Μιὰ ἀποκάλυψη μέσα μας – Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 29 Δεκεμβρίου 2024

Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 29 Δεκεμβρίου 2024, πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως (Γαλ. α΄ 11-19)

Ἀδελφοί, γνωρίζω ὑμῖν τὸ εὐαγ­γέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ᾿ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου πα­ρέ­λαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι᾿ ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἠκού­σατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ, ὅτι καθ᾿ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, καὶ προέκοπτον ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώ­τας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζη­λω­τὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων. Ὅτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς Ἀραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέ­στρεψα εἰς Δαμασκόν. Ἔπειτα με­τὰ ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα ἱστο­ρῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε· ἕτερον δὲ τῶν ἀ­πο­στόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ Ἰά­κωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.

ΜΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΜΕΣΑ ΜΑΣ

«Εὐδόκησεν ὁ Θεός… ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί»

Τὴ σημερινὴ Κυριακή, ἡ ὁποία ὀνομάζεται Κυριακή μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν, ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ ἰδιαιτέρως τὸν προφήτη Δαβίδ, τὸν ἅγιο Ἰωσὴφ τὸν Μνήστορα τῆς Θεοτόκου καὶ τὸν ἅγιο Ἰάκωβο τὸν Ἀδελφόθεο, γιὰ τὸν ὁποῖο γίνεται ἰδιαίτερη ἀναφορὰ στὴν ἀποστολικὴ περικοπὴ τῆς θείας Λειτουργίας. Στὴν περικοπὴ αὐτὴ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρεται στὴ θαυμαστὴ μεταστροφή του ἀπὸ τὸν Ἰουδαϊσμὸ στὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ μεταξὺ ἄλλων ἐπισημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς θέλησε νὰ ἀποκαλύψει τὸν Υἱό του, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, μέσα στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τοῦ Ἀποστόλου. «Εὐδόκησεν ὁ Θεός… ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί», γράφει. Μὲ ἀφορμὴ τὸν λόγο αὐτὸ ἂς δοῦμε στὴ συνέχεια πῶς ἀποκαλύπτεται ὁ Θεὸς στὸν καθένα μας καὶ πῶς ὀφείλουμε ν᾿ ἀνταποκριθοῦμε στὴν ἀποκάλυψη αὐτή.

1. Οἱ παράδοξοι δρόμοι τοῦ Θεοῦ

Καταρχὰς πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος δὲν ἀναφέρεται μόνο στὸ θαυμαστὸ γεγονὸς ποὺ τοῦ συνέβη, ὅταν πορευόταν πρὸς τὴ Δαμασκό, τότε ποὺ εἶδε φῶς ἐκτυφλωτικὸ καὶ ἄκουσε τὸν ἴδιο τὸν Κύριο νὰ τοῦ ὁμιλεῖ. Ἐκεῖ τοῦ φανερώθηκε ὁ Θεὸς μέσῳ τῶν ἐξωτερικῶν αἰσθήσεων. Ἐδῶ ἀναφέρεται σὲ μία ἐσωτερικὴ ἀποκάλυψη, ἡ ὁποία ἔγινε μὲ τρόπο μυστικὸ μέσα του. «Οὐ διὰ ρημάτων μόνον ἤκουσε τὰ περὶ τῆς πίστεως, ἀλλὰ καὶ πολλοῦ Πνεύματος ἐπληρώθη» (ΕΠΕ 20, 214), ἐπισημαίνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Δηλαδή, τὰ τῆς πίστεως δὲν τὰ ἄκουσε μόνο μὲ λόγια ὁ Ἀπόστολος, ἀλλὰ γέμισε ἐσωτερικὰ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Γι᾿ αὐτὸ χρησιμοποιεῖ τὴ φράση «ἐν ἐμοί», ποὺ σημαίνει στὸ ἐσωτερικό μου, στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου.

Ἐκεῖ ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός, στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου, στὸ κέν­τρο τῆς πνευματικῆς του ζωῆς. Φανερώνεται δὲ μὲ τρόπους συχνὰ ἀνεξ­ιχνίαστους, ἀνεξερεύνητους. Γιὰ παράδειγμα, μέσα ἀπὸ ἕνα ἔντονο βίωμα στὴ θεία Λειτουργία, στὴν ἱερὰ Ἐξομολόγηση. Ἄλλοτε κατὰ τὴ συνομιλία μας μὲ ἕναν ἐνάρετο ἄνθρωπο, ποὺ ἐνεργεῖ μέσα του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἄλλοτε κατὰ τὴν ἀκρόαση ἑνὸς κηρύγματος, ἢ κατὰ τὴ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅπως συν­έβη στὸν ἱερὸ Αὐγουστίνο.

Ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ γίνεται κάποτε μὲ τρόπο λεπτό, διακριτικό. Δὲν εἶναι ὅμως λίγες καὶ οἱ περιπτώσεις ποὺ ὁ Θεὸς φανερώνεται μέσα ἀπὸ ἕνα συγ­κλονιστικὸ θαῦμα, ἢ μέσα ἀπὸ γεγονότα ὀδυνηρά, τὰ ὁποῖα συνταράσσουν τὴ ζωή μας, ὅπως εἶναι ἡ ἀποτυχία, ἡ ἀσθένεια, ὁ θάνατος. Ποικίλλουν λοιπὸν οἱ δρόμοι ποὺ ἀκολουθεῖ ὁ Κύριος γιὰ νὰ ἀποκαλυφθεῖ στὸν ἄνθρωπο. Ὅλοι ὅμως ὁδηγοῦν στὴν ἴδια βεβαιότητα, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ζωντανὸς Θεός, ὁ Ὁποῖος στέκεται πάντοτε δίπλα μας. Πῶς ὅμως ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὴν ἀποκάλυψή του;

2. Ἡ ἀνταπόκρισή μας

Ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στὸν ἀπόστολο Παῦλο σφράγισε τὴ μετέπειτα ζωή του. Αὐτὸς ποὺ «ἐδίωκε τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ», ὅπως ἀκούσαμε στὴν ἀποστολικὴ περικοπή, ἔγινε κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου «ἐν τοῖς ἔθνεσιν», δηλαδὴ σὲ λαοὺς εἰδωλολατρικούς. Ἀνταποκρίθηκε στὸ κάλεσμα, στὴ φανέρωση τοῦ Κυρίου, ἡ δὲ ἀνταπόκριση αὐτὴ ἔγινε αἰτία νὰ δεχθεῖ κι ἄλλες ἀποκαλύψεις· ν᾿ ἁρπαχθεῖ καὶ ν᾿ ἀνυψωθεῖ μέχρι τὸν τρίτο οὐρανό· νὰ μεταφερθεῖ στὸν Παράδεισο καὶ ν᾿ ἀκούσει «ἄρρητα ρήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» (Β΄ Κορ. ιβ΄ 4), ὅπως ὁ ἴδιος περιγράφει. Δηλαδή, ν᾿ ἀκούσει λόγια ποὺ κανένας ἄνθρωπος δὲν ἔχει τὴ δύναμη, οὔτε ἐπιτρέπεται νὰ ἐκφράσει, λόγῳ τῆς ἱερότητάς τους.

Τί εἶδε καὶ ἄκουσε ὁ θεῖος Ἀπόστολος, δὲν τὸ γνωρίζουμε. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ διδασκόμαστε εἶναι ὅτι ἡ κάθε ἀποκάλυψη ποὺ δεχόμαστε ἀπὸ τὸν Θεό, ἐκτὸς ἀπὸ ἀνεκτίμητο δῶρο, ἀποτελεῖ καὶ μιὰ ὑψηλὴ εὐθύνη ν᾿ ἀλλάξουμε ζωή· νὰ πλησιάσουμε περισσότερο τὸν Χριστό· ν᾿ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας, ὅπως ἡ ἀνατολὴ τοῦ ἥλιου ἀπομακρύνει τὸ σκοτάδι τῆς νύχτας. Ἡ κάθε φανέρωση τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ μᾶς ἀνακαινίζει, νὰ σφραγίζει τὴ ζωή μας. Τότε ὁ Κύριος θὰ μᾶς ἀποκαλύπτεται ὅλο καὶ περισσότερο. Θὰ μορφώνεται «Χριστὸς ἐν ἡμῖν» (Γαλ. δ΄ 19). Θὰ διακρίνουμε τὴ μορφή του μέσα μας ὅλο καὶ πιὸ ἐναργῶς. Θὰ παίρνουμε κι ἐμεῖς τὴ δική του μορφή.

«Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους ὁ Σωτὴρ ἡμῶν, ἀνατολὴ ἀνατολῶν, καὶ οἱ ἐν σκότει καὶ σκιᾷ εὕρομεν τὴν ἀλήθειαν», ψάλλουμε στὸν Ὄρθρο τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων. Ἑορτάζουμε τὴ φανέρωση τοῦ Θεοῦ ἀνάμεσά μας, τὴν ἐνανθρώπησή του στὸν κόσμο. Φωτιζόμαστε ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ τοῦ δικοῦ του πνευματικοῦ φωτός, ποὺ διώχνει τὸ σκοτάδι τῆς πλάνης καὶ ὁδηγεῖ στὴν ἀλήθεια. Ἂς ἀνταποκριθοῦμε στὴ φανέρωσή του καὶ σὲ κάθε ἀποκάλυψή του μέσα στὴν καρδιά μας, ὥστε νὰ ἀξιωθοῦμε ν᾿ ἀτενίσουμε τὴ θεία μορφή του στὴν οὐράνια Βασιλεία του, ὄχι πλέον «δι᾿ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι», ὄχι δηλαδὴ θολά, ἀλλὰ «πρόσωπον πρὸς πρόσωπον» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 12).