22. «Μνησθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου»

Μεταφορτώσεις

Θέμα για τους κυκλάρχες

ΣΤΑΥΡΩΣΙΜΟ

Φθάσαμε κι ἐφέτος, μέ τή βοήθεια τοῦ Κυρίου, στά πρόθυρα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Ἑβδομάδος. Ἔχουμε ἀσφαλῶς ὅλοι μας διοκιμάσει τή συγκίνηση πού πλημμυρίζει τήν ὕπαρξή μας ἀπό τίς ἱερές Ἀκολουθίες τῶν ἁγίων αὐτῶν ἡμερῶν. Ὅσα τελοῦνται καί ψάλλονται στούς ἱερούς ναούς μας κάθε ἡμέρα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος καί μάλιστα ἀπό τή Μεγάλη Πέμπτη καί ἑξῆς εἶναι συγκλονιστικά. Τά περιστατικά ἀπό τά σεπτά Πάθη τοῦ Κυρίου μας μοιάζουν σάν τά ἀγκάθια τοῦ ἀκάνθινου στεφάνου Του. Σέ ἕνα ἀπό αὐτά θά ἑστιάσουμε τίς σκέψεις μας κατά τήν παρούσα συμμελέτη μας γιά μιά προετοιμασία ψυχική ἐνόψει τῶν ἁγίων ἡμερῶν.

Μελέτη περικοπῆς: Λουκ. κγ´ 39-43.

1. Τό μεγαλύτερο ἔγκλημα ὅλων τῶν ἐποχῶν ἔχει συντελεσθεῖ. Ὁ ἀθῶος καί ἀναμάρτητος Κύριος Ἰησοῦς, ὁ Ὁποῖος εἶχε γεμίσει μέ θαύματα καί εὐεργεσίες τήν Παλαιστίνη, κρέμεται αἱμόφυρτος ἐπάνω στόν Σταυρό. Ἐλάχιστοι, μέ ἐπικεφαλῆς τήν Παναγία, εἶναι ὅσοι τοῦ συμπαρίστανται. Ἀμέτρητοι οἱ ἐχθροί Του, οἱ ὁποῖοι Τόν ὑβρίζουν καί Τόν βλασφημοῦν, μέ ἐπικεφαλῆς τούς ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων. Δύο κόσμοι ἀντίθετοι.

Ἀλλά καί οἱ δύο κακοῦργοι πού συσταυρώθηκαν μέ τόν Ἰησοῦ, οἱ ὁποῖοι ἦταν πιθανῶς φίλοι καί ὑβριστές καί αὐτοί τοῦ Κυρίου, τώρα χωρίζουν. Λαμβάνουν πλέον διαφορετική στάση ἀπέναντι στόν Χριστό. Ἐπαληθεύεται καί ἐδῶ ἡ προφητεία τοῦ πρεσβύτη Συμεών, πού τήν εἶπε κατά τήν Ὑπαπαντή τοῦ Κυρίου, «οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καί ἀνάστασιν πολλῶν» (Λουκ. β΄ 34).

Τί κάνει, πῶς ἐκδηλώνεται ὁ ἕνας ληστής; Παρασυρμένος ἀπό τόν φανατισμένο ὄχλο βλασφημεῖ καί αὐτός τόν Ἰησοῦ Χριστό. Ἐάν εἶσαι ὁ Μεσσίας, σῶσε τόν ἑαυτό σου κι ἐμᾶς, τοῦ λέει. Ἐνῶ ἀργοπεθαίνει ἀπό τούς φρικτούς πόνους του κρεμασμένος στόν Σταυρό του, δέν ζητεῖ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Μένει σκληρός καί ἀμετανόητος. Ἡ λέξη «ἐβλασφήμει», πού χρησιμοποιεῖ ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής, εἶναι ἐνδεικτική τῆς καταστάσεώς του. Δείχνει διάρκεια ἡ λέξη αὐτή, εἶναι χρόνου παρατατικοῦ καί σημαίνει κάτι τό συνεχές καί διαρκές. Φυσικότερο θά ἦταν νά συμπαθήσει τόν Κύριο, πού ἔπασχε καί Αὐτός ἐπάνω στόν Σταυρό Του. Καί ὅμως δέν τό ἔκανε. Εἶναι φοβερό πράγματι νά εἶσαι ἑτοιμοθάνατος καί νά μένεις ἀμετανόητος καί σκληρός. Ὑπάρχουν ἀρκετά παρόμοια παραδείγματα ἀνθρώπων.

