Μεταφορτώσεις
Θέμα για τους κυκλάρχες |
Πλησιάζουν καί ἐφέτος, σύν Θεῷ, τά Χριστούγεννα· ἡ μεγάλη Δεσποτική ἑορτή, πού εἶναι ἡ ἀφετηρία ὅλων τῶν ἑορτῶν τῆς Ἐκκλησίας μας. Οἱ προεόρτιοι ὕμνοι, πού ἀντηχοῦν ἤδη στούς ἱερούς μας ναούς, ἔχουν δημιουργήσει μέσα μας εὐφρόσυνο κλίμα προσδοκίας τῆς ἑορτῆς. Στή σημερινή συμμελέτη μας θά στρέψουμε τόν νοῦ μας στό «ξένον» καί «παράδοξον μυστήριον», ὅπως λέει ἡ Καταβασία, τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ καί θά προσπαθήσουμε νά ἐμβαθύνουμε, κατά τό δυνατόν, σέ αὐτό.
Μελέτη περικοπῆς: Α´ Τιμ. γ´ 16.
1. Μέσα στόν στίχο αὐτό περιέχεται περιληπτικά ἡ ἀλήθεια γιά τό μέγα μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως. Παρουσιάζεται τό γεγονός, τό ἐξακριβωμένο καί ἱστορικά, τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ καί ὁ σκοπός τοῦ ἐκπληκτικοῦ γεγονότος. Θά μποροῦσε νά χαρακτηρισθεῖ ὁ στίχος αὐτός ὡς ὁ πυρήνας τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Ὅταν σκεφτόμαστε αὐτό τὀ μέγα μυστήριο, τό πῶς καί γιατί ἔγινε ἄνθρωπος ὁ Θεός, τί θαυμάζουμε περισσότερο; Τί γεννιέται ἀμέσως στήν καρδιά μας, καθώς βλέπουμε τίς ἱερές εἰκόνες τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ καί μελετοῦμε τά σχετικά ἱερά κείμενα; Ποιός ἦταν Αὐτός πού ἀνακλίθηκε στή φάτνη καί γιατί ἦλθε στή γῆ μας; (Ἀφοῦ ποῦν τά μέλη τίς σκέψεις τους, συνοψίζουμε καί τακτοποιοῦμε τίς σκέψεις ὡς ἑξῆς):
Βεβαίως δέν πρέπει νά λησμονοῦμε ὅτι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ μυστήριο μέγα, ὅπως γράφει ὁ Ἀπόστολος. Δέν τό συλλαμβάνει ὁ νοῦς μας σέ ὅλες τίς διαστάσεις του. «Οὐ φέρει τό μυστήριον ἔρευναν», θά ἀκούσουμε νά ψάλλεται στούς ναούς μας κατά τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής γράφει ὅτι «τό μέγα τῆς ἐνανθρωπήσεως μυστήριον, ἀεί μένει μυστήριον». Ὄχι δέ μόνο, λέει, διότι πολλά ἀπό αὐτά πού σχετίζονται μέ τό μυστήριο αὐτό δέν φαίνονται, ὅπως ἡ εὐδοκία καί βούληση τοῦ Θεοῦ Πατρός, ἡ συνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος κλπ., ἀλλά διότι καί ἀπό αὐτά πού φαίνονται, πολλά δέν μποροῦμε νά τά κατανοήσουμε, πῶς δηλαδή ἦταν συγχρόνως Θεός καί ἄνθρωπος ἀναμάρτητος κλπ. (PG 90, 1184).
