14. «Οὐ δυνάμεθα ἡμεῖς ἅ εἴδομεν καί ἠκούσαμεν μή λαλεῖν»

Μεταφορτώσεις

Θέμα για τους κυκλάρχες

 

Θαυμάσαμε στήν προηγουμένη συμμελέτη μας τόν εὐγενικό τρόπο ἀλλά καί τήν παρρησία, μέ τήν ὁποία μίλησε ὁ ἀπ. Πέτρος ἐνώπιον τῶν ἀρχόντων τοῦ Ἰσραήλ στό Συνέδριο. Στήν παρούσα συμμελέτη θά δοῦμε πῶς ἀντέδρασαν οἱ ἄρχοντες στήν ἀπολογία τῶν Ἀποστόλων καί τί ἐπιχείρησαν νά ἐπιβάλουν σ᾿ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι ὅμως παρέμεναν μπροστά τους ἀτρόμητοι καί καθ᾿ ὅλα ἀξιοπρεπεῖς καί σεβαστοί, καί ἔδωσαν μέ θάρρος καί πάλι τήν ὁμολογία τους γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό.

Μελέτη περικοπῆς: Πράξ. δ´ 13-22.

1. Πῶς ἀντέδρασαν οἱ ἄρχοντες σέ ὅσα εἶπαν ὁ Πέτρος μέ τόν Ἰωάννη μέσα στό Συνέδριο; Ὅπως φαίνεται, δέν μίλησε μόνο ὁ Πέτρος ἀσφαλῶς εἶπε κάτι καί ὁ Ἰωάννης, διότι τό ἱερό κείμενο σημειώνει ὅτι οἱ ἄρχοντες ἔκριναν καί ἀποφάσιζαν καί γιά τούς δύο.

Τί σημαίνει ἡ λέξη «ἐθαύμαζον», τήν ὁποία θέτει ὁ θεόπνευ­στος συγγραφέας, γιά νά παρουσιάσει τήν ψυχική κατάσταση τῶν ἀρχόντων; Γιατί θαύμαζαν οἱ ἄρχοντες; Διότι ἔβλεπαν μπροστά τους δύο ἀγράμματους κατά κόσμον καί κατώτερης κοινωνικῆς τάξεως ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι δέν φοίτησαν σέ κάποια ραββινική σχολή καί δέν ἦταν γνωστοί στούς κύκλους τῶν ἐπισήμων καί τῶν μορφωμένων τῆς ἐποχῆς, νά μιλοῦν μέ παρρησία καί μέ ἐπιχειρήματα, ἔχοντας πλήρη καί βαθιά γνώση τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, οἱ σοφοί κατά Θεόν, πάντοτε προκαλοῦν τόν θαυμασμό μέ τά θεοφώτιστα λόγια τους.

Καθώς μάλιστα τούς ἔβλεπαν μπροστά τους, ὁρισμένοι θυμήθηκαν ὅτι τούς εἶχαν δεῖ ἀνάμεσα σ᾿ αὐτούς πού ἀκολουθοῦσαν τόν Ἰησοῦ, διότι πάντοτε ὑπῆρχαν καί Γραμματεῖς καί Νομοδιδάσκαλοι μέσα στά ἀκροατήρια τοῦ Θεανθρώπου. Κατάλαβαν δηλαδή ὅτι εἶχαν νά κάνουν μέ ἀνθρώπους τοῦ Ναζωραίου.

Βρέθηκαν μάλιστα οἱ ἄρχοντες σέ δυσκολία, διότι ἦταν παρών ἐνώπιόν τους καί ὁ θεραπευμένος χωλός, εἴτε γιατί ἀκολούθησε εὐγνώ­μονα τούς εὐεργέτες του, εἴτε γιατί σύρθηκε καί αὐτός ἀπό τά ὄργανα τῶν ἀρχόντων ὡς συνένοχος. Δέν μποροῦσαν νά ἀρνηθοῦν τή θαυμαστή θεραπεία του, διότι θά ἔλεγε ὁ ἴδιος τήν ἀλήθεια.

