Μεταφορτώσεις
Θέμα για τους κυκλάρχες |
Ἡ θεραπεία τοῦ ἐκ γενετῆς χωλοῦ, στήν ὁποία ἀφιερώσαμε τήν προηγούμενη συμμελέτη μας, ἔγινε ἀμέσως γνωστή σέ ὅλους ὅσοι βρίσκονταν στόν Ναό. Πληροφορήθηκαν λοιπόν τό γεγονός καί οἱ ἱερεῖς καί οἱ ὑπεύθυνοι τῆς τάξεως τοῦ Ναοῦ καί οἱ Σαδδουκαῖοι, πού ἦταν οἱ κυριότεροι ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων, ἡ ἀνώτερη κοινωνική τάξη, θά λέγαμε, καί κατέφθασαν ἐπί τόπου. Καί ἐνῶ μιλοῦσε ὁ Πέτρος πρός τά πλήθη, παρόντος καί τοῦ Ἰωάννη, τούς συνέλαβαν καί τούς ὁδήγησαν στή φυλακή. Ἐπειδή δέ ἦταν ἑσπέρα καί οἱ δίκες γίνονταν τό πρωί, θά τούς δίκαζαν τήν ἑπομένη. Τό γιατί τούς συνέλαβαν καί τί συνέβη κατά τή δίκη θά εἶναι τό θέμα τῆς παρούσας συμμελέτης μας.
Μελέτη περικοπῆς: Πράξ. δ´ 1-12.
1. Γιατί ἔσπευσαν νά συλλάβουν τούς Ἀποστόλους οἱ θρησκευτικοί ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων; Τό λέει ὁ δεύτερος στίχος: «διαπονούμενοι διά τό διδάσκειν αὐτούς τόν λαόν καί καταγγέλλειν ἐν τῷ Ἰησοῦ τήν ἀνάστασιν τήν ἐκ νεκρῶν». Ὡς πρῶτος λόγος τῆς ἐπεμβάσεώς τους ἀναφέρεται τό ὅτι δίδασκαν τόν λαό οἱ Ἀπόστολοι, ἐνῶ δέν ἦταν – κατ᾿ αὐτούς – ἁρμόδιοι γι’ αὐτό, ἀλλά σφετερίζονταν ἐξουσία πού ἀνῆκε στούς νομοδιδασκάλους. Θέλησαν δηλαδή νά ὑπερασπισθοῦν τά νομικά δικαιώματά τους. Νόμισαν ὅτι θίγονταν τά συμφέροντά τους. Δέν ἐξέτασαν τήν ἀφορμή, γιά τήν ὁποία μίλησαν οἱ Ἀπόστολοι. Ὁ ἐγωισμός καί ὁ φθόνος τους δέν τούς ἐπέτρεπαν νά σκεφθοῦν λογικά καί ἐλεύθερα. Κάτι ἀνάλογο εἶναι πιθανόν νά συμβεῖ καί στίς ἡμέρες μας, ὅταν νομίζουμε ὅτι ἐπεμβαίνουν ἄλλοι στίς δικαιοδοσίες μας καί κινδυνεύουμε – δῆθεν – νά χάσουμε τή φήμη μας καί νά μειωθεῖ τό γόητρό μας κλπ.
Ποιός ὁ ἄλλος λόγος τῆς ἐπεμβάσεως τῶν ἀρχόντων; Τό ὅτι κήρυτταν τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν χάρη στή δύναμη τῆς ἀναστάσεως τοῦ Ἰησοῦ. Αὐτό τούς ἔκαιγε περισσότερο καί μάλιστα τούς Σαδδουκαίους, τό κόμμα αὐτό τῶν ἀνθρώπων πού ἦταν ὑλιστές, θεωρητικοί καί πρακτικοί – κάτι ἀνάλογο πρός τούς Ἐπικούρειους τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος – καί δέν πίστευαν στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. «Τί ἔβλαπτε τούς Σαδδουκαίους, ἐάν ὑπῆρχον ἄνθρωποι δεχόμενοι καί κηρύττοντες τήν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασιν, τήν ὁποίαν αὐτοί ἐθεώρουν ἀνόητον καί βλακώδη; Τό πολύ θά ἀνέμενέ τις νά κινήσουν ἐξ οἴκτου καί μετά περιφρονήσεως τήν κεφαλήν, διότι τόσον μωροί ἀπεδεικνύοντο υἱοθετοῦντες ἰδέας ἀνοήτους. Ἀλλ᾿ ὅταν ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου σκοτισθῇ καί τυφλωθῇ, τότε καί ἡ καρδία του καθίσταται σκληρά καί κακεντρεχής καί αἱ χεῖρες του εὐκόλως κινοῦνται εἰς ἀδικίας» (Π. Ν. Τρεμπέλας).