2. Μποροῦμε ὅμως νά σκεφθοῦμε ὅτι στό μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως διαφαίνεται πρωτίστως ἡ μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὅτι εἶναι τό μυστήριο τῆς ἄπειρης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Πῶς κατανοοῦμε αὐτό;
Θυμάστε τή νυχτερινή συζήτηση πού εἶχε ὁ Θεάνθρωπος μέ τόν Φαρισαῖο Νικόδημο; Τί εἶπε τότε ὁ Κύριος μεταξύ τῶν ἄλλων στόν Νικόδημο; «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον» (Ἰω. γ´ 16). Νά σκεφθοῦμε καλύτερα αὐτή τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἤμασταν ἄραγε οἱ ἄνθρωποι ἄξιοι αὐτῆς τῆς ἀγάπης, ὥστε νά στείλει ὁ Θεός τόν Υἱό Του στή γῆ; Σέ ποιούς Τόν ἀπέστειλε; Δέν ἤμασταν ἄξιοι τῆς ἀγάπης Του. Δέν Τόν θέλαμε κἄν οἱ ἄνθρωποι στή ζωή μας (βλ. Ἰώβ κα´ 14).
Ἀφοῦ δέχθήκαμε τήν εἰσήγηση τοῦ Σατανᾶ, φύγαμε μακριά ἀπό τόν Θεό. Δέν εἴχαμε πλέον σχέση μαζί Του. Ἐνῶ μᾶς εἶχε προικίσει μέ ἔξοχα καί θεῖα χαρίσματα, ἀγνοήσαμε τόν Εὐεργέτη μας καί λατρεύαμε τά εἴδωλα. Καί ὅμως, ὁ περιφρονημένος ἀπό τούς ἀνθρώπους Δημιουργός μας, «αὐτός πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς», γράφει ὁ Μαθητής τῆς ἀγάπης (Α´ Ἰω. δ´ 19). Δέν περίμενε νά Τόν καλέσουν οἱ ἄνθρωποι. «Σῶσαι θέλων τόν κόσμον ὁ τῶν ὅλων Κοσμήτωρ πρός τοῦτον αὐτεπάγγελτος (=ἀπό μόνος του, χωρίς νά τοῦ τό ζητήσει κανείς) ἦλθε», λένε καί οἱ «Χαιρετισμοί» τῆς Θεοτόκου. «Εἶδες ἀγάπην πάντα λόγον, πάντα ὑπερβαίνουσαν νοῦν;», ρωτᾶ ὁ ἱερός Χρυσόστομος. «Τίς ὁ ὑβρισμένος; Αὐτός. Τίς ὁ πρῶτος ἐλθών εἰς καταλλαγάς; Αὐτός… ὑβρισθείς οὐ μόνον οὐκ ἀπῄτησε δίκην (δέν θέλησε νά τιμωρήσει τούς ἀνθρώπους), ἀλλά καί ἔδωκε τόν Υἱόν αὐτοῦ ἵνα καταλλαγῶμεν» (ΕΠΕ 19, 310-314). Καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς προσθέτει: «Ὡς οὖν ὁ ἀπ᾿ ἀρχῆς ἀνθρωποκτόνος (ὁ Διάβολος) φθόνῳ καί μίσει καθ᾿ ἡμῶν ἐπήρθη (=ἐπιτέθηκε), οὕτως ὁ ἀρχηγός τῆς ζωῆς (ὁ Κύριος) ὑπερβολῇ φιλανθρωπίας καί ἀγαθότητος ὑπέρ ἡμῶν ἐκινήθη» (ΕΠΕ 11, 244).
