09. «Εἶχον ἅπαντα κοινά»

Μεταφορτώσεις

Θέμα για τους κυκλάρχες

 

῾Η ζωή τῶν πρώτων Χριστιανῶν τῶν ῾Ιεροσολύμων ἀποτελεῖ τήν αἰώνια δόξα τῆς ᾿Εκκλησίας μας. ῏Ηταν οὐράνιοι ἄνθρωποι. ᾿Αποτελοῦσαν μιά θαυμαστή κοινότητα ἀνάμεσα στούς ὑπόλοιπους ᾿Ιουδαίους, τήν ὁποία καμία ἀνθρωπίνη νομοθεσία δέν ἦταν σέ θέση νά πραγματοποιήσει. Αἰσθάνονταν ὅλοι ὡς ἀδελφοί μεταξύ τους. Οἱ στίχοι πού θά μελετήσουμε στήν παρούσα συμμελέτη μας θά γεμίσουν τήν καρδιά μας ἀπό θαυμασμό γιά τόν ἐκπληκτικό αὐτό καρπό τῆς Χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος.

Μελέτη περικοπῆς· Πράξ. β´ 42-47.

1. ῎Ας δοῦμε κατ᾿ ἀρχάς τόν πρῶτο στίχο τῆς περικοπῆς. ῾Η ἑρμηνεία του μᾶς βοηθεῖ στό νά μεταφερθοῦμε νοερά στίς ἡμέρες τῶν πρώτων Χριστιανῶν τῆς ῾Ιερουσαλήμ. Τί τονίζει, ὡς πρῶτο, ὁ ἱερός συγγραφέας στόν στίχο αὐτό; Τήν ἀνύστακτη προσοχή τῶν πιστῶν στήν ἀκρόαση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τόν ὁποῖο τούς κήρυσσαν οἱ ἅγιοι ᾿Απόστολοι. ῾Η ἀκρόαση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ἦταν ἡ τροφή τῆς ψυχῆς τους. ῏Ηταν δέ τακτική, ὅπως τακτική εἶναι καί ἡ ὑλική τροφοδοσία τοῦ σώματός μας. «῞Ο,τι εἶναι ὁ ἄρτος ὁ ἐπίγειος διά τό σῶμα, εἶναι καί ὁ λόγος τοῦ Κυρίου διά τάς ψυχάς. ῾Ο παραμένων ἄσιτος ὁδηγεῖται εἰς ἐξάντλησιν, ἐν τέλει δέ καί εἰς αὐτόν τόν θάνατον. ῾Ο μή τρεφόμενος καθημερινῶς διά τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ θά πάθῃ ἐν τῇ ψυχή του τά αὐτά» (Π. Ν. Τρεμπέλας). ῎Ας διερωτηθοῦμε: Τρεφόμαστε ἄραγε κι ἐμεῖς πνευματικά μέ τόν θεῖο λόγο μέ τήν ἴδια προθυμία, μέ τήν ὁποία τρέφονταν οἱ πρῶτοι Χριστιανοί; ῎Η μήπως ἔχουμε ἀνορεξία καί αἰσθανόμαστε κορεσμό, πού εἶναι σημεῖα ἀσθένειας;

Τί σημαίνει ἡ λέξη «κοινωνία»; Πῶς ἑρμηνεύεται; Πρόκειται γιά τή μεταξύ τους ἐπικοινωνία καί ἑνότητα. ῏Ηταν ἄραγε ὅλοι ἄνθρωποι τῆς ἴδιας κοινωνικῆς τάξεως καί θέσεως; ᾿Ασφαλῶς ὄχι. ῾Υπῆρχαν καί πρώην Τελῶνες καί Φαρισαῖοι μεταξύ τους. ῾Η Χάρις ὅμως τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος τούς εἶχε ἐξαγιάσει ὅλους καί αἰσθάνονταν ὡς ἴσοι μεταξύ τους καί ὡς ἀδελφοί. Τί ἐπιτυγχανόταν μέ τή καθημερινή μεταξύ τους ἐπικοινωνία; ῾Η διατήρηση τοῦ ζήλου τῆς ψυχῆς τους, ἡ ἀνανέωση ἡ πνευματική καί ἡ βοήθεια γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν διάφορων δυσκολιῶν ἐκ μέρους τῶν ἀπίστων. Θυμάστε τί λέει σχετικά ἡ Παλαιά Διαθήκη; «ἀδελφός ὑπ᾿ ἀδελφοῦ βοηθούμενος ὡς πόλις ὀχυρά καί ὑψηλή» (Παρ. ιη΄ 19) (βλ. ᾿Εκκλ. δ´ 9-10).