Τί ἄλλο ἐνόχλησε πολύ τούς ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων; Τό ὅτι ἔκαναν λόγο οἱ Ἀπόστολοι γιά τόν Ἰησοῦ τόν Ναζωραῖο, τόν Ὁποῖο αὐτοί καταδίκασαν σέ θάνατο, καί θεώρησαν τόν λόγο τους ὡς αἰτία ὑποκίνησης τοῦ λαοῦ ἐναντίον τους. Δέν ἤθελαν νά γίνεται πλέον λόγος γιά Ἐκεῖνον. Δέν Τόν ὑπέφεραν ζωντανό, λόγῳ τοῦ μίσους τους ἐναντίον Του. Πολύ περισσότερο δέν ἦταν διατεθειμένοι νά γίνεται λόγος γι᾿ Αὐτόν μετά τή Σταύρωσή Του. Πόση ἡ τύφλωση τῆς διάνοιάς τους!
Πῶς ἀντέδρασε ὁ λαός στή σύλληψη τῶν Ἀποστόλων; Ἀντί νά κυριευθοῦν ἀπό φόβους καί δυσπιστίες καί ἀμφιβολίες γιά ὅσα ἔλεγαν οἱ Ἀπόστολοι, ἀντιθέτως πίστευσαν στούς λόγους τους καί ἔγιναν Χριστιανοί καί ἄλλοι πολλοί Ἰουδαῖοι. Πῶς συνέβη αὐτό; ρωτᾶ ὁ ἱερός Χρυσόστομος. «Μή γάρ εὐδοκιμήσαντας εἶδον; οὐχί δεθέντας ἐθεάσαντο; πῶς οὖν ἐπίστευσαν;». Μήπως εἶδαν τούς ἄρχοντες νά ἐπαινοῦν τούς Ἀποστόλους γιά τή θεραπεία τοῦ ἐκ γενετῆς χωλοῦ; Δέν τούς εἶδαν ἀντίθετα νά τούς συλλαμβάνουν καί νά τούς ὁδηγοῦν δεμένους στή φυλακή; Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι ἐδῶ ἔχουμε θεία ἐνέργεια, προσθέτει ὁ ἱερός Χρυσόστομος (ΕΠΕ 15, 286).
Αὐτό πού συνέβη τότε συνεχίσθηκε κατόπιν στήν πορεία τῆς Ἐκκλησίας στόν κόσμο ἀνά τούς αἰῶνες. Αὐτή εἶναι ἡ μαρτυρία τῆς ἱστορίας: «Οἱ κήρυκες τοῦ εὐαγγελίου συνελαμβάνοντο, ἀλλά τό εὐαγγέλιον ἐθριάμβευε καί ἐσημείωνε νέας κατακτήσεις» (Π. Ν. Τρεμπέλας). Διότι εἶναι λόγος τοῦ Παντοκράτορος Κυρίου.
2. Τί συνέβη κατά τή δίκη τῶν Ἀποστόλων στό Συνέδριο – τή Βουλή δηλαδή – τῶν Ἰουδαίων τήν ἑπομένη; Ποιά κατηγορία θέλησαν νά προσάψουν σέ βάρος τους οἱ ἄρχοντες; Ἀπέφυγαν μέ πονηρία νά ἀναφερθοῦν συγκεκριμένα στό θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ χωλοῦ, τό ὁποῖο δέν ἦταν δυνατόν νά ἀρνηθοῦν, καί εἶπαν ἁπλῶς: «Μέ ποιά δύναμη καί μέ τήν ἐπίκληση ποιοῦ ὀνόματος τό κάνατε αὐτό;» Ἤθελαν μέ αὐτό νά προσάψουν ἐναντίον τους δύο κατηγορίες. Ἐάν ἔλεγαν οἱ Ἀπόστολοι ὅτι ἐπιτέλεσαν τό θαῦμα μέ τή δύναμη τοῦ Ἰησοῦ, τόν Ὁποῖο αὐτοί καταδίκασαν σέ θάνατο, θά τούς κατηγοροῦσαν ὅτι ἦταν ἐπαναστάτες κατά τῆς ἐξουσίας τῶν ἀρχόντων. Ἐάν ἀνέφεραν οἱ Ἀπόστολοι ὅτι τό ἐπιτέλεσαν μέ τήν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ, θά τούς κατηγοροῦσαν ὅτι τελοῦσαν μαγεία, διότι οἱ μάγοι ἐπιτελοῦσαν ὁρισμένα ἐκπληκτικά φαινόμενα ἐπικαλούμενοι διάφορα ὀνόματα ἤ ἀγγέλων ἤ καί διακεκριμένων ἀνδρῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἡ δέ μαγεία ἐθεωρεῖτο παράβαση τοῦ θείου Νόμου, ἄξια θανάτου (βλ. Λευϊτ. ιθ´ 31, κ´ 6, 27, Δευτ. ιγ´ 2-6, ιη´11-12).