2. Τί ἔκανε ἀντίθετα ὁ ἄλλος ληστής; Πρῶτον, «ἐπετίμα» (σέ χρόνο παρατατικό καί ἐδῶ), δηλαδή ἐπέπληττε πολλές φορές τόν βλάσφημο ληστή. Δέν φοβᾶσαι τόν Θεό, τοῦ ἔλεγε. Τί ἐννοοῦσε μέ αὐτό; Καλά δέν ντρέπεσαι τούς ἀνθρώπους γιά τίς κακουργίες, τίς ὁποῖες ἐπιτέλεσες, δέν φοβᾶσαι τουλάχιστον τόν Θεό; Ἐπιτρέπεται σύ ὁ κρεμασμένος, ὁ συγκατάδικος νά κατηγορεῖς τόν κατάδικο; Ἄλλωστε μετά ἀπό λίγο θά πεθάνεις. Θά ἐμφανισθεῖς ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ Βήματος τοῦ Θεοῦ γιά νά δώσεις λόγο γιά τίς πράξεις σου. Δέν σέ ἀρκοῦν τά τρομερά ἐγκλήματα, τά ὁποῖα ἔχεις ἐπάνω στή ράχη σου; Καί προσθέτεις αὐτή τή στιγμή, πού πρέπει νά σκεφθεῖς καλύτερα καί νά ζητήσεις τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, καί αὐτή τήν ἁμαρτία, τή σκληρότητα καί τήν ἀσπλαχνία ἀπέναντι σέ ἕνα συγκατάδικό σου; Εἶσαι κατάδικος καί σύ… Ἐμεῖς δίκαια τιμωρούμαστε. Κακουργήσαμε ἐναντίον τῆς κοινωνίας καί ἡ ἐξουσία μᾶς τιμώρησε. Τιμωρούμαστε ὅπως πρέπει καί ἀξίζει… «Οὗτος δέ οὐδέν ἄτοπον ἔπραξεν». Αὐτός κανένα πράγμα ἄτοπο δέν ἔπραξε. Δέν ἄκουσες, ὅτι ὁ Ρωμαῖος ἡγεμόνας διακήρυξε ὄχι μία φορά, ἀλλά ἐπανειλημμένα ὅτι «οὐδεμίαν αἰτία εὑρίσκω»; Πῶς λοιπόν σύ τολμᾶς νά τοῦ ὁμιλεῖς μέ αὐτό τόν τρόπο;
Θαυμαστά τά λόγια αὐτά τοῦ ληστῆ. Καί εἶναι ἀκόμη θαυμα­στότερα, διότι λέγονται σέ στιγμή, κατά τήν ὁποία ἀπό ὅλες τίς κατευθύνσεις ἀκούγονται βλασφημίες ἐναντίον τοῦ Ἰησοῦ. (Ἀρχιμ. Γεωργίου Δημοπούλου, «Τά Πάθη τά σεπτά», ἐκδ. 10η, 2004, σελ. 306-307 – ἐδῶ μέ ἁπλούστευση γλώσσας).

Τί φανερώνουν τά λόγια τοῦ ληστῆ πρός τόν συγκατάδικό του; Ὅτι τόν εἶχε ἐπισκεφθεῖ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί ἔβλεπε τά ὅσα συνέβαιναν ἐπάνω στόν Γολγοθᾶ ὄχι μόνο μέ τά μάτια τοῦ σώματος, ἀλλά κυρίως μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς. «Οἱ ἀρχιερεῖς εἶχον σταυρώσει τόν Κύριον μεταξύ δύο ληστῶν, ὡς χειρότερον ἐξ αὐτῶν. Ἀλλ᾿ ὁ ληστής οὗτος εἶχε περισσοτέραν ἐκείνων αἴσθησιν, καί ὅ,τι δέν εἶδον οἱ ἀρχιερεῖς, τό εἶδεν ὁ ληστής. Καί ὁμολογεῖ, ὅτι οὐδέν ἄτοπον ἔπραξεν… ἡ χάρις τοῦ Πνεύματος ἐφώτισεν αὐτόν νά γνωρίσῃ τόν Ἰησοῦν, καθ᾿ ὅν χρόνον οἱ ἀρχιερεῖς παρέμειναν ἐν τῷ σκότει» (Π. Ν. Τρεμπέλας).