Η ὑπόλοιπη φράση «ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καί ταῖς προσευχαῖς» ἀναφέρεται στή λατρευτική ζωή τῶν πρώτων Χριστιανῶν. Καί ὅπως φαίνεται ἀπό τήν ἑρμηνεία, πρόκειται γιά τήν τέλεση τοῦ Μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας, στό ὁποῖο μετεῖχαν συχνότατα. ῾Η θεία Εὐχαριστία τούς ὑπενθύμιζε τήν ὅλη ἁγία ζωή καί τόν σωτήριο θάνατο τοῦ Κυρίου καί τούς ἕνωνε μυστικάμέ ᾿Εκεῖνον, ὁ ῾Οποῖος εἶναι ἡ πηγή τοῦ ἁγιασμοῦ. Μεταλάμβαναν δέ καθημερινά. ῞Οπως ἀναφέρει τριακόσια καί πλέον ἔτη ἀργότερα ὁ Μέγας Βασίλειος, «τό κοινωνεῖν καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν καί μεταλαμβάνειν τοῦ ἁγίου Σώματος καί Αἵματος τοῦ Χριστοῦ καλόν καί ἐπωφελές» (ΕΠΕ 3, 502). ῾Ως πρός τή συχνότητα τῆς προσελεύσεως στό ἱερό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὁ ἱερός Χρυσόστομος γράφει ὅτι οἱ «μετά καθαροῦ συνειδότος» καί «μετά βίου ἀλήπτου… ἀεί προσίτωσαν» (ΕΠΕ 25, 38). ῞Οσοι δηλαδή ἔχουν καθαρή συνείδηση καί προσεκτική ζωή, μποροῦν νά κοινωνοῦν συνεχῶς. ᾿Επειδή ὅμως ἡ συνείδησή μας δέν μᾶς ἐπιτρέπει πάντοτε νά προσερχόμαστε, τόν λόγο ἔχει σέ αὐτό ὁ Πνευματικός μας.

2. ῎Ας δοῦμε τόν ἑπόμενο στίχο. Σχετικά μέ ποιό φόβο γίνεται ἐδῶ λόγος; Σχετικά μέ τόν φόβο ὁ ὁποῖος ἐγεννᾶτο μέσα στίς ψυχές καί τῶν πιστῶν καί τῶν ἀπίστων ἀπό τή θαυμαστή μεταβολή πού ἔβλεπαν στή συμπεριφορά τῶν πρώην ᾿Ιουδαίων καί τώρα πιστῶν Χριστιανῶν, ἡ ὁποία δέν ἐξηγοῦνταν ἀνθρωπίνως, ἀλλά καί ἀπό τά θαύματα πού γίνονταν μέσῳ τῶν ᾿Αποστόλων. ῏Ηταν φυσικό νά αἰσθάνονται αὐτό τόν ἱερό φόβο, σημειώνει ὁ ἅγιος Ἰω. ὁ Χρυσόστομος, «τοσαύτην μεταβολήν ἰδόντες· τάχα δέ καί ἀπό τῶν σημείων (=θαυμάτων)» (ΕΠΕ 15, 206).

Τί ἐπιτυγχανόταν μέ τά θαύματα καί τήν ἀλλαγή τῆς ζωῆς τους; ῾Ο σεβασμός τῶν ἀπίστων ἀπέναντί τους. ῎Εβλεπαν καί αὐτοί ὅτι συνέβαινε μέ τούς πιστούς κάτι τό ἔκτακτο καί ἐντυπωσιακό. Καί ἀντιλαμβάνονταν ὅτι ὁ Θεός ἦταν μαζί τους. Αὐτό ἐπιδροῦσε ὡς μαγνήτης ἰσχυρός καί εἵλκυε πολλούς κοντά τους καί γίνονταν μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας.