Καί τί ἔκαναν γιά νά ὑπερβοῦν τή δυσκολία αὐτή οἱ ἄρχοντες; Ἔβγαλαν ἔξω τούς Ἀποστόλους καί τόν θεραπευμένο χωλό καί συσκέφθηκαν. «Τί ποιήσομεν;», διερωτήθηκαν. Καί ἀντί νά συνέλθουν καί νά μετανοήσουν, ἔλαβαν ἀπόφαση ἡ ὁποία φανέρωνε τή δυσχερή θέση τους. Ἀφοῦ συζήτησαν καί διαπίστωσαν ὅτι δέν εἶχαν ἐπιχειρήματα σέ βάρος τῆς ἀλήθειας, ἀποφάσισαν νά λάβουν μέτρα, μέ τά ὁποῖα «θά προελαμβάνετο ἡ περαιτέρω γνωστοποίησις τοῦ θαύματος καί προπαντός αἱ συνέπειαι αὐτοῦ ἤτοι ἡ ὑπέρ τοῦ Ἰησοῦ εὐμενής διάθεσις τῶν πληροφορουμένων τά κατά τό θαῦμα» (Ὑπόμνημα). Αὐτό συμβαίνει συνήθως μέ τούς ἐχθρούς τῆς ἀλήθειας τοῦ Εὐαγγελίου. Δέν ἔχουν ἐπιχειρήματα κατά τῆς θεόπνευστης διδασκαλίας του καί καταφεύγουν σέ τρόπους, μέ τούς ὁποίους θά ἦταν δυνατόν νά ἐμποδισθεῖ, κατά τή γνώμη τους, ἡ διάδοση τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ.

Τί ἀποφάσισαν συγκεκριμένα τότε οἱ ἄρχοντες τοῦ Ἰσραήλ; Νά χρησιμοποιήσουν τή βία καί τήν ἀπειλή, γιά νά φράξουν τό στόμα τῶν Ἀποστόλων. Τούς ἀπαγόρευσαν νά μιλοῦν καί νά ἀναφέρονται στόν Ἰησοῦ. Μέ τήν τρομοκρατική αὐτή ἀπαγόρευση ἐπιχείρησαν «νά ἐπιβάλουν ὄχι τό δίκαιον καί ὀρθόν, ἀλλά ἐκεῖνο τό ὁποῖον αὐτοί ἤθελον» (Π. Ν. Τρεμπέλας). Αὐτή εἶναι ἡ συνηθισμένη τακτική τῶν διωκτῶν. Τό εἴδαμε αὐτό καί στήν ἄθεη Σοβιετική Ἕνωση, ὅπου χρησιμοποιοῦσαν καί τά φρικτά ψυχιατρεῖα τους, ὅπως στή γνωστή περίπτωση τοῦ ἱερέα π. Δημητρίου Ντοῦτκο, γιά νά ἐμποδίσουν τή διάδοση τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ. Καί μέχρι σήμερα πασχίζουν οἱ ἄθεοι καί ὑλιστές, γιά νά ἐμποδίσουν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Μή ἔχοντας ὅμως ἐπιχειρήματα ὑβρίζουν, εἰρωνεύονται, ἀπειλοῦν καί ἐφευρίσκουν διάφορους τρόπους, γιά νά δυσκολέψουν ὅσους ἀσχολοῦνται μέ τή διάδοση τοῦ θείου λόγου. Ἀλλά ματαιοπονοῦν, διότι «ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται» (Β´ Τιμ. β´ 9).

2. Ἄς δοῦμε ὅμως καί τήν ἀντίδραση τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Φοβήθηκαν ἄραγε καί συμφώνησαν μέ ὅσα τούς διέταξαν οἱ ἄρχοντες; Τί ἀπάντησαν; «Ἐάν εἶναι δίκαιο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ νά ἀκοῦμε μᾶλλον ἐσᾶς παρά τόν Θεό, κρίνετέ το σεῖς». Τί ἤθελαν νά ποῦν μέ αὐτό; Ὅτι καί τήν ὁμιλία πού ἔκαναν, καί τά πάντα τά ἐνεργοῦσαν ὡς κατενώπιον Θεοῦ καί ὑπολόγιζαν τή γνώμη Ἐκείνου, «τοῦ ὁποίου ἡ κρίσις εἶναι δικαία καί τόν ὁποῖον οἱ ἄνθρωποι ὀφείλουν νά λαμβάνωσιν ὡς ρυθμιστήν τῆς διαγωγῆς των» (Ὑπόμνημα). Ἔθεταν συγχρόνως μέ αὐτό καί τούς ἄρχοντες ἐνώπιον τῶν εὐθυνῶν τους. Πῶς καί γιατί; Τούς ὑπενθύμιζαν ὅτι καί αὐτοί ἔπρεπε νά φερθοῦν στήν προκειμένη περίπτωση μέ τρόπο πού νά φανερώνει ὅτι ὑπολόγιζαν πάντοτε στή ζωή τους τήν κρίση τοῦ Θεοῦ. Τί σπουδαῖο πράγμα νά ζεῖ καί νά ἐνεργεῖ ὁ ἄνθρωπος ἔχοντας ὡς πυξίδα στήν πορεία τῆς ζωῆς του τή γνώμη καί κρίση τοῦ δίκαιου Θεοῦ! Προφυλάσσεται μέ αὐτό ἀπό πολλά ἀτοπήματα.