Ἐπρόκειτο ἄραγε νά ἀποκομίσει κάποιο κέρδος ὁ Θεός ἀπό αὐτή τήν ἀγάπη Του; Τίποτε ἀπολύτως. Τί μπορούσαμε ἄλλωστε νά προσφέρουμε ἐμεῖς σέ Ἐκεῖνον, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἀνενδεής; Τά ἔχει ὅλα, δέν χρειάζεται τίποτε. Ὅλα τά ἀγαθά τῆς κτίσεως εἶναι δικά Του. Ὡραῖα τό τονίζει αὐτό ὁ θεοδίδακτος Ψαλμωδός, ὅταν παρουσιάζει τόν Θεό νά λέει πρός τόν σκληροτράχηλο λαό Του: «ἐάν πεινάσω, οὐ μή σοι εἴπω· ἐμή γάρ ἐστιν ἡ οἰκουμένη καί τό πλήρωμα αὐτῆς» (Ψαλ. μθ´ [49] 12). Ἐάν ὑποτεθεῖ ὅτι θά πεινάσω κάποτε, δέν θά σοῦ τό πῶ γιά νά μοῦ φέρεις τροφή, διότι ὅλη ἡ οἰκουμένη εἶναι δική μου. Καί δέν ἔχω ἀνάγκη ἀπό τά κρέατα τῶν θυσιῶν σας, ἀλλά ἐπιθυμῶ πνευματικές θυσίες. «Θῦσον τῷ Θεῷ θυσίαν αἰνέσεως» (στίχ. 14). Τό μόνο κέρδος τοῦ Θεοῦ, θά μπορούσαμε νά ποῦμε, ἀπό τήν ἐκδήλωση αὐτή τῆς ἀγάπης Του, ἀπό τήν ἐνανθρώπησή Του, ἦταν καί εἶναι νά βλέπει εὐτυχισμένους ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους, νά ἀποδεχόμαστε αὐτή τήν ἐνανθρώπηση καί νά ἀκολουθοῦμε Αὐτόν πού σαρκώθηκε γιά μᾶς. Τήν αἰώνια εὐτυχία μας ποθοῦσε καί ποθεῖ καί γι᾿ αὐτήν ἦλθε στή γῆ Ἐκεῖνος, τονίζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. «Ἐπί τό πλανώμενον ἦλθεν ὁ ποιμήν ὁ καλός… καί πλανώμενον εὗρε καί εὑρών ἐπί τῶν ὤμων ἀνέλαβε… καί λαβών ἐπανήγαγεν ἐπί τήν ἄνω ζωήν» (ΕΠΕ 5, 60). Ἡ τελευταία φράση τῆς περικοπῆς μας, «ἀνελήφθη ἐν δόξῃ», περιλαμβάνει αὐτή τήν ἐκπληκτική ὠφέλεια καί Χάρι, πού χάρισε σέ μᾶς μέ τήν ἔλευσή Του στή γῆ ὁ Κύριος. Ἀνύψωσε μαζί Του τή θεωθείσα ἀνθρώπινη φύση, γιά νά δοξάζεται αἰώνια.
3. Οἱ ἱεροί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας τονίζουν ὅτι στό μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως διαφαίνεται καί ἡ ἄπειρη δύναμη, ἡ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Μέγας Βασίλειος συγκεκριμένα γράφει ὅτι τίποτε ἄλλο μέσα στή φύση, οὔτε «οὐρανοῦ καί γῆς σύστασις, καί θαλάσσης, καί ἀέρος, καί τῶν μεγίστων στοιχείων ἡ γένεσις» δέν φανερώνουν τόσο τή δύναμη τοῦ «Θεοῦ Λόγου, ὅσον ἡ περί τήν ἐνανθρώπησιν οἰκονομία, καί ἡ πρός τό ταπεινόν καί ἀσθενές τῆς ἀνθρωπότητος συγκατάβασις» (ΕΠΕ 5, 272). Ὁ δέ ἀδελφός του ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης προσθέτει ὅτι ἰσχυρότερη ἀπόδειξη τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ συγκατάβαση καί ἐνανθρώπησή Του, παρά «τά μεγάλα τε καί ὑπερφυῆ τῶν θαυμάτων» (PG 45, 64).