3. Οἱ ἑπόμενοι στίχοι τῆς περικοπῆς (44-45) παρουσιάζουν ζωηρά τή θαυμάσια κοινωνική ζωή τῶν μελῶν τῆς πρώτης ᾿Εκκλησίας. Τί τονίζουν;

α) Τήν ἑνότητα μεταξύ τους: «ἦσαν ἐπί τό αὐτό». ῏Ηταν ἑνωμένοι χωρίς διχόνοιες ἀνάμεσά τους. ῾Υπῆρχε «ἀδιάστατος ὁμόνοια καί στοργή», σημειώνει ὁ ἑρμηνευτής Θεοφύλακτος (῾Υπόμνημα). Πῶς τό ἐπιτύγχαναν αὐτό; Μέ τή Χάρι τοῦ Παναγίου Πνεύματος, τό ῾Οποῖο τούς διατηροῦσε ταπεινούς καί ἀνύστακτους ἀγωνιστές ἐνάντια στόν ἐγωισμό, τήν αἰτία αὐτή ὅλων τῶν διχοστασιῶν. Πρόσεχαν ὥστε νά προσαρμόζουν πλήρως τή ζωή τους πρός τούς λόγους τοῦ Κυρίου, «ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοί μαθηταί ἐστε, ἐάν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» (᾿Ιω. ιγ´ 35). Ποῦ ὀφείλονται ἄραγε οἱ ἔριδες καί διχοστασίες, πού παρατηροῦνται στίς ἡμέρες μας; (῎Ας ποῦν τά μέλη τίς σκέψεις τους).

β) Τί ἄλλο τονίζεται ἐδῶ ὡς πρός τή ζωή τῶν πρώτων Χριστιανῶν; ῾Η ἔμπρακτη φιλανθρωπία μεταξύ τους. ῾Η κοινωνία καί ἑνότητα μεταξύ τους δέν ἐξαντλοῦνταν μόνο στήν ἀκρόαση τοῦ θείου λόγου, τίς προσευχές καί τή συμμετοχή στή θεία Εὐχαριστία, ἀλλά ἔφθανε καί στά ὑλικά καί τίς ἀνάγκες τοῦ καθενός. Δέν ἔμεναν ἀδιάφοροι μπρός στά προβλήματα τοῦ ἄλλου, τόν ὁποῖο θεωροῦσαν ὡς ἀδελφό τους. Πρόσεχαν μάλιστα οἱ πλούσιοι νά μήν πληγώνουν μέ τή συμπεριφορά τους τούς πτωχότερους. Πρόσφεραν ἀπό τά πλούσια ἐνδεχομένως φαγητά τους στούς πτωχούς, τρώγοντας ὅλοι ὡς ἀδελφοί στά κοινά δεῖπνα, τίς ὀνομαζόμενες «ἀγάπες».

῞Οταν λέει ὅτι «εἶχον ἅπαντα κοινά», ἐννοεῖ ἄραγε τήν κοινοκτημοσύνη; ῎Οχι μέ τή νομική ἔννοια τῆς λέξεως, ἀλλά μᾶλλον τήν κοινοχρησία. ᾿Ελεύθερα οἱ πλουσιότεροι διέθεταν τά ἀγαθά τους γιά τήν κάλυψη τῶν ἀναγκῶν τῶν πτωχότερων καί πουλοῦσαν τά κτήματά τους γιά τόν σκοπό αὐτό, χωρίς νά ἀναγκάζονται ἀπό κανέναν. Κινητήρια δύναμη ἦταν ἡ ἀγάπη μεταξύ τους καί μόνο. Μποροῦσαν δέ νά προσφέρουν ὅσα ἔκριναν οἱ ἴδιοι καί ὄχι ὅλα τά ἀγαθά τους. Πῶς γνωρίζουμε ὅτι δέν τούς ὑποχρέωνε κανείς νά προσφέρουν τά πάντα γιά τούς πτωχούς; ᾿Από τό περιστατικό μέ τόν ᾿Ανανία καί τή Σαπφείρα, τό ὁποῖο θά δοῦμε σέ προσεχή συμμελέτη μας (βλ. Πράξ. κεφ. ε´ 1-11).