Δέν ἔμειναν ὅμως μόνο στήν ἔμμεση καί εὐγενική ὑπόδειξη πρός τούς ἄρχοντες νά σκεφθοῦν ὡς κατενώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά τί πρόσθεσαν; Μίλησαν μέ παρρησία καί ἐλευθεροστομία. Δέν μποροῦμε, εἶπαν, νά μή μιλοῦμε καί νά μήν κηρύττουμε γιά πράγματα, τά ὁποῖα εἴδαμε καί ἀκούσαμε, ὡς αὐτόπτες καί αὐτήκοοι μάρτυρες. Μίλησαν «ἐν ὀνόματι τῆς πληροφορίας τήν ὁποίαν ἐξ αὐτοψίας καί ἐξ αὐτηκοΐας καί τῆς ἄλλης αὐτῶν πείρας εἶχον ἀποκομίσει περί τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας. Εἶχον αἰσθανθῆ τήν ἐπίδρασιν τῆς ἀληθείας ταύτης ἐφ᾿ ἑαυτῶν· εἶχον ἐκ πείρας δοκιμάσει ποίαν εὐλογημένην μεταβολήν συνετέλεσεν εἰς τό ἐσωτερικόν των καί ποῖον νέον κόσμον εἶχε διανοίξει εἰς τούς ὀφθαλμούς τῆς διανοίας των. Εἶχον γνωρίσει ποῖος πολύτιμος θησαυρός εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καί πόσον εὐεργετική ἦτο ἡ δύναμίς της. Δι᾿ αὐτό καί ἡ συνείδησίς των δέν ἐπέτρεπεν εἰς αὐτούς νά σιγήσουν περί αὐτῆς» (Π. Ν. Τρεμπέλας).

Πολύ ὡραῖα εἶναι τά ὅσα γράφει σχετικά ὁ ἱερός Χρυσόστομος, καθώς βλέπει νοερά ἀπό τό ἕνα μέρος τούς ἄρχοντες, πού εἶχαν ὅλη τήν ἐξουσία, νά μήν μποροῦν νά ἀντικρούσουν τούς Ἀποστόλους τοῦ Χριστοῦ καί ἀπό τό ἄλλο τούς ταπεινούς καί ἄσημους Μαθητές τοῦ ἀναστάντος Κυρίου νά μιλοῦν μέ παρρησία: «Ἐκεῖνοι ἐν ἀπορίᾳ, οὗτοι ἐν εὐφροσύνῃ· ἐκεῖνοι πολλῆς γέμοντες αἰσχύνης, οὗτοι μετά παρρησίας πάντα πράττοντες· ἐκεῖνοι ἐν τῷ δεδοικέναι (ἐφοβοῦνταν), οὗτοι ἐν τῷ θαρρεῖν. Τίνες γάρ ἦσαν, εἰπέ μοι, οἱ φοβούμενοι; οἱ λέγοντες, ἵνα μή ἐπί πλέον διανεμηθῇ (=διαδοθεῖ τό θαῦμα) εἰς τόν λαόν», ἤ ὅσοι ἔλεγαν, “Οὐ δυνάμεθα ἅ εἴδομεν καί ἠκούσαμεν μή λαλεῖν”»; (ΕΠΕ 15, 304).