Πῶς ἀντιλαμβανόμαστε ἐμεῖς τήν παντοδυναμία αὐτή τοῦ Θεοῦ μελετώντας τό μυστήριο τῆς σαρκώσεώς Του; Πῶς πράγματι «ἐμίγησαν (=ἑνώθηκαν) τά ἄμικτα;» Πῶς σαρκώθηκε ὁ ἄυλος καί ἄσαρκος Θεός; Πῶς χώρεσε στήν κοιλία τῆς Θεοτόκου «ὁ ἀχώρητος παντί»; Πῶς ἑνώθηκαν μέσα της ἀσυγχύτως καί ἀδιαιρέτως ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη φύση; Πῶς διέφυγε τήν ἀπειλή κατά τῆς ζωῆς Του ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς Γεννήσεώς Του; Πῶς ἦταν συγχρόνως στή γῆ καί στόν οὐρανό; Θυμάστε μία σχετική φράση πάλι ἀπό τήν Ἀκολουθία τῶν «Χαιρετισμῶν»; «Ὅλος ἦν ἐν τοῖς κάτω καί τῶν ἄνω οὐδόλως ἀπῆν ὁ ἀπερίγραπτος Λόγος· συγκατάβασις γάρ θεϊκή, οὐ μετάβασις δέ τοπική γέγονε». Ἡ ἕνωση αὐτή τῶν ἀντιθέτων, ἡ ὁποία ὑπερβαίνει τό ἀνθρώπινο λογικό, εἶναι ἔργο μόνο τῆς παντοδύναμης σοφίας τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ εἶναι τό πλέον παράδοξο καί πλέον θαυμαστό ἀπό ὅλα τά γεγονότα τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου. Μέσῳ αὐτῆς, γράφει καί ὁ ἱερός Δαμασκηνός, «ἐπιτελεῖται τό πάντων καινῶν καινότατον, τό μόνον καινόν ὑπό τόν ἥλιον, δι᾿ οὗ ἡ ἄπειρος τοῦ Θεοῦ ἐμφανίζεται δύναμις» (PG 94, 984).
4. Τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ τήν εἶδαν καί οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, ὅπως γράφει ἡ περικοπή πού ἔχουμε μπροστά μας. Εἶδαν καί θαύμασαν τήν ἀγάπη καί παντοδυναμία Του καί ζήλεψαν – μέ τήν καλή ἔννοια τῆς λέξεως – τούς ἀνθρώπους γιά τούς ὁποίους ἐνηνθρώπησε Ἐκεῖνος (βλ. Α´ Πέτρ. α´ 12). Τήν εἶδαν καί βεβαιώθηκαν γι’ αὐτήν καί οἱ ἄνθρωποι – οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι. Τήν κήρυτταν δέ μέ παρρησία κατόπιν σέ ὅλο τόν κόσμο. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ εὐαγγελιστής γράφει σχετικά: «Καί ἡμεῖς τεθεάμεθα (=τό εἴδαμε μέ τά μάτια μας) καί μαρτυροῦμεν ὅτι ὁ πατήρ ἀπέσταλκε τόν υἱόν σωτῆρα τοῦ κόσμου» (Α´ Ἰω. δ´ 14). Ἡ διά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ σωτηρία μας ἔγινε καί εἶναι τό αἰώνιο κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου. Ὅσοι τό πιστεύουν καί κάνουν τόν Ἐνανθρωπήσαντα κυβερνήτη τῆς ζωῆς τους σώζονται δι᾿ Αὐτοῦ.
Μεταξύ αὐτῶν εἴμαστε ἀσφαλῶς κι ἐμεῖς. Καί ποιό εἶναι τό χρέος μας ὡς ἔμπρακτη εὐγνωμοσύνη μας πρός τόν Σωτήρα καί Λυτρωτή μας; Νά ζοῦμε σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Σαρκωθέντος καί νά ἀγωνιζόμαστε νά βοηθοῦμε καί ἄλλους νά συγκινηθοῦν ἀπό τό μυστήριο τῆς θείας συγκαταβάσεως καί Γεννήσεώς Του καί νά συνδεθοῦν βαθύτερα μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας Του μαζί Του γιά τήν αἰώνια εὐτυχία τους.
ΣΥΝΘΗΜΑ: «Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί» (Α´ Τιμ. γ´ 16).