Πῶς ἔφθασε ὁ ληστής σέ αὐτή τήν ὁμολογία; Ἀπό τί ἐντυπωσιάσθηκε; Ὡραῖα γράφει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: Δέν εἶδε «οὐ (=οὔτε) νεκρόν ἀνιστάμενον, οὐ δαίμονας ἐλαυνομένους, οὐ θάλατταν εἴκουσαν (=νά τόν ὑπακούει)» (ΕΠΕ 36, 48). Καί ὅμως σχημάτισε τή βεβαιότητα ὅτι δέν ἦταν συνηθισμένος ἄνθρωπος. «Πιθανότατα θά θαύμασε τό ψυχικό Του μεγαλεῖο, ὅταν ἐνῶ οἱ στρατιῶτες Τόν κάρφωναν στό ξύλο, Ἐκεῖνος προσευχόταν γι᾿ αὐτούς… ὅπως ὀρθά παρατηρήθηκε, “ἡ βασιλοπρεπής σιωπή τοῦ Ἰησοῦ, ἡνωμένη μέ τό μεγαλεῖον τῆς ὑπομονῆς Του, καί μέ τήν θεϊκήν ἁγιότητα καί ἀθωότητα, ἡ ὁποία εἰς τόν παρατηροῦντα προσεκτικῶς ἀκτινοβολοῦσεν ἐπάνω του ὡσάν στέφανος δόξης, εἶχε περισσοτέραν εὐγλωττίαν ἀπό κάθε λόγον”» («Τά Πάθη τά σεπτά» ὅπ.π., σελ. 304-5 – ἐδῶ ἁπλούστευση γλώσσας). Ἡ ὅλη στάση τοῦ Ἰησοῦ μίλησε στήν καρδιά τοῦ ληστῆ καί τόν ἐπηρέασε ὑπέρ Αὐτοῦ.

3. Τί παρατηροῦμε στόν διάλογο τοῦ ληστῆ καί τοῦ Κυρίου; Ὅτι ὁ ληστής θεωρεῖ τόν Κύριο ὡς Βασιλιά. Τί εἶδε καί Τόν θεώρησε ὡς βασιλιά; «Πόθεν, εἰπέ μοι, βασιλείας, ὦ ληστά, μέμνησαι», ρωτᾶ ὁ ἱερός Χρυσόστομος. «Τί γάρ εἶδες τοιοῦτον (δεῖγμα βασιλικόν) νῦν; Ἧλοι καί σταυρός τά ὁρώμενα, καί κατηγορία, καί σκώμματα καί λοιδωρίαι. Ναί, φησίν (ὁ ληστής) αὐτός γάρ ὁ σταυρός βασιλείας εἶναί μοι δοκεῖ σύμβολον. Διά τοῦτο δέ αὐτόν βασιλέα καλῶ, ἐπειδή βλέπω αὐτόν σταυρούμενον· βασιλέως γάρ ἐστιν ὑπέρ τῶν ἀρχο­μένων ἀποθνήσκειν» (ΕΠΕ 36, 56).

«Ἕνα κατάδικο, ἕνα συγκατάδικό του βλέπει ὁ ληστής, πρός τόν Ὁποῖο ἐκτοξεύονται τά πυρακτωμένα βέλη τῶν σαρκασμῶν καί τῶν εἰρωνειῶν ἐκ μέρους ἀρχόντων καί ὄχλου καί στρατιωτῶν. Διακρίνει ὅμως μέ τό μάτι τῆς πίστεως, ὅτι, ἄν ἡ κακουργία τῶν ἀνθρώπων τόν ἀνύψωσε στοῦ Σταυροῦ τό ξύλο, εἶναι ὅμως ὁ Κύριος, ὁ Δεσπότης καί ἐξουσιαστής τῶν πάντων. Εἶναι ἀκόμη ὁ Βασιλιάς, πνευματικῆς Βασιλείας ἀρχηγός καί κυβερνήτης, πού ἐπιφυλάσσει στούς ὀπαδούς καί ὑπηκόους Του τιμή καί δόξα» («Τά Πάθη τά σεπτά» ὅ.π. σελ. 308).

