Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 10 Νοεμβρίου 2024, Κ΄ Κυριακῆς Ἐπιστολῶν (Γαλ. α΄ 11-19)
Ἀδελφοί, γνωρίζω ὑμῖν τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ᾿ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι᾿ ἀποκαλύψεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Ἠκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ, ὅτι καθ᾿ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, καὶ προέκοπτον ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων. Ὅτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς Ἀραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν. ῎Επειτα μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε· ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ ᾿Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.
ΛΟΓΙΑ ΘΕΪΚΑ
«Τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ᾿ ἐμοῦ οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον»
Μὲ ἔνταση ψυχῆς ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπευθύνει τὰ λόγια αὐτὰ στοὺς Χριστιανοὺς τῆς Γαλατίας, οἱ ὁποῖοι κινούμενοι ἀπὸ ὑπέρμετρο ζῆλο εἶχαν παρεκκλίνει ἀπὸ αὐτὰ ποὺ τοὺς εἶχε διδάξει. Θεωροῦσαν ὅτι πρέπει νὰ ἐφαρμόζουν καὶ τὸν Μωσαϊκὸ νόμο, νὰ δεχθοῦν ἀκόμη καὶ τὴν περιτομή. Ὁ Ἀπόστολος λοιπόν, προκειμένου νὰ ὑπερασπισθεῖ τὴν ἀποστολική του ἰδιότητα, ἀναγκάζεται νὰ τοὺς τονίσει ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ τοὺς δίδαξε δὲν εἶναι ἀνθρώπινη ἐπινόηση, ἀλλὰ ἀποκάλυψη τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Μὲ τὴν ἀφορμὴ αὐτὴ ἂς σταθοῦμε σήμερα στὴν ἀξία τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, τὸ ὁποῖο, ὅπως θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια, εἶναι θεόπνευστο, εἶναι αἰώνιο καὶ ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία.
1. Θεόπνευστο
Τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο περιλαμβάνει τὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τὸ κήρυξε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, χωρὶς νὰ τὸ ἔχει διδαχθεῖ ἀπὸ κάποιον ἄνθρωπο, «ἀλλὰ δι᾿ ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ», ὅπως ἀκούσαμε στὴν ἀποστολικὴ περικοπή. Τὸ παρέλαβε ἀπευθείας μὲ θεία ἀποκάλυψη. Αὐτὸ σημαίνει ἁπλὰ ὅτι ὅλα, ὅσα περιλαμβάνονται στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, δὲν ἀποτελοῦν ἀνθρώπινες σκέψεις καὶ φιλοσοφίες. Τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι ὁ ἀλάθητος λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους, ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ σὲ κάθε ἄνθρωπο προσωπικά.
«Πᾶσα γραφὴ θεόπνευστος» (Β΄ Τιμ. γ΄ 16), σημειώνει ἀλλοῦ ὁ Ἀπόστολος. Ὅλη ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι θεόπνευστη. Δηλαδὴ ἔχει συγγραφεῖ μὲ τὸν ἄμεσο φωτισμὸ καὶ τὴν ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· μὲ τὴν καθοδήγηση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Μέσα ἀπὸ τὰ ἱερὰ κείμενά της μᾶς ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός. Μᾶς φανερώνει τὸν Ἑαυτό του, τὸ ἅγιο θέλημά του· μᾶς διδάσκει τὴ μόνη ἀλήθεια, τὴ θεϊκή του ἀλήθεια. Τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο εἶναι ἡ μόνη καθαρὴ πηγὴ τῆς ἀλήθειας.
2. Αἰώνιο
Ἐπειδὴ ἀκριβῶς τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι θεόπνευστο, εἶναι ἑπομένως καὶ αἰώνιο, καθὼς περιλαμβάνει τὰ θεῖα λόγια τοῦ αἰώνιου, τοῦ ἀναλλοίωτου Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ὑπάρχει πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου. Τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ πάνσοφου Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος γνωρίζει τὰ πάντα καὶ σὲ τέλειο βαθμό. Γι᾿ αὐτὸ ἔχει αἰώνια ἰσχύ, ἀκατάλυτο κύρος. Τὸ βεβαίωσε ὁ Κύριος λέγοντας: «Ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου ἕως ἂν πάντα γένηται» (Ματθ. ε΄ 18). Δηλαδή, ὅσο ὑπάρχει ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, οὔτε ἕνα γιῶτα ἢ ἕνα κόμμα δὲν πρόκειται νὰ χαθεῖ ἀπὸ τὸν Νόμο.