4. Σχετικά μέ τί μιλοῦν οἱ τελευταῖοι στίχοι τῆς περικοπῆς μας; (46-47). α) Σχετικά μέ τό ὅτι οἱ πιστοί δέν εἶχαν διακόψει ἀπότομα τίς σχέσεις μέ τή λατρεία τῶν ᾿Ιουδαίων. Γιατί; Διότι «ὁ αὐτός Θεός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἦτο καί Θεός τῆς Καινῆς Διαθήκης. ᾿Ελάτρευον λοιπόν αὐτόν καί ἐν τῷ ναῷ του, ἀλλά καί προσέφερον τήν θυσίαν τῆς εὐχαριστίας εἰς τά ὑπερῶα των. Δέν εἶχεν ἀκόμη ἐπιστῆ ὁ χρόνος καθ᾿ ὅν ἡ δημοσία καθημερινή λατρεία θά μετεβιβάζετο ὁριστικῶς εἰς τήν καθολικήν ἐκκλησίαν, καταλυομένης πλήρως τῆς ἐν τῷ ναῷ τῶν ᾿Ιουδαίων λατρείας» (Π. Ν. Τρεμπέλας).

β) Σχετικά μέ τήν ἀγαλλίαση ἡ ὁποία πλημμύριζε τίς ψυχές τους. Ποῦ ὀφειλόταν αὐτή ἡ ἀγαλλίαση; Μήπως στά πλούτη τους καί στά ἐκλεκτά φαγητά τους; Τίποτε ἀπό αὐτά. ῾Η τροφή τους ἦταν ἁπλούστατη. «Τροφῆς οὐ τρυφῆς μετελάμβανον», σημειώνει ὁ ἱερός Χρυσόστομος καί προσθέτει: «᾿Εντεῦθεν, ἀγαπητέ, μάνθανε ὡς οὐχ ἡ τρυφή, ἀλλ᾿ ἡ τροφή τήν ἀπόλαυσιν ποιεῖ» (ΕΠΕ 15, 204). Τί ἄλλο συνέβαλλε στήν ἀγαλλίασή τους; ῾Η ἀφελότητα τῆς καρδιᾶς τους. Δηλαδή; «῾Η παιδική διάθεσις πρός τόν Θεόν καί πρός ἀλλήλους» (῾Υπόμνημα). ῾Η ἁπλότητα καί εἰλικρίνεια μεταξύ τους, καί κυρίως ἡ ἔλλειψη πονηριᾶς καί ἰδιοτέλειας, αἱ ὁποῖες χαρακτηρίζουν ἀρκετούς σύγχρονούς μας.

γ) Μιλοῦν ἀκόμη γιά τή δοξολογία, πού ἀνέπεμπαν καθημερινά πρός τόν Θεό γιά ὅσα τούς χάριζε μέ τήν πίστη καί κοινωνία μαζί Του, καθώς καί γιά τήν ἐκτίμηση πού ἔτρεφε ὁ λαός ἀπέναντί τους. Ποῦ ὀφειλόταν ἡ ἐκτίμηση τοῦ λαοῦ; Στήν παραδειγματική καί ἁγία ζωή τους.

δ) Τονίζουν τέλος ὅτι ὁ Κύριος πρόσθετε καθημερινά καί νέα μέλη στήν ᾿Εκκλησία Του. ᾿Εκεῖνος ἦταν Αὐτός πού αὔξανε τήν ἄμπελο τῆς ᾿Εκκλησίας. Οἱ ᾿Απόστολοι καί οἱ ἄλλοι ἦταν ἁπλῶς οἱ «φυτεύοντες καί οἱ ποτίζοντες», καθώς γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Α´ Κορ. γ´ 5-7). Γι’ αὐτό τίποτε δέν μποροῦσε νά ἀνακόψει τήν αὔξηση αὐτῶν πού σώζονταν. ῎Ας ἐμπιστευόμαστε λοιπόν κι ἐμεῖς στήν πρόνοιά Του ὅλα ὅσα ἀφοροῦν στήν ᾿Εκκλησία μας.

ΣΥΝΘΗΜΑ: «Εἶχον ἅπαντα κοινά» (Πράξ. β´ 44).