Περιγραφή Προϊόντος
Ο Σιταρομικρούλης (Σειρά: Μονοπάτια στην άνοιξη)
Μια φορά και έναν καιρό στην καρδιά ενός μεγάλου, καταπράσινου κάμπου βρισκόταν ένα χωράφι. Απλωνόταν σαν σεντόνι χρυσοκεντημένο κάτω από τον ουρανό και ήταν χαρά Θεού να το βλέπεις. Ήταν το χωράφι του καλού νοικοκύρη, του μπαρμπα-Λιά, που το φρόντιζε και το αγαπούσε σαν το παιδί του.
Σε τούτο το χωράφι ζούσε μια χαρούμενη συντροφιά από σιταρομάνες, που η κάθε μια είχε πολλά-πολλά παιδιά. Ήταν τα ξακουστά σιταροσποράκια που, σαν φορούσαν τις ίδιες φορεσιές, μοιάζανε τόσο πολύ, πιο πολύ ακόμα και από αδέρφια.
Σ αυτή τη συντροφιά ζούσε μια σιταρομάνα με τριανταδυό παιδιά. Μη με ρωτάς πως χώραγαν στο σπίτι τους. Κοίταξε σαν βρεθείς σε κάμπο πόσο μεγάλα και όμορφα είναι τα σπίτια των φυτών. Γύρω-τριγύρω, αντί για τοίχο έχουνε άλλα δέντρα και φυτά, ταβάνι το γαλάζιο ουρανό, για φως τ’ αστραφτερά αστέρια.
Δεν είναι όμως παίξε-γέλασε να ταΐζεις τόσα παιδιά. Γι’ αυτό η καλή σιταρομάνα, σαν όλες τις μανάδες, είχε πολλή δουλειά να κάνει. Ξυπνούσε απ’ τα χαράματα, την ίδια ώρα που ξυπνούσε και ο κυρ-Ήλιος και έψαχνε για νερό. Το ‘παιρνε από το χώμα, το ανέβαζε σιγά-σιγά πιο πάνω κι εκεί κατά το μεσημέρι έδινε τους χυμούς που είχε μαζέψει στα τριανταδυό παιδιά της, να φάνε, να μεστώσουνε, να μεγαλώσουν.
Ελάτε, σιταροπαιδάκια μου. Φάτε με όρεξη να μεγαλώσετε. πως και πως σας περιμένουν οι άνθρωποι. Έχετε σπουδαία αποστολή. Θα θρέψετε εσείς παιδιά. Θα χορτάσετε νηστικούς. Και μην ξεχνάτε : Από σας θα ζυμωθεί το πρόσφορο, από σας θα γίνει το Σώμα του Χριστού.
Τα σιταροσποράκια σαν όλα τα παιδιά άκουγαν αυτά που τους έλεγε η μάνα τους μα το νου τους τον είχαν στο παιχνίδι. Παίζανε κρυφτό οι πεταλούδες ; Τα σιταροσποράκια τις κρύβανε. Κυνηγούσε μια μελισσούλα άλλο μελισσάκι ; Τα σιταροσποράκια βοηθούσαν και σκέπαζαν να μην φανεί το πιο μικρό. Μα εκείνο το παιχνίδι που τους άρεσε πιο πολύ και τους ξετρέλαινε ήταν αυτό που παίζανε με το αγεράκι. Δεν είναι μόνο που χορεύανε καθώς τ αγέρι τα πήγαινε εδώ και εκεί. Όχι, δεν ήταν μόνο ο χορός που τους ξετρέλαινε. Ήταν και η μουσική. Γιατί καθώς χορεύανε και ο αγέρας έμπαινε ανάμεσά τους βγαίναν ήχοι όμορφοι, μελωδικοί. Μέχρι και τα πουλιά θαυμάζανε τούτο το τραγούδι και σταματούσανε το δικό τους το κελάδημα για να ακούσουν… Μόνο τον κυρ-Βοριά φοβόντουσαν λιγάκι, γιατί ήτανε πάντα του φουριόζος, βιαστικός και άγριος και μπορούσε να σπάσει τη σιταρομάνα και τότε! Τότε τι θα απογίνονταν τα σιταροαδερφάκια ; Ένα καλό όμως είχε ο κυρ-Βοριάς που οι άλλοι κοντινοί αγέρηδες δεν είχανε. Ήξερε να διηγιέται όμορφα όσα αντάμωνε στο διάβα του καθώς περνούσε μέσα από πολιτείες και χωριά. Κι αντάμωνε πολλά. Κι όσα βλέπανε τα μάτια του και ακούγανε τ αφτιά του, τα παραγέμιζε, τα φούσκωνε, τα μεγάλωνε και έτσι έγινε ο παραμυθάς του χωραφιού.
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.