Ἐσφαλμένα λένε κάποιοι ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο ἔχει παρωχημένες ἰδέες, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἐφαρμοσθοῦν σήμερα, ἐπειδὴ γράφτηκε σὲ ἄλλη ἐποχή. Μάταια δὲ ὑποστηρίζουν ὅτι πρέπει νὰ ἐκσυγχρονισθεῖ· νὰ προσαρμοσθεῖ στὰ σύγχρονα δεδομένα. Τὸ Εὐαγγέλιο δίνει ἀπαντήσεις στὶς βαθύτερες ὑπαρξιακὲς ἀναζητήσεις ὅλων τῶν ἀνθρώπων ὅλων τῶν ἐποχῶν. Δίνει νόημα στὰ πάντα, στὶς χαρές, τὶς τέρψεις, τὶς ἀπολαύσεις, τὴν εὐτυχία, τὸν πόνο, τὴ θλίψη, τὸν θάνατο, καὶ φανερώνει τί ὑπάρχει ἔπειτα ἀπὸ αὐτόν. Δίνει κατευθύνσεις γιὰ ὅλα τὰ βασικὰ ἐρωτήματα ποὺ ἀπασχολοῦν τὸν ἄνθρωπο. Τὸν βοηθεῖ νὰ γνωρίσει τὸν Θεό.
3. Ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία
Τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία. Εἶναι ἡ μόνη ὁδὸς σωτηρίας, ὁ μοναδικὸς δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὸν Κύριο καὶ στὴν οὐράνια Βασιλεία του. Τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ «δύναμις Θεοῦ ἐστιν εἰς σωτηρίαν» (Ρωμ. α΄ 16), σημειώνει ὁ θεῖος Ἀπόστολος. Εἶναι δύναμη Θεοῦ ποὺ παρέχει αἰώνια σωτηρία. Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις ποὺ δίνει σὲ καίρια ἐρωτήματα, τὰ ὁποῖα ἀφοροῦν στὴν παρούσα ζωή, τὸ σημαντικότερο εἶναι ὅτι μᾶς ἀναγεννᾶ, μᾶς ἀνακαινίζει, φωτίζει τὴ διάνοιά μας, ἀπομακρύνει τὸ σκοτάδι τῆς πλάνης ἀπὸ τὴν ψυχή μας· μᾶς λυτρώνει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, μᾶς ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ διαβόλου, μᾶς ὁδηγεῖ μὲ ἀσφάλεια στὴ συνάντηση μὲ τὸν Θεό, μᾶς εἰσάγει τέλος στὴ χαρὰ τῆς Βασιλείας του, στὴν αἰώνια πατρίδα μας.
Ἀμέτρητα εἶναι στὴν Ἱστορία τὰ παραδείγματα τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἀπὸ ἕνα λόγο τοῦ Εὐαγγελίου ἄλλαξαν ζωή, συγκλονίσθηκαν, μετανόησαν καὶ ἀκολούθησαν ἀποφασιστικὰ τὸν δρόμο τοῦ Κυρίου. Μία τέτοια θαυμαστὴ μεταστροφὴ συνέβη, γιὰ παράδειγμα, στὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο, ὁ ὁποῖος διάβασε κάποτε λίγους στίχους ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἄλλαξε ὅλη του ἡ ζωή, καὶ ἀναδείχθηκε σπουδαῖος Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἂς μελετοῦμε λοιπὸν τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο μὲ τὴ συνείδηση ὅτι μᾶς ὁμιλεῖ καὶ μᾶς ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός. Ἂς μὴν τὸ προσαρμόζουμε στὰ δικά μας μέτρα ἢ στὰ πάθη μας. Ἂς ὁρίζουμε δὲ τὴ ζωή μας σύμφωνα μὲ τὶς ἅγιες ἐντολές του, διότι τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι θεόπνευστο, ἔχει κύρος αἰώνιο καὶ ὑποδεικνύει τὴ μόνη ἀσφαλὴ ὁδὸ γιὰ νὰ συναντήσουμε τὸν Κύριο καὶ νὰ κληρονομήσουμε τὴν οὐράνια Βασιλεία του.