Πῶς μίλησε ὁ ἀπ. Πέτρος; Μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀτρόμητος ἀλλά καί πάνσοφος ὁ πρώην ψαράς. Κατ᾿ ἀρχάς ἀπευθύνθηκε πρός αὐτούς μέ εὐγένεια δηλώνοντας ὅτι σέβεται καί τιμᾶ τό ἀξίωμά τους. «Ὅρα φιλοσοφίαν ἀνδρός, καί πῶς γέμων παρρησίας οὐδέν ὑβριστικόν φθέγγεται, ἀλλά μετά τιμῆς», σημειώνει ὁ ἱερός Χρυσόστομος (ΕΠΕ 15, 288). Κάτι ἀνάλογο ἔκανε ἀργότερα καί ὁ ἀπ. Παῦλος (βλ. Πράξ. κβ´ 1, κδ´ 10, κς´ 1-3). «Τούς κατέχοντας ἐξουσίαν τινά ἐν τῷ λαῷ, ἔστω καί ἄν καταχρῶνται ταύτην, ἐφ᾿ ὅσον ὁ Θεός ἀνέχεται αὐτούς καί δέν τούς καθαιρεῖ, κατ᾿ οὐδένα λόγον ἐπιτρέπεται εἰς τούς μαθητάς τοῦ Κυρίου ἵνα περιφρονοῦν καί ἀτιμάζουν αὐτούς» (Π. Ν. Τρεμπέλας).
Πῶς βλέπετε τόν 9ο στίχο; Δέν τούς ἐλέγχει εὐγενικά; Ἀσφαλῶς. Τί ἐννοεῖ; Εἶναι σωστό νά ἀνακρινόμαστε καί νά δικαζόμαστε γιά κάποια εὐεργεσία πού κάναμε; Ἔπρεπε νά μᾶς τιμήσετε γιά τό ὅτι θεραπεύσαμε ἕναν ἀσθενή καί ὄχι νά μᾶς δικάζετε! Θεοδίδακτος πράγματι ὁ Πέτρος.
Καί στή συνέχεια (στίχ. 10-12) ὁμιλεῖ μέ παρρησία ἐνώπιον τῶν ἀρχόντων, οἱ ὁποῖοι σταύρωσαν τόν Ἰησοῦ Χριστό, γιά Ἐκεῖνον ὁ Ὁποῖος ἦταν ὁ αἴτιος τῆς θεραπείας τοῦ ἐκ γενετῆς χωλοῦ. Σᾶς γνωστοποιῶ, λέει, ὅτι τόν θεραπεύσαμε «ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου». Ἀναφέροντας τή λέξη «Χριστοῦ» τονίζει ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας. Ἀναφέροντας τή λέξη «Ναζωραῖος», τήν ὁποία χρησιμοποιοῦσαν ὑποτιμητικά γιά τόν Θεάνθρωπο οἱ ἐχθροί Του, τονίζει ὅτι ἡ ἀξία Του δέν ὀφειλόταν στόν τόπο τῆς προελεύσεώς Του, ἀλλά στή θεία καταγωγή του καί στήν ἔκτακτη ἁγιότητα καί δύναμή Του.
