Ὁ δι' ἐμέ σταυρόν ὑπομείνας
Λευκές Σανίδες Σωτήριες
Τα μάτια άνοιξες
Τι είδες, τι έζησες
Τον Τίγρη πέρασες
Πρόσμενες
Τα βήματά σου μετρημένα
Με τη σκηνή
Το μυαλό σου
Η βροχή να καλύπτει
Γιατί, για ποιόν
Ο κύκλος του τί
Κύριε φώναξα
Η αρρώστια να φθάνει
Στο κρεβάτι της απώλειας
Στους θαλάμους της ψυχής
Κουμπωμένα πάνω σου
Το σώμα κείτεται λαβωμένο
Τα μάτια κλείνεις
Τα σύννεφα κοιτάς
Η πόλη νεκρική, οσμή ευωδίας
Τώρα μόνο το χώμα
Όλα έχουν μολυνθεί από
Στο δικό σου θάλαμο γυρνάς
Τι ωραίος που είναι
Κάθε βράδυ, στα άστρα μιλά
Σε όλους δίνει κουράγιο
Τη σκλαβιά τη δική σου
Πονάς τόσο, που δεν ξέρεις
Στο θάλαμο αναπολείς
Η σιωπηλή σου παρουσία
Μα εκεί η Αλήθεια σου
Μα σε κάθε σου πτώση
Ἵνα ὦσιν ἓν
Μετά πνευμάτων, δικαίων
Τη φτώχεια πέταξες
Τα χέρια άνοιγες
Άχρονη και αχωρική
Σμάραγδος, σαρδόνυξ, σάρδιον
« Ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος...»
Τα κεφάλια ριγμένα
Είσαι τώρα και για πάντα
Τα χέρια σου απλώνεις
Καίουσα καρδιά για όλους
Πάνω από τη γη φτερούγισες
Πολλοί άνθρωποι λευκοί
Όμορφος στην όψη
Ο Νέος
Ο Νέος συνεχίζει
Τίποτα σε κανέναν
Μόνο, μια εξήγηση υπάρχει
Φοβισμένος στρέφεις το βλέμμα
Φίδια, οχιές, σκουλήκια
Σχεδόν απόκοσμος, τόσο φοβισμένος
Όσο πετούσες, ξεχνούσες
Και είδες σχοινιά, οχιές
Ανθρώπους που ήταν ένδοξοι
Απέστρεψες το βλέμμα
Για κάθε λυγμό τους δόθηκε
«Ο Θεός θεραπεύει»
Τους πόνους να διαλύσει
Άνθρωποι γνώριμοι, μαρτυρικοί
Τα δέρματα όμορφα
Τα χέρια πάντα υψωμένα
Κορμιά που χάθηκαν όρθια
Μεγάλος μπαξές
Μια κάτοικος της πόλεως
Έχει ένα σπίτι
Δεν μπορείς να της μιλήσεις
Μπροστά σου πελάγη
Κι όσο μια ευωδία απλώνεται
Εκείνη η Όμορφη, Φωτεινή
Ήρθε πάλι να σε βοηθήσει
Η έκσταση δεν σταματούσε
Σου έδειξε την τωρινή ζωή
Η επίγεια ζωή σου
Ο Νέος με το Αγγελικό
Ο αέρας πύκνωνε
Σταυροί που άνοιγαν
Απειρόκαλες λάμψεις
Ο Θρόνος Εκείνου που
«Γιατί; Γιατί σε εμένα,... »
Χανόσουν μες το φως
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.