Πῶς φαίνεται ὅτι εἶχε μετανοήσει ὁ ληστής; Πρῶτον, ἀπό ἐκεῖνα πού εἶπε στόν συγκατάδικό του ληστή, ὅτι δίκαια τιμωροῦνται οἱ ἴδιοι. Καί δεύτερον, ἀπό τήν ὁμολογία του σχετικά μέ τήν ἀθωότητα καί τήν ἰδιότητα τοῦ Κυρίου ὡς Βασιλιά. Τό Συναξάρι τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς ἀναφέρει ὅτι θυμόμαστε τήν ἡμέρα αὐτή «καί τήν τοῦ εὐγνώμονος ληστοῦ, τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ, σωτήριον ἐν τῷ Σταυρῷ ὁμολογίαν».

Ἡ μετάνοια ἄραγε τῆς τελευταίας στιγμῆς εἶναι εἰλικρινής; Αὐτό τό γνωρίζει μόνο ὁ καρδιογνώστης Κύριος. Ὁπωσδήποτε ἡ ὄψιμη μετάνοια δέν εἶναι πάντοτε γνήσια. Ἡ γνήσια ὅμως μετάνοια δέν εἶναι ποτέ ὄψιμη. Μήν ἀμελοῦμε ὅμως ἐμεῖς τή μετάνοιά μας καί μήν τήν ἀναβάλλουμε καί τήν ἀφήνουμε γιά τό τέλος τῆς ζωῆς μας, διότι δέν γνωρίζουμε πότε θά ἔλθει τό τέλος καί ποιά ψυχική διάθεση θά ἔχουμε τήν ὥρα ἐκείνη. Εἴδαμε τί συνέβη μέ τόν ἕνα ληστή.

Τί φαίνεται ἀπό τήν ἀπάντηση τοῦ Κυρίου στόν ληστή; Ὅτι ἔκρινε ὡς γνήσια τή μετάνοιά του καί τή δέχθηκε. Μέσα στούς πόνους Του τόν βεβαιώνει ὅτι «σήμερον», τή στιγμή τοῦ θανάτου τους, θά βρίσκονται μαζί στόν Παράδεισο. Ὁ ληστής Τοῦ ζήτησε νά τόν θυμηθεῖ καί Αὐτός τόν βεβαιώνει ὅτι θά τόν πάρει κοντά Του στή Βασιλεία Του! Συντρίβοντας τόν παγκάκιστο ἐχθρό μας Διάβολο ἐπάνω στόν Σταυρό καί μέ τή νίκη Του ἐπί τοῦ θανάτου, ὅπως ἀναφέρει τό Συναξάρι τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα, ὁ Κύριος ἔλαβε «πολ­λά τῆς νίκης σκῦλα» (=λάφυρα). Τό πρῶτο ἦταν ὁ ληστής, ὁ ὁποῖος ἄνοιξε τήν πύλη τοῦ Παραδείσου, καθώς σημειώνει τό Συναξάρι τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, «βαλών κλεῖδα τό μνήσθητί μου».

Ἄς παραδειγματισθοῦμε ἀπό τή μετάνοια τοῦ ληστῆ καί ἄς ἱκετεύουμε μαζί μέ τόν ὑμνογράφο κι ἐμεῖς: «Κύριε, ὁ τόν ληστήν συνοδοιπόρον λαβών, τόν ἐν αἵματι χεῖρας μολύναντα καί ἡμᾶς σύν αὐτῷ καταρίθμησον, ὡς ἀγαθός καί φιλάνθρωπος».

ΣΥΝΘΗΜΑ: «Μνησθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. κγ´ 42).