί τήν ἀκό­λου­θη παραβολή: Ὑπῆρχε κάποιος πλούσιος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖ­ος φοροῦσε βασιλικά ἐνδύματα. Ἀπ’ ἔξω φοροῦσε ἕνα μάλ­λινο κόκκινο καί πανάκριβο ροῦχο, κι ἀπό μέσα φο­ροῦσε λευκό χιτώνα πολυτελή ἀπό λεπτό αἰγυπτια­κό λινάρι. Καί διασκέδαζε σέ πλούσια συμπόσια κά­θε μέρα μέ μεγαλοπρέπεια. 20 Ἦταν ὅμως καί κάποιος φτωχός πού λεγόταν Λάζαρος, ὁ ὁποῖος ἦταν γεμάτος πληγές καί παραπεταμένος κοντά στήν ἐξώ­πορ­τα τοῦ πλουσίου. 21 Καί προσπαθοῦσε νά χορτάσει ἀπό τά ψίχουλα πού ἔπεφταν ἀπό τό τραπέζι τοῦ πλουσίου. Ἀλλά σά νά μήν τοῦ ἔφτανε ἡ στέρησή του αὐτή, καθώς ἦταν καί σχεδόν γυ­μνός, ἔρχονταν καί οἱ σκύλοι καί ἔγλειφαν τίς πληγές του. Παρόλα αὐτά ὅμως ὁ Λάζαρος δέν ἔβγαζε ἀπό τό στόμα του οὔτε τήν παραμικρή λέξη παραπόνου ἐ­να­ν­τί­ον τοῦ πλουσίου ἤ κάποιο γογγυσμό ἐναντίον τοῦ Θε­οῦ. 22 Κάποτε λοιπόν πέθανε ὁ φτωχός, καί οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ τόν μετέφεραν στήν ἀγκαλιά τοῦ Ἀβραάμ, γιά νά βρεῖ ἀνάπαυση ἐκεῖ μέσα στόν παράδεισο. Πέθανε κάποτε καί ὁ πλούσιος, καί οἱ ἄνθρωποι τόν ἔθαψαν μέ μεγαλοπρέπεια. Πουθενά ὅμως δέν φάνηκαν γι’ αὐτόν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ. 23 Καί στόν τόπο τοῦ Ἅδη, καθώς βασανιζόταν, σήκωσε τά μάτια του καί εἶδε ἀπό μακριά τόν Ἀβραάμ καί τόν Λάζαρο νά εἶναι στήν ἀγκαλιά του. 24 Αὐτός λοιπόν πού στή γῆ τά εἶχε ὅλα καί δέν παρα­καλοῦσε κανένα νά τόν βοηθήσει, φώναξε τώρα καί εἶπε: Πατέρα μου Ἀβραάμ, σπλαχνίσου με. Λυπήσου με καί στεῖλε τόν Λάζαρο νά βρέξει μέ νερό τήν ἄκρη τοῦ δακτύλου του καί νά δροσίσει τή γλώσσα μου, διότι βασανίζομαι καί ὑποφέρω μέσα σ’ αὐτή τή φωτιά. 25 Ὁ Ἀβραάμ ὅμως τοῦ ἀπάντησε: Παιδί μου, θυμήσου ὅτι ἐσύ ἀπόλαυσες μέ τό παραπάνω τά ἀγαθά σου ὅταν ζοῦσες στή γῆ. Ἐνῶ ὁ Λάζαρος ἀντίστοιχα ἀπόλαυσε τά κακά τῆς δυστυχίας καί τῆς ἀσθένειας. Τώρα ὅμως ἐδῶ ὁ Λάζαρος παρηγορεῖται γι’ αὐτά πού ὑπέφερε τότε συνεχῶς, ἐνῶ ἐσύ ὑποφέρεις καί βασα­νί­ζεσαι χωρίς διακοπή, ὅπως ἀδιάκοπη καί συνεχής ἦταν ἡ εὐτυχία σου πά­νω στή γῆ. 26 Κι ἐκτός ἀπ’ ὅλα αὐτά ὑπάρχει ἀνάμεσά μας μεγάλο χάσμα, ὥστε αὐτοί πού θέλουν νά διαβοῦν ἀπό ἐδῶ σέ σᾶς νά μήν μποροῦν, ἀλλά οὔτε κι ὅσοι εἶναι ἀπό ἐκεῖ νά μποροῦν νά περάσουν ἀπέναντι σέ μᾶς. 27 Εἶπε πάλι ὁ πλούσιος: Ἀφοῦ κάθε ἄνθρωπος πού ἔμεινε ἀμετανόητος στήν ἐπίγεια ζωή του, μετά τό θάνατό του δέν ἔχει πλέον καμία ἐλπίδα, σέ παρακαλῶ λοιπόν, πάτερ, στεῖλε τόν Λάζαρο στό σπίτι τοῦ πατέρα μου. 28 Διότι ἔχω πέντε ἀδελφούς. Στεῖλε τον νά τούς βεβαιώσει ὡς αὐτόπτης μάρτυρας γιά ὅσα συμβαίνουν ἐδῶ, γιά νά μήν ἔλθουν κι αὐτοί στόν τόπο αὐτό τῆς τιμωρίας καί τῶν βασάνων πού βρίσκομαι ἐγώ. 29 Τοῦ λέει ὁ Ἀβραάμ: Ἔχουν τόν Μωυσῆ καί τούς προ­φῆτες πού τούς βεβαιώνουν γι’ αὐτά. Ἄς ἀκούσουν ἐκεί­νους. 30 Ἐκεῖνος τότε τοῦ εἶπε: Ὄχι, πάτερ Ἀβραάμ, δέν θά ὑπακούσουν στό Μωυσῆ καί στούς προφῆτες. Ἐάν ὅμως πάει σ’ αὐτούς κάποιος ἀπό τούς νεκρούς, θά με­τανοήσουν. 31 Τοῦ εἶπε τότε ὁ Ἀβραάμ: Ἐάν δέν ἔχουν τήν κα­λή δι­ά­θεση νά ὑπακούσουν στό Μωυσῆ καί στούς προ­φῆ­τες, δέν θά πεισθοῦν, ἀκόμη κι ἄν ἀναστηθεῖ κάποιος ἀπό τούς νεκρούς. Διότι, ὅταν ἀτονήσει ἡ πρώτη τους ἐντύπωση ἀπό τήν ἀνάσταση, θά ἐπανέλθουν πά­λι στήν προηγούμενή τους σκληρότητα.