Τήν ἴδια ἀτρόμητη στάση καί θαρραλέα ὁμολογία, σύμφωνα μέ τό παράδειγμα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, ἐπέδειξαν πρός τούς ἄρχοντες κατόπιν καί ὅλοι οἱ ἔνδοξοι ἅγιοι Μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Πολύ ἐνδεικτικό τῆς θαρραλέας στάσεώς τους εἶναι τό ἑξῆς μαρτυρικό, ὅπως λέγεται, τροπάριο: «Χοροί Μαρτύρων ἀντέστησαν τοῖς τυράννοις λέγοντες· ἡμεῖς στρατευόμεθα τῷ Βασιλεῖ τῶν Δυνάμεων, εἰ καί πυρί καί βασάνοις ἀναλώσητε ἡμᾶς, οὐκ ἀρνούμεθα τῆς Τριάδος τήν δύναμιν». Ποιά ἦταν ἡ πηγή πού τούς ἔδινε αὐτό τό σθένος καί φέρονταν μέ τόν τρόπο αὐτό; Ἡ ἀκλόνητη πίστη τους στήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ καί ἡ πανσθενής Χάρις καί βοήθεια τοῦ Ἀρχηγοῦ τῆς Πίστεώς μας.

Ἀτρόμητη ὁμολογία τῆς Πίστεως διαμέσου τῶν αἰώνων ἔδωσαν καί οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὑπέρμαχοι τῆς Ὀρθοδοξίας, οἱ ὁποῖοι χωρίς νά διστάζουν μπροστά στίς ἀπειλές αὐτοκρατόρων καί ἄλλων ἀρχόντων, ἐπηρεασμένων ἀπό τίς αἱρέσεις, ὁμολογοῦσαν τήν ἀλήθεια, ἕτοιμοι νά ὑποστοῦν καί θάνατο χάριν αὐτῆς (βλ. Σ. Σειρ. δ´ 28).

Ποιό εἶναι καί τό δικό μας χρέος, τῶν σύγχρονων πιστῶν; Μᾶς τό ὑποδεικνύει μέ τούς αἰώνιους λόγους Του ὁ Θεάνθρωπος Ἱδρυτής τῆς Ἐκκλησίας μας: «Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγώ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς· ὅστις δ᾿ ἄν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτόν κἀγώ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. ι´ 32-33). Ἐφόσον γνωρίσαμε ἀπό προσωπική πείρα τά ὅσα χαρίζει ὁ Κύριος Ἰησοῦς σέ ὅσους συνδέονται μαζί Του, ὀφείλουμε νά εἴμαστε πράγματι πιστοί, τίμιοι καί εἰλικρινεῖς μέ τόν ἑαυτό μας καί νά ὁμολογοῦμε ἀπτόητοι τήν πίστη μας. Διαφορετικά θά εἴμαστε ξένοι πρός τόν Θεό. Δέν ὑπάρχει μέση καί συμβιβαστική λύση (βλ. καί Ἑβρ. ι´ 38-39).

Μπροστά στή θαρραλέα στάση τῶν ἁγίων Ἀποστόλων οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων τούς ἀπείλησαν μόνο καί τούς ἀπαγόρευσαν νά μιλοῦν καί τούς ἀπέλυσαν. Δέν εἶχαν κάποια αἰτία τιμωρίας τους. Φοβοῦνταν μάλιστα καί τόν λαό, διότι ὅλοι δόξαζαν τόν Θεό γιά τή θεραπεία ἑνός ἀσθενοῦς πού ἦταν γιά σαράντα χρόνια χωλός. Ἡ ἀπόλυση τῶν Ἀποστόλων φανερώνει ἔμπρακτα τήν ἥττα τῶν ἐχθρῶν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἔστω καί ἄν δέν ἤθελαν οἱ ἴδιοι νά τό παραδεχθοῦν καί παρέμεναν δεμένοι στό ἅρμα τοῦ Σατανᾶ. Αὐτό ἴσχυε καί ἰσχύει διαχρονικά μέχρι σήμερα καί θά ἰσχύει μέχρι τή συντέλεια τῶν αἰώνων (βλ. καί Δευτ. λβ´ 31, Λουκ. ιγ´ 17, Ἀποκ. ς´ 2).

ΣΥΝΘΗΜΑ: «Οὐ δυνάμεθα ἡμεῖς ἅ εἴδομεν καί ἠκούσαμεν μή λαλεῖν» (Πράξ. δ´ 20).