Δέν διστάζει μάλιστα ὁ Ἅγιος νά ἐλέγξει τούς ἄρχοντες κατά πρόσωπο. Πῶς; Διακηρύσσει μέ θάρρος ὅτι τό θαῦμα ἔγινε μέ τήν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τόν Ὁποῖο, τούς λέει, σεῖς σταυρώσατε, ἀλλά ὁ Θεός Τόν ἀνέστησε ἐκ τῶν νεκρῶν. Σάν νά τούς ἔλεγε: Σεῖς διαδίδετε ὅτι ἐμεῖς οἱ μαθητές Του κλέψαμε τό νεκρό σῶμα Του ἀπό τόν τάφο. Αὐτό ὅμως εἶναι ψέμα. Ὁ Θεός Τόν ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν καί μέ τή δική Του δύναμη – δύναμη θείου καί ζῶντος προσώπου – ἐπιτελέσθηκε τό θαῦμα πού βλέπετε. Ὅταν λέει ὅτι Τόν ἀνέστησε ὁ Θεός, εἶναι σάν νά τούς λέει ὅτι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ κινοῦσε τόν Ἰησοῦ καί ὅτι καί αὐτοί ἦταν θεομάχοι, πού στρέφονταν ἐναντίον τοῦ Ἰησοῦ. Θαυμαστή καί ἀξιομίμητη πράγματι ἡ ὁμολογία τοῦ Ἀποστόλου.
Προχωρεῖ ὅμως περισσότερο ὁ Ἅγιος. Τί λέει στόν ἑπόμενο στίχο; Ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, τόν Ὁποῖο σεῖς οἱ ἄρχοντές μας Τόν ἐξουθενώσατε, Τόν ἀπορρίψατε καί Τόν σταυρώσατε, ἀποδείχθηκε ἀκρογωνιαῖος λίθος τῆς πνευματικῆς οἰκοδομῆς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Τούς ὑπενθυμίζει σχετικό λόγο τοῦ Ψαλμωδοῦ (βλ. Ψαλ. ριζ´ [117] 22) καί τούς παρακινεῖ ἔμμεσα νά σκεφθοῦν τήν εὐθύνη τους γιά τήν ἀπόρριψη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σάν νά τούς ἔλεγε ὅτι ἔπρεπε πρῶτοι αὐτοί ὡς θρησκευτικοί ἡγέτες τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καί μελετητές τῶν Γραφῶν νά Τόν ἀναγνωρίσουν, νά Τόν πιστεύσουν καί νά κάνουν τά λόγια Του θεμέλιο τῆς ζωῆς τους (βλ. καί Ματθ. κα´ 42, Λουκ. κ´17). Ἁγιοπνευματοκίνητος ὄντως ὁ θεῖος Ἀπόστολος. Καί σήμερα πολλοί ἀπό τούς λεγόμενους ἀνθρώπους τοῦ πνεύματος μοιάζουν μέ αὐτούς πού ἀπέρριψαν τότε τόν Χριστό. Ὑποτιμοῦν τήν προσφορά τῆς Ἐκκλησίας Του, ἀδιαφορώντας γιά τό Εὐαγγέλιό Του.
Θαυμαστή ὅμως καί ἡ τελευταία φράση τοῦ Ἀποστόλου. Τί διακήρυξε ἐνώπιον ὅλων; Ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ μοναδικός Σωτήρας τοῦ κόσμου. Τό τόνισε μέ ἔμφαση: «οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία». Ἡ σωτηρία τήν ὁποία προσφέρει ὁ Χριστός εἶναι ριζική καί αἰώνια. Λύτρωση ἀπό τήν τυραννία τοῦ Διαβόλου. Ἀπόλαυση τῆς αἰώνιας μακαριότητος. Ἐνῶ ἡ βοήθεια τῶν ἀνθρώπων πού προβάλλονται ὡς σωτῆρες εἶναι προσωρινή καί ἐπιφανειακή (βλ. Ψαλ. νθ´ [59] 13, ρμε´ [145] 3).
Τό ἄξιο προσοχῆς ἐπίσης εἶναι ὅτι ὁ Ἀπόστολος ὁμιλεῖ γιά σωτηρία ὅλων γενικῶς τῶν ἀνθρώπων, «οὐδέ γάρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπό τόν οὐρανόν τό δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς», καί ὄχι μόνο τῶν Ἰουδαίων. Ἐμεῖς ἀσφαλῶς τό πιστεύουμε αὐτό ἀκράδαντα καί δοξάζουμε τόν Κύριο καί Σωτήρα μας.
ΣΥΝΘΗΜΑ: «Οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία» (Πράξ. δ´12).